Η αντίστροφη μέτρηση για τη στροφή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προς μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική έχει ξεκινήσει, με τις ελληνικές τράπεζες να προετοιμάζονται για σημαντικές αλλαγές στα έσοδά τους.

Η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει σε τρεις διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων της τάξης του 0,25% μέσα στο 2025, οδηγώντας το βασικό επιτόκιο καταθέσεων από το 2,5% στο 1,75%.

Το νέο αυτό περιβάλλον δημιουργεί προκλήσεις αλλά και ξεκάθαρες ευκαιρίες για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, που φαίνεται έτοιμο να τις αξιοποιήσει.

Οι προβλέψεις αυτές γίνονται υπό το βάρος ενός πιο ασταθούς διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος, με την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ να προκαλεί επιβράδυνση στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης και να περιορίζει τις προσδοκίες για πληθωρισμό.

Η επίδραση των δασμών που επαναφέρει ο Ντόναλντ Τραμπ και η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων έχουν ήδη οδηγήσει την ΕΚΤ σε αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για την ανάπτυξη, με την πρόβλεψη να πέφτει στο 1% από 1,3%.

Παράλληλα, ο πληθωρισμός φαίνεται να αποκλιμακώνεται προς τον στόχο του 2%, ενισχύοντας το σενάριο για μειώσεις επιτοκίων.

Στελέχη της ΕΚΤ, όπως η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, επιβεβαιώνουν δημόσια ότι υπάρχει περιθώριο περαιτέρω χαλάρωσης.

Την ίδια στιγμή, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας εκτιμά ότι η αρνητική επίδραση των εμπορικών δασμών στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης μπορεί να φτάσει το 0,5%-1%, κάνοντας πιο αναγκαία μια πιο ήπια νομισματική στάση.

Βγαίνουν για «ψώνια» εντός και εκτός συνόρων με γεμάτο πορτοφόλι οι τράπεζες

Πώς μεταφράζεται η μείωση των επιτοκίων για τις ελληνικές τράπεζες

Οι ελληνικές τράπεζες είχαν προετοιμαστεί εγκαίρως για την προοπτική μείωσης επιτοκίων, υιοθετώντας συντηρητικές προβλέψεις και πολιτικές αντιστάθμισης κινδύνου.

Από τα τέλη του 2023 είχαν θωρακίσει τους ισολογισμούς τους απέναντι στο ενδεχόμενο απώλειας εσόδων από χαμηλότερα επιτόκια.

Ωστόσο, καθώς το σενάριο των μειώσεων αποδυναμώνεται ή επιβραδύνεται, προκύπτει ένα επιπλέον απρόσμενο όφελος: η πιθανότητα η ΕΚΤ να διακόψει προσωρινά τη μείωση των επιτοκίων, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του 2025.

Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, ένα τέτοιο «διάλειμμα» θα μπορούσε να μεταφραστεί σε αύξηση εσόδων έως και 200 εκατ. ευρώ συνολικά για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες, ποσό που δεν είχε ενσωματωθεί στα αρχικά επιχειρηματικά τους πλάνα.

Η επίπτωση ανά 25 μονάδες βάσης (0,25%) διαφοροποιείται ανάλογα με την τράπεζα.

Η Alpha Bank υπολογίζει θετική επίδραση 15 εκατ. ευρώ, η Πειραιώς και η Εθνική Τράπεζα περίπου 25 εκατ. ευρώ, ενώ η Eurobank μπορεί να δει έως και 40 εκατ. ευρώ πρόσθετα έσοδα.

Σε περίπτωση που οι μειώσεις επιτοκίων καθυστερήσουν ή σταματήσουν εντελώς, τότε οι επιπτώσεις γίνονται ακόμα πιο θετικές: αναλυτές εκτιμούν ότι το όφελος για κάθε τράπεζα θα μπορούσε να διπλασιαστεί, φτάνοντας ακόμα και τα 80 εκατ. ευρώ ετησίως για την Eurobank.

Τα τρία «καυτά» ερωτήματα των επενδυτών για τις τράπεζες το 2025 - Σταθερή κερδοφορία, αναβάθμιση μερισματικής πολιτικής και εξαγορές εντός και εκτός συνόρων κρίνουν το success story των τραπεζών

Το διαφορετικό προφίλ κάθε τράπεζας

Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες προσήλθαν στη νέα χρονιά με διαφορετικές προβλέψεις για την πορεία της νομισματικής πολιτικής.

