Η θετική ώθηση από το εκλογικό αποτέλεσμα προστίθεται στη διπλή δυναμική ανάκαμψης που χαρακτηρίζει αυτό το διάστημα την ελληνική οικονομία, όπως επισημαίνει στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία το ΙΟΒΕ.
Αφενός την έντονη ανάκαμψη που έλαβε χώρα μετά τη βαθιά ύφεση της πανδημίας. Αυτή χαρακτηρίστηκε από ισχυρή επιστροφή του τουρισμού, καθώς και αύξηση της κατανάλωσης, αλλά και μείωση της μεγάλης αβεβαιότητας που είχε προκληθεί, με αποτέλεσμα τη γενικότερη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας σε όλα τα πεδία.
Αφετέρου, τη μακροπρόθεσμη τάση ανάκαμψης από τη βαθιά δεκαετή κρίση, με κάλυψη του παραγωγικού κενού, καθώς εμπεδώθηκε σταδιακά μια στροφή στην κανονικότητα λειτουργίας της οικονομίας και απομακρύνθηκαν οι συνθήκες κρίσης. Στη θετική πορεία της οικονομίας συνέβαλαν κρίσιμα και οι ευρωπαϊκές πολιτικές, από τη νομισματική και τη δημοσιονομική πλευρά, οι οποίες υποστήριξαν τις επιμέρους οικονομίες συνεισφέροντας με αξιοπιστία μέσα στις πρόσφατες έντονες εξωγενείς κρίσεις.
Παρά τη θετική δυναμική και τις προοπτικές, το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις σε πολλά μέτωπα ώστε να βελτιωθεί η οικονομία, η δημόσια διοίκηση και συνολικά το επίπεδο ευημερίας στη χώρα. Επίσης, εισαγόμενες κρίσεις και διαταραχές στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον κάθε άλλο παρά αποκλείονται προσεχώς, και αυτές θα είναι κρίσιμο η χώρα να τις αντιμετωπίσει από την ισχυρότερη δυνατή θέση.
Σχετικά, οι τάσεις στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον είναι ανησυχητικές κυρίως σε σχέση με τη συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων για την αντιμετώπιση του επίμονου πληθωρισμού. Συνεπώς, οι προτεραιότητες που θα τεθούν από τη νέα κυβέρνηση θα παίξουν κρίσιμο ρόλο για την κατεύθυνση της οικονομίας κατά την τετραετία.
Οι προτεραιότητες για την οικονομική πολιτική
Ένα πρώτο ζήτημα που πρέπει λοιπόν να αντιμετωπιστεί, κατά το ΙΟΒΕ, είναι η διασφάλιση της ομαλής χρηματοδότησης της χώρας κατά τα επόμενα χρόνια με κόστος που δεν θα υπερβαίνει σημαντικά αυτό άλλων οικονομιών της ευρωζώνης. Αν και το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει ρυθμιστεί με μεσομακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά, η πλήρης αξιοπιστία της δημοσιονομικής πορείας είναι κρίσιμη, ιδίως γιατί στο εξωτερικό μας περιβάλλον υπάρχει συνεχιζόμενη πίεση με αύξηση επιτοκίων.
Η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας κατά τους επόμενους μήνες μπορεί να διευκολύνει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, αν και όσον αφορά το κόστος χρηματοδότησης έχει ήδη σε έναν βαθμό προεξοφληθεί. Θα είναι όμως επίσης κρίσιμη και ως ασπίδα προστασίας έναντι εξωτερικών αναταράξεων.
Η αξιολόγηση της οικονομίας σε αυτή τη διάσταση, δεν εξαρτάται τόσο από την προσωρινή δημοσιονομική εξισορρόπηση, που είναι βεβαίως απαραίτητη, όσο από το εάν μπορεί να υπάρχει στο επόμενο διάστημα δημοσιονομική σταθερότητα μαζί με συστηματική ανάπτυξη των εισοδημάτων. Αυτό προϋποθέτει συνέχεια στις δομικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα και τις αγορές.
Ένα δεύτερο ζήτημα αφορά τη βελτίωση του παραγωγικού υποδείγματος. Μια τέτοια εξέλιξη είναι διπλά κρίσιμη ενόψει της αρνητικής δημογραφικής προοπτικής, καθότι θα πρέπει να αντισταθμιστεί από αύξηση παραγωγικότητας αλλά και από προσέλκυση κεφαλαίου και ανθρώπων στη χώρα.
