Είναι μοναδική περίπτωση η Björk στη σύγχρονη μουσική.  Από το «Birthday» των Sugarcubes, το τραγούδι που την έβγαλε από την Ισλανδία και μιλάει για τις ερωτικές φαντασιώσεις μιας πεντάχρονης με τους πενηντάρηδες υπαλλήλους στο μπακάλικο δίπλα στο σπίτι της, η οποία «καπνίζει πούρα και φυλάει αράχνες μέσα στις τσέπες της», μέχρι σήμερα, που πολλοί θεωρούν ότι είναι ένα βήμα προτού βυθιστεί στη δυστοπία του Metaverse, είχε μια καλλιτεχνική πορεία πρωτοφανή για τη σύγχρονη ποπ.

Έδωσε τη δική της εκδοχή του ροκ γκρουπ με τους Sugarcubes, ανακάλυψε τη χορευτική κουλτούρα του Λονδίνου, ξεκινώντας μια νέα καριέρα με τη βοήθεια του Nellee Hooper στο «Debut» και από το «Medulla» και μετά άρχισε να ξεπερνάει τα όρια της ποπ, φτιάχνοντας μια ιδιοσυγκρασιακή περσόνα που μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε έργο τέχνης. Η ίδια, όχι απλά η μουσική της.

Μέσα σε αυτή την εξέλιξη, που συνειδητά ή ασυνείδητα την έκανε να θυμίζει πλάσμα από το Animorph, επέλεξε να αποκαλύψει τις βαθύτερες πτυχές του εαυτού της, παίζοντας με είδη και στυλ που ήταν πάντα αβανγκάρντ, αλλά το έκανε με έναν τρόπο τόσο επώδυνο και προσωπικό, που μεγάλο μέρος του κοινού δυσκολεύεται πλέον να την παρακολουθήσει.

Η Björk μεταφέρθηκε σε μια νεφελώδη ουτοπία εγκλωβισμένη στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις της, στα συναισθήματά της και στην ισλανδική της ιδιοσυγκρασία που έκανε τη μουσική της ελιτίστικη, απόμακρη και απρόσιτη.

Εξερευνώντας τα όριά της μέσα από τον απέραντο έρωτά της (για τον Matthew Barney), έφτιαξε το magnum opus της με το «Vespertine», αποκαλύπτοντας μια απίστευτα εύθραυστη και ευάλωτη δημιουργό, ενώ στο «Vulnicura» σπάραξε με τον χωρισμό τους, στο «Biophilia» έκανε μια διατριβή για το σύμπαν και στο «Utopia» διεκδίκησε τον παράδεισο μιας μητριαρχικής κοινωνίας με ένα άλμπουμ που ήταν περισσότερο πολιτικό statement παρά μουσική.

Η Björk δεν ακολουθούσε ποτέ τα σημεία των καιρών, ήταν ένα βήμα πιο μπροστά απ’ όλους και απ’ όλα, ένα βήμα πιο μπροστά στον ήχο, στις ενορχηστρώσεις, στη μόδα, δημιουργώντας ολόκληρη τάση στο στυλ και τη σκηνική παρουσία. Μεταμορφώθηκε σταδιακά σε ένα εικαστικό αριστούργημα, αλλά κάποια στιγμή η αισθητική την κατάπιε. Λίγο μετά το «Volta» κάπου «χάθηκε».

Μπορεί να απογειώθηκε καλλιτεχνικά και να είναι όντως πρωτοποριακή, αλλά έγινε ψυχρή και άχαρη σαν έκθεμα σε γκαλερί μοντέρνας τέχνης, που το θαυμάζεις, το εκτιμάς, αλλά δεν σε συγκινεί, δεν σε κάνει να ανατριχιάσεις. Το μόνο που δεν άλλαξε ποτέ είναι η χαρακτηριστική, ιδιαίτερη φωνή της και τα τονισμένα «ρ» στις λέξεις.

Αυτό που έκανε την περίοδο του «Vespertine», που εξανθρώπισε τον ηλεκτρονικό ήχο και έκανε ποίηση τον ερωτικό παροξυσμό της, είναι ανεπανάληπτο, αλλά επειδή είναι η Björk, αυτό το αεικίνητο, νευρικό πλάσμα που δεν σταματάει ούτε στιγμή να πειραματίζεται και να δημιουργεί, και θα είναι η ίδια Björk όσα χρόνια και να περάσουν («μέχρι την τελευταία ανάσα της, όσο ζει και αντέχει να φτιάχνει μουσική», όπως λέει στη συνέντευξη στο «Pitchfork»), δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δεν θα το ξεπεράσει.

Και με το «Fossora», που μόλις κυκλοφόρησε, επιχειρεί να κάνει ακριβώς αυτό, να ξεπεράσει τον εαυτό της.

Στην πολύ δυναμική επιστροφή της μετά από πέντε χρόνων διάλειμμα απ’ τις κυκλοφορίες παρουσιάζεται αρκετά γειωμένη, ορφανή από μητέρα και με όλα τα παιδιά της να έχουν εγκαταλείψει την εστία του σπιτιού για να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο.

Το δέκατο άλμπουμ της είναι ένα άλμπουμ ψυχαναλυτικό, στο οποίο αναζητάει την ιστορία της και τον τρόπο που συνδέoνται τρεις γενιές της οικογένειάς της, κυρίως όμως είναι ένα άλμπουμ που έφτιαξε μέσα στην καραντίνα, κλεισμένη στο σπίτι της, στο Ρέικιαβικ, έχοντας την άνεση χρόνου να ασχοληθεί με τον εαυτό της. «Ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που είχα χρόνο να βγάλω τα πράγματά μου από τη βαλίτσα και να κρύψω και τη βαλίτσα», αναφέρει, γιατί μέχρι τότε ήταν σε μια αέναη μετακόμιση, από μεγαλούπολη σε μεγαλούπολη.

Διαβάστε ακόμη: