Η Ελλάδα είναι μια μικρή ανοικτή οικονομία (small open economy). Μικρή υπό την έννοια ότι οι φορείς της, ήτοι τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και η κυβέρνηση είναι λήπτες τιμών στις διεθνείς αγορές, δηλαδή μέσω των αποφάσεών τους δεν μπορούν να επηρεάσουν τις διεθνείς τιμές αγαθών, υπηρεσιών, χρήματος και κεφαλαίου. Ανοικτή καθότι οι φορείς της έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν και να πωλούν, να δανείζουν και να δανείζονται, αγαθά, υπηρεσίες και χρηματικά κεφάλαια αντίστοιχα στις διεθνείς αγορές.
Τα παραπάνω σημειώνει η Eurobank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της. Χρησιμοποιώντας ως μέτρο του βαθμού εξωστρέφειας μιας οικονομίας το άθροισμα των εξαγωγών και των εισαγωγών ως προς το ΑΕΠ, παρατηρούμε ότι η ελληνική οικονομία είναι σήμερα περισσότερο ανοικτή σε σύγκριση με τη δεκαετία του 2000, πόσω δε μάλλον σε σχέση με το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990.
Παρόμοια ποιοτικά χαρακτηριστικά καταγράφονται και στην Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, το άθροισμα της αξίας των ελληνικών εξαγωγών και εισαγωγών από 37,1% του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές το 1995 ενισχύθηκε στο 58,4% το 2000 (53,9% και 69,4% αντίστοιχα στην Ευρωζώνη), ενώ για τα επόμενα 10 χρόνια κυμάνθηκε γύρω από έναν μέσο όρο της τάξης του 52,4%.
Από το 2011 καταγράφεται εκ νέου ενίσχυση του βαθμού εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, με το άθροισμα της αξίας των εξαγωγών και των εισαγωγών να διαμορφώνεται στο 81,9% του ΑΕΠ το 2019 (93,0% στην Ευρωζώνη), ενώ το 2022, ήτοι τη χρονιά της ενεργειακής κρίσης, σημειώθηκε κορύφωση στο 106,9% του ΑΕΠ (108,2% στην Ευρωζώνη). Ωστόσο, η τελευταία παρατήρηση αντανακλά σε σημαντικό βαθμό την επίδραση των αυξημένων τιμών ενέργειας, πρώτων υλών και άλλων αγαθών στην αξία των εισαγωγών και των εξαγωγών εμπορευμάτων.
Αφαιρώντας την επίδραση της αύξησης των τιμών, δηλαδή υπολογίζοντας το άθροισμα της αξίας των εξαγωγών και των εισαγωγών σε σταθερές τιμές, παρατηρούμε ότι η ενίσχυση του βαθμού εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας ήταν ηπιότερη στο 81,9% του πραγματικού ΑΕΠ το 2022 από 76,9% το 2019 (95,3% και 100,4% αντίστοιχα στην Ευρωζώνη).
Είτε ο υπολογισμός γίνει σε τρέχουσες είτε σε σταθερές τιμές, το κεντρικό συμπέρασμα της διεύρυνσης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας από το 2011 μέχρι σήμερα δεν αλλάζει. Εντούτοις, υπολογίζοντας το άθροισμα των εξαγωγών και των εισαγωγών ως προς το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, παρατηρούμε ότι η ελληνική οικονομία παραμένει λιγότερο ανοιχτή σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, με τη διαφορά να ανέρχεται σε 18,5 μονάδες του ΑΕΠ το 2022 από το ιστορικό υψηλό των 24,7 μονάδων το 2011. Τα οφέλη από την ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας είναι σημαντικά (ενίσχυση του ανταγωνισμού, εισαγωγή και διάχυση νέων τεχνολογιών και καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και διάθεσης προϊόντων, διεύρυνση αγορών κ.α), ωστόσο ελλοχεύουν κίνδυνοι όταν μια τέτοια εξέλιξη δεν συνδυάζεται με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και με συνετή δημοσιονομική πολιτική.
Μείωση του εμπορικού ελλείμματος
Βάσει των στοιχείων που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ για τις εμπορευματικές συναλλαγές της ελληνικής οικονομίας τον Ιουν-23 (7/8/2023), το εμπορικό ισοζύγιο, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στις εξαγωγές και τις εισαγωγές εμπορευμάτων, διαμορφώθηκε σε έλλειμμα €2.597,8 εκατ. σε τρέχουσες τιμές, μικρότερο κατά €455,3 εκατ. (14,9%) σε σύγκριση με το έλλειμμα του Ιουν-22, μεγαλύτερο ωστόσο κατά €608,9 εκατ. (30,6%) σε σχέση με το έλλειμμα του Ιουν-21. Για το σύνολο του πρώτου εξαμήνου 2023, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ήταν €14.919,7 εκατ., παρουσιάζοντας συρρίκνωση κατά €3.177,3 εκατ. (17,6%) σε σύγκριση με το αντίστοιχο έλλειμμα του προηγούμενου έτους, παρά ταύτα ήταν μεγαλύτερο κατά €4.659,3 εκατ. (45,4%) σε σχέση με το αντίστοιχο έλλειμμα του 2021.
Η μείωση του εμπορικού ελλείμματος το πρώτο εξάμηνο 2023 προήλθε:
(α) από τη μείωση των εισαγωγών πετρελαιοειδών (€2.970,6 εκατ., 21,9%) η οποία ήταν μεγαλύτερη από τη συρρίκνωση των αντίστοιχων εξαγωγών (€1.253,4 εκατ., 14,2%), φανερώνοντας τη μεγαλύτερη ευαισθησία που παρουσιάζουν οι εισαγωγές σε σχέση με τις εξαγωγές στις μεταβολές των διεθνών τιμών του πετρελαίου, και
(β) από την αύξηση των εξαγωγών εκτός πετρελαιοειδών και πλοίων αγαθών (€950,9 εκατ., 5,5%) και τη μείωση των αντίστοιχων εισαγωγών (€467,5 εκατ., 1,5%). Οι εν λόγω μεταβολές είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των εμπορικών ελλειμμάτων των πετρελαιοειδών και των εκτός πετρελαιοειδών και πλοίων αγαθών κατά €1.717,2 εκατ. (36,2%) και €1.418,4 εκατ. (10,7%) αντίστοιχα.