Η Εθνική Τράπεζα ήταν αυτή που είχε υιοθετήσει το πιο επιθετικό σενάριο, προβλέποντας μείωση επιτοκίων της ΕΚΤ στο 2% ήδη από τον Ιούνιο του 2024. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτό το σενάριο, είχε προβλέψει υψηλό περιθώριο (margin) 2,8%, επιτυγχάνοντας έτσι ένα δίχτυ προστασίας στα έσοδά της.

Η Eurobank είχε υιοθετήσει πιο συγκρατημένες προβλέψεις αλλά είναι και η πιο ευαίσθητη σε μεταβολές επιτοκίων. Μεγάλο μέρος των εσόδων της εξαρτάται από τα επιτόκια, άρα κάθε αναβολή στη μείωση λειτουργεί υπέρ της.

Η Alpha Bank, από την πλευρά της, επέλεξε πιο συντηρητική τιμολόγηση και προετοιμασία, κάτι που την καθιστά πιο σταθερή απέναντι στις διακυμάνσεις. Αν και η αρχική εκτίμηση έδειχνε μικρότερη θετική επίπτωση ανά 0,25%, το γεγονός ότι έχει περιορισμένο ρίσκο, την τοποθετεί σε πλεονεκτική θέση σε μακροχρόνιο ορίζοντα.

Η Τράπεζα Πειραιώς, ενισχυμένη κεφαλαιακά και με επαναλαμβανόμενα οργανικά κέρδη, έχει επίσης προνοήσει για την περίπτωση σταθεροποίησης των επιτοκίων. Η επίδραση στα έσοδά της είναι αξιόλογη και προσμετράται θετικά στα επιχειρηματικά της σχέδια.

Πανευρωπαϊκό θέμα συζήτησης τα επικείμενα τραπεζικά deals του 2025 - Αμοιβαία κεφάλαια

Το γενικότερο οικονομικό πλαίσιο

Οι αποφάσεις της ΕΚΤ δεν λαμβάνονται σε κενό. Η παγκόσμια συγκυρία, με τις ΗΠΑ να διατηρούν υψηλά επιτόκια λόγω επίμονου πληθωρισμού και τον Ντόναλντ Τραμπ να κλιμακώνει την εμπορική του ρητορική, δυσχεραίνει την πρόβλεψη για την παγκόσμια ανάπτυξη.

Παράλληλα, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Fed δείχνουν πρόθεση διατήρησης των επιτοκίων στα σημερινά επίπεδα, δημιουργώντας έναν διεθνή κύκλο σταθεροποίησης.

Σε αυτό το περιβάλλον, η ΕΚΤ εμφανίζεται διστακτική. Αν και η επικεφαλής Κριστίν Λαγκάρντ άφησε να εννοηθεί ότι υπάρχει περιθώριο μειώσεων, οι πρόσφατες τοποθετήσεις της δείχνουν ότι εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο παύσης για να αποτιμηθεί η συνολική επίδραση των προηγούμενων μειώσεων.

Η αντίδραση των αγορών είναι ενδεικτική: το Euribor τριμήνου, που κινήθηκε αρχικά ανοδικά, έχει επιστρέψει στα χαμηλότερα επίπεδα διετίας, στο 2,426%.

Πρόκειται για το πιο φιλικό περιβάλλον για δανειολήπτες την τελευταία πενταετία, αλλά και ένα επίπεδο που προσφέρει επαρκή περιθώρια κερδών στις τράπεζες.

Τι δείχνει το μέλλον

Το δεύτερο εξάμηνο του 2025 θα κρίνει πολλά για τις ευρωπαϊκές οικονομίες και κατ’ επέκταση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Αν η ΕΚΤ επιλέξει να επιβραδύνει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ή να τη διακόψει προσωρινά, τότε οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να αποκομίσουν σημαντικά πρόσθετα έσοδα, βελτιώνοντας περαιτέρω την κερδοφορία και τη δυνατότητα χρηματοδότησης της οικονομίας.

Το βασικό συμπέρασμα είναι πως, αυτή τη φορά, οι ελληνικές τράπεζες δεν αιφνιδιάστηκαν.

Αντιθέτως, βρέθηκαν μπροστά από τις εξελίξεις και επένδυσαν στη στρατηγική πρόβλεψη.

Σε έναν χρηματοπιστωτικό κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες, το γεγονός αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό πλεονέκτημα.

Διαβάστε ακόμη: