Περισσότεροι από 1,6 εκατομμύρια πολίτες (αμειβόμενοι με κατώτατο στον ιδιωτικό τομέα, δημόσιοι υπάλληλοι, πολίτες που λαμβάνουν επιδόματα και παροχές που βασίζονται στον κατώτατο, τριετίες) αναμένεται να ωφεληθούν από την νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ έμμεσα επηρεάζεται και ο μέσος μισθός.

Αυτό τουλάχιστον επισημαίνει το υπουργείο Εργασίας, σημειώνοντας παράλληλα ότι από το 2019, η συνολική αύξηση κατώτατου μισθού φτάνει 180 € (27,7%), ενώ η συνολική αύξηση μέσου μισθού τα 296 € (28,3%).

Υπενθυμίζεται ότι, από 1/4/2024, ο μηνιαίος κατώτατος μισθός είχε ήδη αυξηθεί στα 830 € από 650 € το 2019, αύξηση 27,7%.

Την ίδια στιγμή, ο μέσος μισθός αυξήθηκε από 1.046 € το 2019 σε 1.342 € σήμερα, αύξηση 28,3%.

Στόχος είναι έως το 2027 ο κατώτατος μισθός να έχει φτάσει τα 950 € και ο μέσος τα 1.500 €.

Παράλληλα, οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν ήδη μειωθεί κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες.

Είναι προγραμματισμένη ακόμα μια μείωση μισής ποσοστιαίας μονάδας το 2027 (συνολική μείωση σχεδόν 6 ποσοστιαίες μονάδες από το 2019), ενώ εφαρμόστηκε η μείωση στις ασφαλιστικές εισφορές υπερεργασίας, υπερωριών, νυκτερινών και αργιών.

Επιπλέον, και σύμφωνα με τα στοιχεία του Εργάνη, 53,7% των εργαζομένων στην Ελλάδα λαμβάνουν μισθό πάνω από 1.000 €, έναντι 46,3% το 2023 και 36,3% το 2019.

Ο μέσος μισθός διαμορφώθηκε στα 1.342 € το 2024, αύξηση 7,2% σε σχέση με το 2023 (1.251 €) και 28,3% από το 2019 (1.046 €).

Συν τοις άλλοις, ο ρυθμός αύξησης των θέσεων εργασίας το 2024 ήταν διπλάσιος σε σύγκριση με το 2023 (93.312 επιπλέον εργαζόμενοι έναντι 47.246 επιπλέον εργαζομένων).

To Μαξίμου δεν θέλει κόντρα με τους δικαστικούς - Τα επικοινωνιακά τρικ του Άδωνι

Το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον

Σε ό,τι αφορά τις συνιστώσες που λήφθηκαν υπόψη για την νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, αυτοί είναι οι εξής:

Ανάπτυξη ΑΕΠ 2024:

Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμούς υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3%.

Κύρια Συνιστώσα Ανάπτυξης:

Οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 4,5% το 2024. Αναμένεται ότι θα αυξηθούν σημαντικά και το 2025 και το 2026, υπερβαίνοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η αύξηση των επενδύσεων σηματοδοτεί αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Ανεργία / Απασχόληση:

Ο ρυθμός μείωσης της ανεργίας δεν φθίνει – Αντιθέτως βρίσκεται σε χαμηλό 17ετίας (8,7% για τον Ιανουάριο 2025). Δημιουργήθηκαν 93.312 νέες θέσεις εργασίας εντός του 2024, ενώ η Ελλάδα παρουσίαση τη μεγαλύτερη αύξηση απασχόλησης για το τέταρτο τρίμηνο 2024.

Πληθωρισμός:

Ο ετήσιος πληθωρισμός μειώθηκε στο 3,0% από 4,2% το 2023. Οι προβλέψεις για το 2025 είναι ότι θα κυμανθεί στο 2,5%. Το αυξημένο κόστος ενέργειας πλήττει δυσανάλογα τα νοικοκυριά που βρίσκονται χαμηλότερα στην εισοδηματική κατανομή.

Στεγαστικό:

Οι προβλέψεις της Eurostat δείχνουν ότι έως το 2025 το κόστος στέγασης θα ξεπεράσει το 35% του διαθέσιμου εισοδήματος του μέσου ελληνικού νοικοκυριού. Το γεγονός αυτό θα επιβαρύνει την αγοραστική του δύναμη.

Οι μισθοί στην Ελλάδα: Τα «ρετιρέ» και οι χαμηλόμισθοι – Τα επαγγέλματα με τις υψηλότερες αποδοχές

Οι λεπτομέρειες της νέας αύξησης

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, από την 1η Απριλίου 2025 ο κατώτατος μισθός αυξάνεται κατά 6,02% και διαμορφώνεται αναλυτικά ως εξής:

Για τους υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης κατά 50 ευρώ και θα διαμορφωθεί, από τα 830 ευρώ που βρίσκεται σήμερα, στα 880 ευρώ. Στην πράξη, 34-43 ευρώ καθαρά τον μήνα (473-606 ευρώ καθαρά τον χρόνο αύξηση).

