Το παράδοξο του υψηλού πληθωρισμού που – προς το παρόν τουλάχιστον – δεν έχει πυροδοτήσει υψηλότερη ανεργία προσπάθησαν να εξηγήσουν η Annely Akkermann, Επικεφαλής της οικονομικής επιτροπής του Εσθονικού Κοινοβουλίου και η Megan Greene, Επικεφαλής, Οικονομολόγος – ανώτερη συνεργάτης στην εταιρεία Kroll και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Brown, στη συζήτηση που διεξήχθη στο πλαίσιο του 8oυ Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.
«Η αγορά εργασίας παραμένει εντυπωσιακά δυνατή» παραδέχθηκε η Megan Greene. «Υπάρχουν σημάδια ότι υπάρχει μία χαλάρωση στην αγορά εργασίας αλλά όχι μεγάλη. Όταν άνοιξε πάλι η οικονομία μετά την πανδημία, οι εταιρείες δεν έβρισκαν εργαζόμενους και έπρεπε να τους πληρώσουν περισσότερο και τώρα δεν θέλουν να απολύσουν τον κόσμο γιατί φοβούνται πώς θα χρειαστεί να τον επαναπροσλάβουν και να τον εκπαιδεύσουν. Όμως αυτό δε θα κρατήσει για πολύ, σε κάποια φάση οι εταιρείες θα χρειαστεί να απολύσουν κόσμο καθώς τα έσοδά τους μειώνονται. Ο καλύτερος δείκτης για ύφεση είναι η άνοδος της ανεργίας», συμπλήρωσε.
Η Greene ανέφερε επίσης ότι στον τομέα του πληθωρισμού υπάρχει paradigm shift που προκλήθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και των δαπανών για την πράσινη μετάβαση, παράγοντες που μειώνουν τις εθνικές αποταμιεύσεις ενώ προέβλεψε ότι «Οδηγούμαστε σε σταθερά υψηλότερο πληθωρισμό κοντά στο 3%». Εξήγησε τέλος ότι η Fed ήταν καλύτερα εξοπλισμένη να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ καθώς αυτός προκλήθηκε από την πλευρά της ζήτησης και όχι της προσφοράς όπως συνέβη στην Ευρώπη. «Η ΕΚΤ δεν μπορεί να κάνει πολλά για το σκέλος της προσφοράς» σημείωσε.
Καθησυχαστική για το τραπεζικό αλλά και το ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης ήταν η Annely Akkermann. «Στην Ευρώπη έχουμε πολύ αυστηρούς κανόνες για το τραπεζικό σύστημα και οι τράπεζες είναι πολύ καλά κεφαλαιοποιημένες. Δεν αντιμετωπίζουμε σοβαρή απειλή από τα υψηλότερα επιτόκια για τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις μας. Θα έλεγα στον κόσμο να μην ανησυχεί γιατί στα χρηματοοικονομικά η κατάσταση είναι υπό έλεγχο» διαβεβαίωσε.
Επίσης παραδέχθηκε ότι ως οικονομολόγος αναρωτιέται και η ίδια πού οφείλεται η χαμηλή ανεργία την ώρα που ο πληθωρισμός είναι τόσο υψηλός. Σε ότι αφορά τον πληθωρισμό στην Εσθονία, διευκρίνισε ότι η κυβέρνησή της κατάφερε να τον αντιμετωπίσει χάρη στο πλαφόν που επέβαλε στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, πλαφόν που ήταν εφικτό καθώς η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Εσθονία βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο.
Πιο κυρίαρχη ενεργειακά μετά τον πρώτο χρόνο της κρίσης η Ευρώπη
Εντωμεταξύ, για μεγαλύτερη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία σε σχέση με ό,τι αναμέναμε, η οποία επιτεύχθηκε μέσω της μείωσης της ζήτησης, της στροφής στις ΑΠΕ και της αλλαγής προμηθευτών έκανε λόγο η Γενική Διευθύντρια Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ditte Juul Jørgensen, μιλώντας στο 8ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Εξέφρασε, μάλιστα, την αισιοδοξία ότι ο επόμενος χειμώνας θα είναι πιο άνετος από τον προηγούμενο, επισημαίνοντας ωστόσο ότι το πρόβλημα δεν έχει τελειώσει και ότι θα ήταν χρήσιμο να δούμε τί κάνουν οι ΗΠΑ για να επανεξετάσουμε τί κάνουμε κι εμείς στην Ευρώπη.
«Η κυριαρχία δεν είναι συνώνυμη με την αυτοεπάρκεια», είπε η κα.Jørgensen, εξηγώντας ότι αυτή θα ήταν μια κοστοβόρα απάντηση και σημειώνοντας ότι την Ευρώπη κάνει ισχυρή η ενιαία της αγορά. «Μπορούμε να κάνουμε περισσότερα με ορθότερη χρήση της τεχνολογίας και καινοτόμες προσεγγίσεις, να συνεργαστούμε με πιο αξιόπιστα κράτη και να μην εξαρτόμαστε υπερβολικά ο ένας από τον άλλο», σημείωσε.
Κάνοντας μία αναδρομή, είπε ότι μπήκαμε στην ενεργειακή κρίση με υψηλό βαθμό εξάρτησης από τη Ρωσία, καθώς πάνω από το 40% του φυσικού αερίου προερχόταν από τη Μόσχα και το ίδιο συνέβαινε με το πετρέλαιο και τον άνθρακα, σημειώνοντας ότι χρειάστηκε να αλλάξουν οι παραδοσιακές δίοδοι μεταφοράς φυσικού αερίου. «Μετά τον πρώτο χρόνο της ενεργειακής κρίσης, βγήκαμε πιο κυρίαρχοι ενεργειακά», δήλωσε.
«Πέρσι καταλάβαμε ότι η ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καταστροφικό όπλο από τα κράτη και να έχει επιβλαβείς οικονομικές συνέπειες», επεσήμανε από την πλευρά του ο κ. Guntram Wolff, Διευθυντής και Διευθύνων Σύμβουλος του Γερμανικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, υπογραμμίζοντας την πολύ γρήγορη αντίδραση των ευρωπαϊκών κρατών και κάνοντας λόγο για εξαιρετικό δείγμα ενότητας που ήταν απαραίτητη γιατί αλλιώς θα κατέρρεε ο ενεργειακός εφοδιασμός.
Αναφέρθηκε σε μείωση 20% πέρσι της κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να αποφευχθεί η ύφεση και η κατάρρευση της οικονομίας, ωστόσο σημείωσε την ανάγκη να είμαστε προσεκτικοί με την έννοια των αξιόπιστων κρατών γιατί πολλοί πίστευαν πως και η Ρωσία ήταν αξιόπιστος εταίρος, κάτι που αποδείχθηκε λάθος. Επεσήμανε, επίσης, την επιτάχυνση του ρόλου των ΑΠΕ στην ΕΕ που παρουσίασε πέρσι αύξηση 50% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ σημείωσε την ανάγκη για τη δημιουργία βιομηχανικού κλάδου φωτοβολταϊκών στην Ευρώπη, ώστε να αρχίσουμε να παράγουμε όσα παράγονται στη νοτιοανατολική Ασία, αν και έχουμε, όπως είπε, το μειονέκτημα του κόστους που εδώ είναι αυξημένο κατά 30%.
Τέλος, η κα. Samantha Gross, Διευθύντρια Ενεργειακής Ασφάλειας και Κλιματικής Πρωτοβουλίας του Ιδρύματος Brookings, χαρακτήρισε δύσκολη την απόφαση που ελήφθη για απομάκρυνση από τη Ρωσία σε ενεργειακό επίπεδο, καθώς έμοιαζε αξιόπιστος εταίρος και παρείχε καλές τιμές. Αναρωτήθηκε σε ποια χώρα θα έπρεπε να βασιστούμε στη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης και αν αυτή θα έπρεπε να είναι η Κίνα για να απαντήσει αρνητικά και να δώσει το παράδειγμα των ΗΠΑ που εστίασαν στην οικοδόμηση δικών τους υποδομών και διυλιστηρίων. Σε σχέση με τα φωτοβολταϊκά, είπε ότι Ευρώπη και ΗΠΑ δεν θα γίνουν μέγα παραγωγοί, τονίζοντας όμως ότι έχουν τεράστιες αγορές και μπορούν να πολλαπλασιάσουν τα πλεονεκτήματά τους.