Αν και υπάρχει πρόοδος στην ενδυνάμωση της παραγωγής σε επιμέρους κλάδους, συνολικά υπάρχει ακόμη υστέρηση τόσο στην ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών όσο και στη διασύνδεση της εκπαίδευσης και της καινοτομίας με την παραγωγή.
Εφόσον το ζητούμενο είναι η σημαντική αύξηση των πραγματικών μισθών, αυτό μπορεί να επιτευχθεί συστηματικά μόνο εάν δημιουργούνται θέσεις εργασίας υψηλής αξίας. Αυτό οπωσδήποτε σημαίνει και στροφή της παραγωγής προς τις αγορές του εξωτερικού πολύ περισσότερο από ό,τι συμβαίνει έως τώρα.
Τέλος, κρίσιμο ζήτημα θα είναι η κατανομή θέσεων εργασίας και εισοδημάτων στον πληθυσμό.
Δεν έχει σημασία μόνο το μέσο ή το συνολικό εισόδημα σε μια χώρα αλλά και οι ευκαιρίες που δημιουργούνται για κοινωνική κινητικότητα όπως και η ευρύτερη κοινωνική συνοχή.
Η ανάπτυξη της οικονομίας σήμερα δημιουργεί ισχυρή τάση αύξησης αμοιβών σε περιοχές όπου υπάρχει έλλειψη προσφοράς, όπως στα περισσότερο εξειδικευμένα τμήματα της αγοράς εργασίας αλλά και σε αυτά της ανειδίκευτης εργασίας, όπως στις κατασκευές και την πρωτογενή παραγωγή.
Όμως, για πολλούς άλλους εργαζόμενους, η εργασιακή κατεύθυνση που έχουν και οι δεξιότητές τους δεν διασφαλίζουν εύκολα πορεία αύξησης αμοιβών, γεγονός που καθιστά αναγκαίες σχετικές παρεμβάσεις τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στα προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης και τη διασύνδεσή τους με την απασχόληση.
Η τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2023 σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, παραμένοντας ωστόσο σημαντικά υψηλότερος του μ.ό. στην ΕΖ.
Συγκεκριμένα, ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του εγχώριου ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο +2,1% (+1,0% στην ΕΖ), παραμένοντας θετικός για όγδοο τρίμηνο στη σειρά, ενώ σε τριμηνιαία βάση μειώθηκε, έστω και οριακά κατά -0,1%, μετά από δέκα συνεχή τρίμηνα ανοδικής πορείας.
Από την άλλη πλευρά οι βασικοί μοχλοί της μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά το α’ τρίμηνο του 2023, ήταν οι ισχυρές εξαγωγές σε συνδυασμό με την ανθεκτική ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου.
Ως προς τις ακριβείς εξελίξεις των συνιστωσών του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης της εγχώριας κατανάλωσης παρέμεινε θετικός (+2,3%), μειούμενος ωστόσο σταδιακά από το πρώτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Αρνητική συμβολή στην εγχώρια ανάπτυξη είχαν για πρώτη φορά μετά το τελευταίο τρίμηνο του 2019, οι επενδύσεις, οι οποίες συρρικνώθηκαν ετησίως κατά -0,7%, από +36,4% στο τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Ο αρνητικός ρυθμός μεγέθυνσης των επενδύσεων οφείλεται στη σημαντική ετήσια μείωση των αποθεμάτων (-29,7% από +132,9% στο προηγούμενο τρίμηνο), τα οποία συσσωρεύτηκαν εν μέσω της υψηλής αβεβαιότητας του προηγούμενου έτους.
Αντίθετα, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν ετησίως κατά +8,2%, από +14,8% ένα τρίμηνο νωρίτερα, ευνοούμενες από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και τη βελτίωση του εγχώριου οικονομικού κλίματος.
Ως προς τις εξελίξεις στο εξωτερικό ισοζύγιο της οικονομίας, σημαντική ήταν η ανάκαμψη των εξαγωγών μετά την αποκλιμάκωση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων.
Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αποτέλεσαν το βασικό μοχλό ανάπτυξης της εγχώριας οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους παρά τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως, παρουσιάζοντας ένα ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του +6,2%, από -1,2% στο προηγούμενο τρίμηνο.
Τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην ανοδική πορεία των εξαγωγών, είχαν οι εξαγωγές αγαθών (+5,6%) έναντι -2,9% το προηγούμενο τρίμηνο), με τις εξαγωγές υπηρεσιών να ακολουθούν (+6,2%) έναντι -3,4% το τέταρτο τρίμηνο).