Ακολούθως, το ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών από 37,07 ευρώ θα ανέλθει στα 39,30 ευρώ. Από το 2019 μέχρι σήμερα έχει δοθεί σωρευτική αύξηση κατά 230 ευρώ μηνιαίως στον κατώτατο μισθό, ποσό που αντιστοιχεί σε 3.220 ευρώ ετησίως.

Κατόπιν της νέας αυτής αύξησης, από το 2019 μέχρι το 2025 έχει σημειωθεί αύξηση κατά 35,4% στον κατώτατο μισθό, αύξηση που τοποθετεί τη χώρα μας στην 11η θέση στη σχετική κατάταξη των κρατών μελών της Ε.Ε. που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό.

Οι πέντε διαδοχικές αυξήσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής που θα γίνει από 1ης Απριλίου, που έχουν σημειωθεί από το 2019 μέχρι σήμερα, υπερκαλύπτουν την αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή στο ίδιο διάστημα (18,1%).

Από την αύξηση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου ωφελούνται άμεσα πάνω από 1,6 εκατομμύρια πολίτες μεταξύ των οποίων:

• περισσότεροι από 575 χιλιάδες εργαζόμενους που αμείβονται με κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα.
• Δημόσιοι υπάλληλοι που επίσης θα δουν αύξηση.
• Όσοι λαμβάνουν επιδόματα που εξαρτώνται από τον κατώτατο μισθό (όπως το επίδομα μητρότητας, γάμου, γονικής άδειας, ανεργίας), ενώ συμπαρασύρονται και οι τριετίες.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού σημαίνει πρόσθετο μικτό εισόδημα 700 ευρώ σε ετήσια βάση, κάτι που αντιστοιχεί σε καθαρό όφελος 473 ευρώ για εργαζόμενους χωρίς παιδιά ή ένα παιδί και 606 ευρώ για εργαζόμενους με 2 ή περισσότερα παιδιά. Αναλυτικότερα, εργαζόμενοι χωρίς τέκνα θα λαμβάνουν από 1η Απριλίου 743 ευρώ από 709 ευρώ που λαμβάνουν σήμερα, εργαζόμενοι με ένα τέκνο θα λαμβάνουν 752 ευρώ από 718 ευρώ που λαμβάνουν σήμερα και εργαζόμενοι με δύο ή περισσότερα παιδιά θα λαμβάνουν 762 ευρώ από 719 ευρώ που λαμβάνουν σήμερα.

Ειδικότερα, το καθαρό όφελος για τους εργαζόμενους διαμορφώνεται ως εξής:

• Εργαζόμενος χωρίς τέκνα: 743 € καθαρά/μήνα (αύξηση 34 €/μήνα), 473 € καθαρή ετήσια αύξηση, καθαρή ετήσια αύξηση από το 2019: 2.735 €.
• Εργαζόμενος με ένα τέκνο: 752 € καθαρά/μήνα (αύξηση 34 €), 473 € καθαρή ετήσια αύξηση, καθαρή ετήσια αύξηση από το 2019: 2.856 €.
• Εργαζόμενος με 2+ τέκνα: 762 € καθαρά/μήνα (αύξηση 43 €), 606 € καθαρή ετήσια αύξηση, καθαρή ετήσια αύξηση από το 2019: 3.010 €.

Επισημαίνεται ότι οι σχετικές εισηγήσεις των κοινωνικών εταίρων ήταν η αύξηση να κυμανθεί μεταξύ 3-5%, αλλά βάσει συνιστωσών που ελήφθησαν υπόψη όπως ο πληθωρισμός και το στεγαστικό, προκρίθηκε η επιλογή η αύξηση να είναι μεγαλύτερη, στο 6,02%.

Κομισιόν: Εύσημα αλλά και συστάσεις για Ελλάδα – Καμπανάκι για 7 χώρες

Οι μισθολογικές εξελίξεις στο δημόσιο

Παράλληλα, θα υπάρξει οριζόντια αύξηση των αποδοχών όλων των δημοσίων υπαλλήλων κατά 30 ευρώ, που έρχεται σε συνέχεια της περσινής σημαντικής αύξησης των αποδοχών.

Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι αυξήθηκαν κατά 70 ευρώ μηνιαίως οι μισθοί όλων των δημοσίων υπαλλήλων, η οικογενειακή παροχή κατά 20 έως 50 ευρώ, τα επιδόματα θέσης ευθύνης και παραμεθορίων περιοχών κατά 30%, τα έξοδα μετακίνησης, ενώ έγιναν σημαντικές παρεμβάσεις στα ειδικά μισθολόγια των ιατρών, των ένστολων, των μελών ΔΕΠ και των δικαστικών.

Επίσης πέραν της οριζόντιας αύξησης των 30 ευρώ για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους το κόστος της οποίας υπολογίζεται σε 215 εκατ. ευρώ για το 2025, από φέτος εφαρμόζονται επιπλέον τα ακόλουθα μέτρα για αύξηση των καθαρών αποδοχών του δημοσίου:

• Αυτοτελής φορολόγηση της αποζημίωσης των εφημεριών των ιατρών του ΕΣΥ, με κόστος 40 εκατ. ευρώ.
• Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1 μονάδα και στο δημόσιο από 1/1/2025. Από τα 440 εκατ. ευρώ του κόστους της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, τα 83 εκατ. ευρώ αφορούν το δημόσιο τομέα.
• Μη συμψηφισμός της προσωπικής διαφοράς δημοσίων υπαλλήλων κατά τη μισθολογική τους εξέλιξη εφόσον αυτή ανέρχεται έως 300 ευρώ και μερικός συμψηφισμός για υψηλότερες προσωπικές διαφορές. Αφορά περίπου 40.000 δημοσίους υπαλλήλους με ετήσιο κόστος 12 εκατ. ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 5 εκατ. ευρώ ετησίως.
• Διεύρυνση του κινήτρου επίτευξης στόχων στο δημόσιο, με ετήσιο κόστος 40 εκατ. ευρώ.
• Αύξηση της νυχτερινής αποζημίωσης των ενστόλων από 1/1/2025, με ετήσιο κόστος 25 εκατ. ευρώ.
• Από 1η Ιουλίου ενισχύονται περαιτέρω τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας (αφορά 156.000 ένστολους) με το επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας και επικινδυνότητας, λαμβάνοντας ενίσχυση 100 ευρώ μηνιαίως, με εκτιμώμενο συνολικό κόστος 111 εκατ. ευρώ για το 2025 και 222 εκατ. ευρώ για το 2026.

Μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική σταθερότητα καθορίζουν την αναπτυξιακή πορεία

Το δημοσιονομικό κόστος

Συνεπώς για το 2025 οι ανωτέρω παρεμβάσεις έχουν δημοσιονομικό κόστος 526 εκατ. ευρώ.

Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος των παρεμβάσεων που έχουν γίνει από το 2023 έως το 2025 εκτιμάται σε 2,07 δισ. ευρώ.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το συνολικό μισθολογικό κόστος του δημοσίου (συμπεριλαμβανομένων εργοδοτικών εισφορών) το 2022 ανέρχονταν σε 18,8 δισ. ευρώ, οι ανωτέρω αυξήσεις αποδοχών και μειώσεις φόρων αντιστοιχούν στο 11% του ετήσιου μισθού ή μεσοσταθμικά σε 1,3 μηνιαίους μισθούς.

Προοπτικές, προκλήσεις και κίνδυνοι για την οικονομία

Εισοδήματα και πληθωρισμός

Η αλήθεια είναι ότι με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2019, είναι σχεδόν διπλάσια από τον σωρευτικό πληθωρισμό της ίδιας περιόδου, προστατεύοντας έτσι το πραγματικό εισόδημα.

Ωστόσο είναι επίσης γεγονός ότι, το φαινόμενο της ακρίβειας, έχει ροκανίσει τα τελευταία χρόνια την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το 2023 ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 21.004 PPS, με τη χώρα μας να καταλαμβάνει την τελευταία θέση στη σχετική κατάταξη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.

Έρχονται δύσκολα χρόνια: Το δημόσιο χρέος της χώρας, που μειώθηκε, αλλά…αυξήθηκε

H αγοραστική δύναμη

Το στοιχείο αυτό δείχνει, σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ότι η αγοραστική δύναμη του μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης στη χώρα μας, τουλάχιστον όσον αφορά τη συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, ήταν το 2023 χαμηλότερη έναντι της αντίστοιχης σε οικονομίες σχετικά χαμηλού εισοδήματος, όπως τα κράτη-μέλη των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης. Μάλιστα, η απόκλισή του ήταν αρκετά μεγάλη σε ορισμένες περιπτώσεις.

Ενδεικτικά, συγκριτικά με τη Βουλγαρία ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης στη χώρα μας το 2023 υπολειπόταν κατά 1.365 PPS, σε σχέση με τη Σλοβακία κατά 2.743 PPS, με την Ουγγαρία κατά 3.100 PPS, ενώ σε σχέση με τη Ρουμανία και την Κροατία κατά 9.945 και 10.485 PPS αντίστοιχα.

Έναντι του μέσου όρου της ΕΕ, οι μέσες ετήσιες προσαρμοσμένες αποδοχές πλήρους απασχόλησης σε όρους PPS στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν το 2023 μόλις στο 55,5%. Τα στοιχεία αποτυπώνουν το έλλειμμα ευημερίας που αντιμετωπίζουν σήμερα οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα εξαιτίας της χαμηλής αγοραστικής δύναμης των αποδοχών τους συγκριτικά με το αντίστοιχο επίπεδο στον μέσο όρο της ΕΕ αλλά και σε άλλα γειτονικά κράτη.

Όπως επεσήμανε άλλωστε σε πρόσφατη ανάλυση η τράπεζα Eurobank, αυτό που χαρακτηρίζεται ως «ακρίβεια» στην καθημερινότητα των πολιτών δεν αποτυπώνεται στον πληθωρισμό ενός έτους αλλά στη σωρευτική άνοδο του επιπέδου των τιμών των τελευταίων ετών. Έτσι, η συνολική αύξηση του ΕνΔΤΚ στην Ελλάδα τα 5 τελευταία χρόνια ανέρχεται σε 16,4%, έναντι 20,3% στην Ευρωζώνη.

Στις επί μέρους ομάδες αγαθών και υπηρεσιών η υψηλότερη σωρευτική αύξηση καταγράφεται στη διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά με 32,5%.

Οι υψηλές τιμές των τροφίμων πλήττουν περισσότερο τα νοικοκυριά που βρίσκονται στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια καθότι για αυτά τα νοικοκυριά η βαρύτητα που έχουν τα τρόφιμα στο «καλάθι» τους είναι αναλογικά μεγαλύτερη.

Οι επιπτώσεις της σωρευτικής αύξησης των τιμών στην αγοραστική δύναμη του εισοδήματος των πολιτών που προέρχεται από εξαρτημένη εργασία αντισταθμίζονται σε έναν βαθμό από την αύξηση των αμοιβών ανά απασχολούμενο.

Για το σύνολο της 5ετίας 2020-2024 οι ονομαστικές αμοιβές ανά απασχολούμενο καταγράφουν σωρευτική αύξηση 13,2%, δηλαδή άνοδο που δεν ξεπερνά την αντίστοιχη του γενικού επιπέδου των τιμών (16,1%).

Πάντως, οι ονομαστικές αμοιβές ανά απασχολούμενο το 9μηνο Ιαν-Σεπ-24 ήταν ενισχυμένες σε ετήσια βάση κατά 7,6%, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον πληθωρισμό.

Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και το ΙΕΛΚΑ, σε σχετική έρευνα για τις τιμές των τροφίμων την τελευταία 15ετία.

Ειδικότερα, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί την τελευταία 15ετία κατά 38,97%, ενώ στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 56,17%, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε κατά 44% μεγαλύτερη αύξηση τιμών από την Ελλάδα. Η Ελλάδα παρουσίασε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης τιμών 2,59% ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση 3,74%.

Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της αύξησης καταγράφηκε από το 2021 και μετά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Συγκεκριμένα από το 2010 έως το 2011 η Ελλάδα κατέγραψε αύξηση τιμών 8,14% με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 0,67% ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση 21,11% με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,75%, δηλαδή τριπλάσιο αυτού της Ελλάδας. Από το 2021 έως το 2024 οι τιμές στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 28,50% με μέση ετήσια αύξηση 9,50% ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά 28,94% με μέση ετήσια αύξηση 9,64%.

Δημοσιονομικό Συμβούλιο

To διαθέσιμο εισόδημα

Η κύρια διαφορά όμως είναι στο διαθέσιμο εισόδημα.

Συγκεκριμένα, την εξεταζόμενη περίοδο οι τιμές τροφίμων στην Ελλάδα (2010-2023 καθώς για το 2024 δεν υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα στοιχεία για το εισόδημα) αυξήθηκαν κατά 34,81%, αλλά το διαθέσιμο εισόδημα 2010-2023 κατά μόλις 14,79%, από 17.005 ευρώ σε 19.520 ευρώ κατά κεφαλήν.

Την ίδια περίοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι τιμές τροφίμων αυξήθηκαν μεν κατά 52,64%, κατά 51% δηλαδή περισσότερο από την Ελλάδα, αλλά το διαθέσιμο εισόδημα την περίοδο 2010-2023 αυξήθηκε κατά 46,29%, από 19.174 ευρώ σε 28.050 ευρώ κατά κεφαλήν και 214% περισσότερο από ότι στην Ελλάδα.

Διαβάστε ακόμη: