Πακέτο 4,5 εκατ. μετοχών πέρασε λίγο μετά το άνοιγμα της συνεδρίασης στη μετοχή του Μυτιληναίος στα 17 ευρώ ανά μετοχή με τη μετοχή εκείνη την ώρα να βρίσκεται στα 17,77 ευρώ.

Το πακέτο είχε αξία 76,5 εκατ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 3,1% του συνόλου των μετοχών.

Η μετοχή έχει κάνει σημαντική κίνηση το τελευταίο διάστημα και έχει σπάσει την τριπλή κορυφή ξεπερνώντας τα 17 ευρώ με άνεση.

Οι αναλυτές έχουν γίνει πιο αισιόδοξοι για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της εταιρείας και αρκετοί δίνουν τιμή στόχο πάνω από τα 20 ευρώ.

Η μετοχή βρέθηκε χθες στο επίκεντρο και κατέγραψε σημαντική άνοδο λόγω των προσδοκιών για είσοδο στον MSCI, κάτι που έχει ακουστεί και στις προηγούμενες αναδιαρθρώσεις δεικτών χωρίς τελικά να συμπεριληφθεί η μετοχή στους δείκτες.

Παράλληλα,  την πιστοληπτική ικανότητα της Mytilineos στο «BB» με σταθερές προοπτικές προοπτικές επιβεβαίωσε η Fitch, στέλνοντας ωστόσο ισχυρό «σήμα» για τις αναπτυξιακές προοπτικές του ομίλου, καθώς αναμένει άμεση και ισχυρή άνοδο της κερδοφορίας του.

Η επιβεβαίωση της αξιολόγησης αντανακλά την αναμενόμενη ισχυρή αύξηση των EBITDA και των κεφαλαίων από λειτουργικές δραστηριότητες (FFO) το 2022-2023, συνοδευόμενη από μια σταθερή ικανότητα απομόχλευσης, με μια καλή θέση ρευστότητας. Ο οίκος προβλέπει πως η καθαρή μόχλευση FFO θα μειωθεί από τις 3,3 φορές το 2021 σε περίπου 3 φορές το 2022 και χαμηλότερα από 2,5 φορές από το 2023. Παρά τις υψηλές κεφαλαιουχικές δαπάνες το 2022-25, που αποδίδεται κυρίως στην οργανική επέκταση στον κλάδο ενέργειας και αερίου, η Fitch αναμένει πως οι ελεύθερες ταμειακές ροές (FCF) θα γίνουν θετικές από το 2023. Παράλληλα θεωρεί πιστωτικά θετική την επέκταση του ομίλου στη λιγότερο κυκλικό τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

Η ανακοίνωση της Μytilineos

Η MYTILINEOS ενημερώνει το επενδυτικό κοινό ότι λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή ζήτηση που έχει εκδηλωθεί από ξένους θεσμικούς επενδυτές για τη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, με δεδομένες τις ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές της, ως συνέπεια των σημαντικών επενδύσεων που έχουν δρομολογηθεί, προχώρησε σήμερα στην πώληση 4,5 εκατ. ιδίων μετοχών, οι οποίες αντιστοιχούν σε ποσοστό 3,1493% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου αυτής, σε τιμή €17,00 ανά μετοχή και συνολική αξία €76.500.000.

Σημειώνεται ότι οι ως άνω μετοχές είχαν αποκτηθεί με μέση τιμή κτήσης €11,00 ανά μετοχή. Μετά τα ανωτέρω, η MYTILINEOS κατέχει συνολικά 4.193.231 ίδιες μετοχές, ποσοστό 2,9346% του συνόλου των μετοχών της.

Αναφορικά με τις αποκτήσεις ιδίων μετοχών ισχύουν οι από 27.03.2020 και 23.03.2022 αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας για την απόκτηση μετοχών έως το 10% του μετοχικού κεφαλαίου, ήτοι συνολικά μέχρι 14.289.116 μετοχές, με ανώτερη τιμή τα €25.

Μεταξύ άλλων η Fitch στην αξιολόγηση της επισημαίνει και τα εξής:

Οι τιμές του αλουμινίου παραμένουν υψηλές: Τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς αλουμινίου θα είναι θετικά για τη ενίσχυση των EBITDA της Mytilineos βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Το 2022 αναμένει ότι τα EBITDA του τμήματος Μεταλλουργίας θα αυξηθούν περαιτέρω κατά περισσότερο από 30% ετησίως, με βάση τις υψηλές τιμές αλουμινίου και των premia που λαμβάνει η εταιρεία παρά το hedging μεγάλων ποσοτήτων για το 2022 και τις πληθωριστικές πιέσεις στα κόστη. Πέραν τούτου, η Fitch αναμένει περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων του τμήματος Μεταλλουργίας από το 2023, υποστηριζόμενη από τις αναμενόμενες υψηλές τιμές αλουμινίου.

Ο οίκος προβλέπει παράλληλα ότι οι αναμενόμενες υψηλές τιμές του αλουμινίου το 2023 συνοδευόμενες από τις αναμενόμενα χαμηλότερες τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας θα υποστηρίξουν την ανάκαμψη του περιθωρίου EBITDA του ομίλου στο 17%-18% την περίοδο 2023-2025 έναντι 13% το 2021-2022. Το περιθώριο EBITDA υποχώρησε στο 13,1% το 2021 από 15,5% το 2020, κυρίως λόγω της χαμηλότερης κερδοφορίας στη Μεταλλουργία και τα τμήματα Ενέργειας και Φυσικού Αερίου, ενώ τα τμήματα SES και RSD πρόσφεραν καλύτερες αποδόσεις σε ετήσια βάση.

Mytilineos: Διατηρείται το ισχυρό «BUY» – Νέο ρεκόρ κερδοφορίας το 2022

Ο όμιλος σχεδιάζει να ξεκινήσει την εμπορική χρήση της νέας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο (CCGT) το τρίτο τρίμηνο του 2022, ο οποίος θα προσθέσει 826 MW στη συνολική εγκατεστημένη ισχύ του στον τομέα ισχύος και αερίου. Επιπλέον, η Mytilineos αναπτύσσει ενεργά το χαρτοφυλάκιό της στο χώρο των ΑΠΕ και σχεδιάζει να αναπτύξει περίπου 1.000 MW ηλιακών πάρκων έως το 2025 που απέκτησε στην Ελλάδα το 2021. Η εκτέλεση αυτών των έργων θα οδηγήσει σε αύξηση των κεφαλαιουχικών δαπανών, που εκτιμάται ότι θα είναι πάνω από 250 εκατ. ευρώ ετησίως κατά τη διάρκεια 2022-2024.

Ωστόσο, βλέπει θετικά την αυξανόμενη διείσδυση του ομίλου στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία θα αποτελέσει μια πηγή για τη σχετικά σταθερή δημιουργία ταμειακών ροών μόλις τεθούν σε λειτουργία τα έργα. Η Fitch αναμένει ότι ο κλάδος ενέργειας και φυσικού αερίου θα αποτελεί περίπου το 40% των EBITDA έως το 2024-2025.

Η Fitch στέκεται στο ιδιαίτερα χαμηλό κόστος παραγωγής αλουμινίου και αλουμίνας, που τοποθετεί τη Mytilineos μεταξύ των παραγωγών με το χαμηλότερο κόστος παγκοσμίως (στο 1ο τεταρτημόριο στην παγκόσμια καμπύλη κόστους), αλλά και στο διαφοροποιημένο επιχειρηματικό μοντέλο. Όπως αναφέρει, οι ισχυρές συνέργειες μεταξύ των Τομέων και το πλήρως καθετοποιημένο μοντέλο παραγωγής, διασφαλίζουν την ισχυρή οικονομική απόδοση της εταιρείας ακόμα και σε περιόδους κρίσεων και υψηλών τιμών πρώτων υλών.

Το ταμπλό δείχνει ότι κλειδώνει η είσοδος στον MSCI

Ισχυρά ήταν τα κέρδη στη συνεδρίαση της Τρίτης για τον Μυτιληναίο κατά 5,9%, στα υψηλά των 17,60 ευρώ, φτάνοντας και στα 17,79 ευρώ με εντυπωσιακό όγκο 1,619 εκατ. τεμάχια, πραγματοποιώντας σχεδόν το 25% του ημερήσιου τζίρου  θέτοντας σοβαρή υποψηφιότητα να συμπεριληφθεί στις 12 Μαΐου στον MSCI.

Η εισαγωγή του ομίλου Μυτιληναίος αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Ειδικότερα, η κεφαλαιοποίηση του ομίλου έχει ξεπεράσει τα 2,4 δισ. δολ., ευρισκόμενος οριακά υψηλότερα του ορίου που είχε θέσει ο οίκος στην προηγούμενη αναθεώρηση, όπου η Μυτιληναίος δεν είχε εισαχθεί στον δείκτη. Η σταθμισμένη κεφαλαιοποίηση του ομίλου Μυτιληναίος ξεπερνά τα 1,8 δισ. δολ., υψηλότερα από το όριο που θέτει ο οίκος για τη σταθμισμένη κεφαλαιοποίηση.