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές
Από κει και πέρα, το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι, η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, η αργή αποκλιμάκωση του δομικού κυρίως πληθωρισμού, το σφιχτότερο δημοσιονομικό και νομισματικό περιβάλλον, η εκτέλεση του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», και η χορήγηση επενδυτικής βαθμίδας, πλέον καθοριστικοί παράγοντες της εξέλιξης του ΑΕΠ το 2023.
Η οικονομική μεγέθυνση θα στηριχθεί κατά κύριο λόγο από την ανθεκτική αγορά εργασίας και την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Μετά τη σταθερότητα τιμών των ενεργειακών προϊόντων και την επιβράδυνση του πληθωρισμού στις αρχές του τρέχοντος έτους, καθώς και την ανθεκτικότητα που επέδειξαν οι περισσότερες οικονομίες παγκοσμίως, οι δυσμενείς προβλέψεις σχετικά με την ανάπτυξη των οικονομιών το 2023 άρχισαν να αναθεωρούνται θετικά.
Ωστόσο, η συνέχιση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, σε συνδυασμό με την αργή αποκλιμάκωση του δομικού πληθωρισμού, και το σφιχτό δημοσιονομικό και νομισματικό περιβάλλον, διατηρούν την αβεβαιότητα και αναμένεται να αποτελέσουν τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες των οικονομικών μεγεθών κατά το 2023.
Η ιδιωτική κατανάλωση
Ειδικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί σημαντικά σε σχέση με το εκρηκτικό μεταπανδημικό επίπεδό της, λόγω κυρίως της συρρίκνωσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, καθώς και του αρνητικού ποσοστού αποταμίευσης του προηγούμενού έτους.
Αρνητικά στα διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών επιδρά κυρίως ο υψηλός και επίμονος πληθωρισμός σε αγαθά πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα, καθώς και η συρρίκνωση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης από το β’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους, μετά την ολοκλήρωση των εθνικών εκλογών.
Την ανοδική τους πορεία αναμένεται να διατηρήσουν οι επενδύσεις και το 2023, με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου εργαλείου του REPowerEU, καθώς και τους επιπρόσθετους πόρους που δύναται να «ξεκλειδώσουν» με την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την ελληνική οικονομία, να συμβάλλουν στην ευρύτερη ενδυνάμωση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Επιπλέον, η έγκαιρη επίτευξη σχηματισμού κυβέρνησης εξάλειψε τον κίνδυνο πολιτικής αστάθειας και οδήγησε σε σημαντική ενίσχυση του εγχώριου επενδυτικού κλίματος.
Οι παράγοντες που μειώνουν τη δυναμική των επενδύσεων
Από την άλλη, η διατήρηση της αβεβαιότητας, η αργή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, και η διαφαινόμενη διατήρηση των υψηλού κόστους χρηματοδότησης για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, είναι οι κύριοι παράγοντες που μειώνουν τη δυναμική των επενδύσεων κατά το τρέχον έτος.
Το διευρυμένο κόστος παραγωγής, λόγω των υψηλών τιμών των ενεργειακών και άλλων ενδιάμεσων αγαθών, καθώς και η αύξηση των ονομαστικών μισθών, σε συνδυασμό με το υψηλότερο κόστος δανεισμού από το τραπεζικό σύστημα, προβλέπεται να συμπιέσουν σημαντικά τα κέρδη των επιχειρήσεων, μειώνοντας τους διαθέσιμους επενδυτικούς πόρους.
Στο εξωτερικό ισοζύγιο, αναμένουμε μικρή βελτίωση το 2023, με αύξηση του μεριδίου υπηρεσιών στις εξαγωγές και του μεριδίου αγαθών στις εισαγωγές.
Συγκεκριμένα, η επιβράδυνση της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να συγκρατήσει το ρυθμό μεγέθυνσης των εισαγωγών, ενώ η βελτίωση του εξωτερικού περιβάλλοντος από τα μέσα του 2023, σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές προβλέψεις για τα τουριστικά έσοδα και την αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας που ενδέχεται να μειώσει τον υψηλό αποπληθωριστή κυρίως των εξαγωγών, αναμένεται να στηρίξουν τις τελευταίες.
Η δημοσιονομική εικόνα
Επιπλέον το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι μετά την επιτυχή εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού το 2022 το ισοζύγιο καθώς και το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού συνεχίζουν να υπερβαίνουν τους αντίστοιχους ταμειακούς στόχους στο α’ πεντάμηνο του τρέχοντος έτους, όπως αποτυπώνεται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2023.
