Λίγα μόλις «βήματα» χωρίζουν τις ελληνικές τράπεζες από την επιστροφή τους στην επενδυτική βαθμίδα, με τις εκτιμήσεις, τόσο της Τράπεζας της Ελλάδος, όσο και των αναλυτών, να συγκλίνουν πως η αναβάθμισή τους στην ανώτατη κατηγορία πιστοληπτικής αξιολόγησης είναι πλέον θέμα χρόνου.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η πρόσφατη αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική κατηγορία αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες έχουν ήδη μειώσει σημαντικά την απόσταση που τις χωρίζει από το ψηλότερο σκαλοπάτι της διαβάθμισης των οίκων.

Υπενθυμίζεται ότι στα μέσα Δεκεμβρίου ο S&P αναβάθμισε το αξιόχρεο τριών τραπεζών κατά μία βαθμίδα και μετέβαλε τις προοπτικές δύο τραπεζών σε θετικές από σταθερές, γεγονός που προοιωνίζεται την αναβάθμιση –σε σύντομο χρονικό διάστημα– του αξιόχρεού τους.

Επίσης, ο Fitch προέβη εξίσου σε μεταβολή των προοπτικών των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών σε θετικές από σταθερές.

«Επί του παρόντος, η απόσταση της πλέον ευνοϊκής μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής αξιολόγησης της κάθε σημαντικής τράπεζας σε επίπεδο Ομίλου από την επενδυτική κατηγορία έχει πλέον διαμορφωθεί σε δύο βαθμίδες για τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα (ΒΒ) και σε τρεις βαθμίδες για την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς (ΒΒ-)», αναφέρει χαρακτηριστικά στην ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής που δημοσιεύθηκε πρόσφατα.

Οι προϋποθέσεις

Όπως εξηγεί έμπειροι τραπεζική πηγή οι οικονομικές επιδόσεις που αναμένεται να ανακοινώσουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες μέχρι το τέλος Μαρτίου θεωρούνται εξαιρετικά κρίσιμες για την επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στην επενδυτική βαθμίδα.

Οι εγχώριοι τραπεζικοί όμιλοι απέχουν πλέον λίγα σκαλοπάτια από την εξασφάλιση του απαραίτητου πιστοποιητικού «ασφαλείας» από τους οίκους αξιολόγησης, προσθέτει ο ίδιος.

Σύμφωνα με τις εκθέσεις των τραπεζικών αναλυτών που βλέπουν το φως της δημοσιότητας της τελευταίες εβδομάδες, μετά την αναβάθμιση του αξιόχρεου του ελληνικού δημοσίου, έχει έλθει πλέον και η σειρά των τραπεζών να πετύχουν τον ίδιο στόχο.

Πρόκειται άλλωστε για μία εξέλιξη που θα συμβάλλει καθοριστικά στην υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδιασμών καθώς θα βελτιώσει τις συνθήκες χρηματοδότησής τους, καθιστώντας πιο εύκολη και με καλύτερους όρους την άντληση κεφαλαίων και ρευστότητας από τις αγορές.

Πρόκειται για νέα δεδομένα απαραίτητα για τη μεγέθυνση του ενεργητικού τους και την ενίσχυση της οργανικής τους κερδοφορίας, και τα οποία, μεταξύ άλλων θα συμβάλουν στην καθιέρωση μίας ελκυστικής μερισματικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια.

Ο δρόμος που διανύθηκε

Για να φτάσουν σήμερα οι τράπεζες να απέχουν λίγα βήματα από την επιστροφή τους στην επενδυτική κατηγορία, πέτυχαν την προηγούμενη τριετία μία μεγάλη βελτίωση στα βασικά οικονομικά τους μεγέθη, μέσω ενός ευρέος φάσματος μετασχηματισμού και μειώνοντας σημαντικά τους όποιους κινδύνους.