Η υπεραπόδοση του δημοσιονομικού ισοζυγίου, οφείλεται στα μεγαλύτερα των αναμενόμενων έσοδα λόγω τεσσάρων θετικών παραγόντων: οικονομική, έστω και με φθίνοντα ρυθμό, ανάπτυξη, διασπορά ηλεκτρονικών πληρωμών, υψηλότερα έσοδα από έμμεσους φόρους λόγω πληθωρισμού και ανθεκτικής εγχώριας ζήτησης, και, τέλος, υψηλότερα έσοδα από φόρους εισοδήματος, λόγω της προοδευτικής κλίμακας.
Οι δαπάνες
Στην πλευρά των δαπανών, καταγράφηκε υποεκτέλεση έναντι του στόχου, λόγω της σταδιακής επιβράδυνσης των δημοσιονομικών παραβάσεων, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρουσιάζει, ωστόσο, η ανομοιογένεια μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δαπανών.
Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με το γενικότερο σύνολο, υπερεκτέλεση δαπανών καταγράφηκε σε κατηγορίες δαπανών που σχετίζονται με τη δημόσια κατανάλωση, επιδοτήσεις και κοινωνικές παροχές.
Επιπρόσθετα, παρά τη διεύρυνση του απόλυτου επιπέδου του δημοσίου χρέους το 2022, λόγω του δανεισμού της κυβέρνησης μέσω ομολόγων και της εκταμίευσης των δόσεων του δανειακού σκέλους του Ταμείου Ανάκαμψης, η ισχυρή ονομαστική επίδοση της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με τις θετικές δημοσιονομικές εξελίξεις, μείωσαν σημαντικά το λόγο του χρέους ως προς το εγχώριο ΑΕΠ (στο 171,3% το 2022).
Οι ευοίωνες προβλέψεις σχετικά με τη δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων κατά το τρέχον και τα προσεχή έτη, αναμένεται να επιτρέψουν την περαιτέρω αποκλιμάκωση του χρέους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις προβλέψεις που δημοσίευσε τον Μάιο του 2023, εκτιμά ότι το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα συρρικνωθεί στο 160,2% το 2023 και στο 154,4% το 2024.
Κατά το ΙΟΒΕ πάντως, ότι για τη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της εγχώριας οικονομίας είναι κρίσιμη η διασφάλιση της ομαλής χρηματοδότησης της χώρας το επόμενο χρονικό διάστημα, με κόστος που δε θα υπερβαίνει σημαντικά αυτό των άλλων οικονομιών της Ευρωζώνης.
Αν και το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει ρυθμιστεί με μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά, η δημοσιονομική πειθαρχία είναι κρίσιμη, ιδιαίτερα εν μέσω ενός διεθνούς περιβάλλοντος υψηλών επιτοκίων, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν υψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ξεκινά και η αποπληρωμή των δόσεων των δάνειων
Από το τρέχον έτος άλλωστε ξεκινά και η αποπληρωμή των δόσεων των δάνειων που έλαβε η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), καθώς και τα επόμενα χρόνια ξεκινά η αποπληρωμή άλλων δανείων που έλαβε η χώρα μας από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ (δάνεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, κ.τ.λ.), το ύψος των οποίων φτάνει περίπου τα €205 δισ. μέχρι το 2070 (€60 δισ. μέσα στην επόμενη δεκαετία).
Αυτές οι επιπλέον δαπάνες αποπληρωμής των χρεών προς την ΕΕ ίσως απαιτήσουν τη δημιουργία υψηλότερων δημοσιονομικών πλεονασμάτων ώστε να μην ανακύψουν ξανά σενάρια μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Τέλος, μια άλλη πηγή ανησυχίας σχετικά με το δημόσιο χρέος αποτελούν οι κρατικές εγγυήσεις προς τράπεζες (πρόγραμμα Ηρακλής), επιχειρήσεις, φυσικά πρόσωπα και δημόσιους φορείς το ύψος των οποίων προσεγγίζει τα €30 δισ.
Από την άλλη πλευρά, η χορήγηση της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο τρέχον έτος δύναται να διευκολύνει τη χρηματοδότηση του ελληνικού δημοσίου, αν και όσον αφορά το κόστος έχει ήδη σε ένα βαθμό προεξοφληθεί, αλλά και θα επιτρέψει τη χρήση των ομολόγων του ως ενέχυρα έναντι δανεισμού.