Συγκεκριμένα:

Οι δείκτες καθυστερήσεων έχουν υποχωρήσει ήδη από το γ΄ τρίμηνο του 2022 σε μονοψήφια ποσοστά έναντι 30% το 2020 και 13% το 2021.

Πλέον κινούνται στη ζώνη του 5%, ενώ μετά την ενεργοποίηση του τρίτου κύκλου του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής» επόμενος στόχος είναι το 3%, που θα τις φέρει μία ανάσα από τη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Αν και υπάρχει μια μικρή ανησυχία στη διαχείριση των νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που αναπόφευκτα θα δημιουργηθούν, καθώς τα επιτόκια διατηρούνται σε ιστορικά υψηλά στη ζώνη του ευρώ, όλοι οι τραπεζίτες με κάθε ευκαιρία διαβεβαιώνουν ότι μέχρι στιγμής οι ροές επισφαλειών παραμένουν σε απολύτως διαχειρίσιμα επίπεδα και μένει να φανεί εάν η κατάσταση θα παραμείνει ελεγχόμενη μέχρι την έναρξη του κύκλου χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.

Οι δείκτες ρευστότητας, παρά τις αποπληρωμές των δανείων της ΕΚΤ, παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Σημαντική συμβολή σε αυτό έχει η συνεχιζόμενη άνοδος της καταθετικής βάσης, που από το 2016 κινείται σταθερά με θετικό πρόσημο σε ετήσια βάση.

Παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες αύξησαν σε μικρό βαθμό τα επιτόκια των καταθέσεων, οι αποταμιευτές συνεχίζουν να τηρούν στους λογαριασμούς τους το μεγαλύτερο μέρος της ρευστότητάς τους.

Πρόκειται για επενδυτική στρατηγική η οποία ερμηνεύεται σε μεγάλο βαθμό από το χαμηλό μέσο ύψος κατάθεσης ανά πελάτη στην Ελλάδα.

Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν σημαντικά πάνω από τα ελάχιστα εποπτικά όρια, ενώ θα συνεχίσουν να αυξάνονται και κατά την εφετινή χρήση.

Αυτό κατέστη δυνατό τόσο με οργανικό τρόπο, μέσω της υψηλής κερδοφορίας της διετίας 2022 – 2023, όσο και με τις εκδόσεις ομολόγων που συνεχίζονται από τις τράπεζες για την επίτευξη των στόχων MREL.

Εκτιμάται ότι μέχρι και το τέλος του 2025 οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι θα αντλήσουν από τις αγορές περί τα 5 δισ. ευρώ, για τη διαμόρφωση του συνολικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στο 27%.

Ο σχεδιασμός αυτός ευνοείται από την επιστροφή του ελληνικού δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, η οποία οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης για εγχώριους τίτλους και σε μείωση των επιτοκίων.

Θα διευκολυνθεί δε από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη μέσα στη χρονιά, η οποία θα βελτιώσει τους όρους χρηματοδότησης των τραπεζών.

Οι τράπεζες εκτιμάται ότι θα παρουσιάσουν το 2023 καθαρή κερδοφορία ύψους 4 δισ. ευρώ, μετά τα 3,6 δισ. ευρώ της αμέσως προηγούμενης χρονιάς.

Αυτό θα επιτρέψει τη διανομή μερίσματος εφέτος, για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια.

Μία τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό με την πλήρη επαναφορά του κλάδου στον ιδιωτικό τομέα, θα επισφραγίσει την επιστροφή του στην κανονικότητα.

Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι το ΤΧΣ διέθεσε το σύνολο της συμμετοχής του σε Alpha Bank και Eurobank, αλλά και το 22% της Εθνικής Τράπεζας.

Μέσα στο α΄ τρίμηνο θα προχωρήσει η πώληση έως και του 27% των μετοχών που κατέχει στην Τράπεζα Πειραιώς, για να ακολουθήσει από το καλοκαίρι η διάθεση του υπόλοιπου 18,39% της Εθνικής Τράπεζας.

Διαβάστε ακόμη: