Σε φυσιολογική, προς τα κάτω, αναπροσαρμογή της κερδοφορίας για το 2024 προχωράνε οι διοικήσεις των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων, κυρίως λόγω της υιοθέτησης των κυβερνητικών μέτρων στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς.

Σύμφωνα με έμπειρους τραπεζικούς αναλυτές ο πήχης των καθαρών κερδών χαμηλώνει κατά 600 εκατ. ευρώ περίπου για το 2024 με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν στα επίπεδα των 4,2 δις. ευρώ από 4,8 δις. ευρώ που ήταν οι εκτιμήσεις όταν είχαν ανακοινωθεί τα αποτελέσματα του εννεαμήνου.

Όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές τα τρία μέτρα που νομοθέτησε η κυβέρνηση στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, οι μειωμένες χρεώσεις στις καθημερινές συναλλαγές, η συνεισφορά στο πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου» για σχολικές υποδομές, καθώς και για την σύσταση του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, και το συνεπαγόμενο κόστος θα εγγραφεί συνολικά στα αποτελέσματα της χρήσης 2024.

Υπενθυμίζεται ότι αθροιστικά το τελικό κόστος των μέτρων ανέρχεται σε 350 εκατ. ευρώ και μειώνοντας αναπόφευκτα τα κέρδη που είχαν υπολογίσει αρχικά για το 2024 οι τράπεζες.

Ο ρόλος των επιτοκίων για το 2025

Σε ότι αφορά στις πρώτες εκτιμήσεις για την πορεία των οικονομικών μεγεθών το 2025, κομβικό ρόλο στις επιδόσεις κερδοφορίας που θα δείξουν οι τράπεζες θα είναι η πορεία των επιτοκίων.

Σύμφωνα με τα business plans που ήδη επικοινωνούν με την διεθνή επενδυτική κοινότητα, τα τραπεζικά επιτελεία έχουν λάβει υπ’ όψιν ως επιτόκιο της ΕΚΤ το 1,75% – 2%.

Πρακτικά, όπως εξηγεί στην «Α» έμπειρη τραπεζική πηγή, το συγκεκριμένο ύψος επιτοκίου μεταφράζεται σε χαμηλότερα επιτοκιακά έσοδα της τάξης των 300 – 400 εκατ. ευρώ για την καθεμία από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες.

Συνολικά η μείωση στα έσοδα από τόκους του 2025 υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 1,2 δις. ευρώ, χωρίς σε αυτά να υπολογίζονται οι απώλειες από τον ανταγωνισμό των μικρότερων τραπεζών στην προσπάθεια τους να αυξήσουν τα μερίδια αγοράς τους.

Ωστόσο στους κόλπους των διεθνών αναλυτών τις τελευταίες ημέρες έχει ανοίξει και μια συζήτηση για την συγκράτηση του ρυθμού πτώσης των επιτοκίων του ευρώ.

Τραπεζικός αναλυτής τονίζει στην «Α» ότι στο μέτωπο των μειώσεων επιτοκίων, δεν αποκλείει τελικά τα πράγματα να εξελιχθούν με πιο αργούς ρυθμούς, επηρεάζοντας λιγότερο αρνητικά τα έσοδα από τόκους και αποδίδει την εκτίμησή του στο ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να αυξήσουν τα επιτόκια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό και την ανεργία.

Σε μια τέτοια περίπτωση, τονίζει η ίδια πηγή, η Ευρώπη θα συγκρατήσει τον ρυθμό πτώσης των επιτοκίων του ευρώ για να μην χάσει την ανταγωνιστικότητά της.

Στο σενάριο αυτό, μπορεί στο τέλος του 2025 να μην δούμε το «ουδέτερο επιτόκιο» 2%, αλλά 2,25% – 2,50%, όπως εκτιμά ο ίδιος.

Υπό πίεση σε τρία μέτωπα οι τράπεζες – Τι ζητάει η κυβέρνηση

Που θα κριθεί η κερδοφορία το 2025

Με τις οικονομικές επιδόσεις του 2024 να είναι πλέον προδιαγεγραμμένες το ενδιαφέρον εστιάζεται στην κερδοφορία για το 2025 και κυρίως στους δύο καθοριστικούς παράγοντες που θα την καθορίσουν όπως στο ύψος των νέων δανείων και τον περιορισμό των πάσης φύσεως εξόδων.

Σε ότι αφορά αρχικά στα νέα δάνεια που θα δώσουν οι τράπεζες, μεγάλο ερωτηματικό παραμένει η Στεγαστική Πίστη θα βγει φέτος από το «ψυγείο» καθώς εξακολουθεί να κινείται σε αρνητικό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης.

Το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» που ξεκίνησε μέσα στην εβδομάδα και το μαζικό ενδιαφέρον τις πρώτες τρεις ημέρες, στηρίζει τις προσδοκίες των τραπεζών για αύξηση των στεγαστικών χορηγήσεων.

Η επιτυχία του προγράμματος θα κριθεί, ωστόσο, όχι από τις αιτήσεις που θα κατατεθούν, αλλά από τις εκταμιεύσεις που θα γίνουν και κυρίως με τα ακίνητα που θα πληρούν τις προϋποθέσεις του προγράμματος και θα ικανοποιούν την ζήτηση.

«Σωσίβιο» πάντως αναμένεται να αποτελέσουν και φέτος για τις τράπεζες τα επιχειρηματικά δάνεια και κυρίως αυτά που θα κατευθυνθούν στη χρηματοδότηση των μεγάλων επενδυτικών έργων, καθώς ως γνωστόν η χρηματοδότηση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων εξακολουθεί να παρουσιάζει αγκυλώσεις καθώς τα βήματα μεγέθυνσης και ψηφιακού εκσυγχρονισμού των μικρομεσαίων είναι πολύ αργά με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων να παραμένει χωρίς οικονομικά δεδομένα και ουσιαστικά εκτός τραπεζικού συστήματος.

Υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή επισημαίνει στην «Α» ότι «η αύξηση της ροής χρηματοδότησης τόσο προς τις επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά είναι εφικτή για την επόμενη χρονιά καθώς από την μία οι τράπεζες διαθέτουν πλεονάζουσα ρευστότητα που μπορούν να διαθέσουν στην οικονομία και από την άλλη η σίγουρη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ για περικοπές στο κόστος του χρήματος, θα τονώσει σημαντικά την ζήτηση».

Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης στρατηγικής τα τραπεζικά επιτελεία είναι σχεδόν έτοιμα να ρίξουν στην αγορά με το «καλημέρα» της νέας χρονιάς νέα, πιο ελκυστικά προϊόντα και φυσικά να μειώσουν τα επιτόκια στα υφιστάμενα προγράμματά τους, είτε αυτόματα, εφόσον είναι συνδεδεμένα με τους δείκτες euribor ή με διοικητικές αποφάσεις.

Οι τραπεζίτες προβλέπουν ότι η καθαρή πιστωτική επέκταση ανά τράπεζα θα κινηθεί στα 2 δισ. ευρώ ετησίως την ερχόμενη διετία, με μοχλό τις επιχειρηματικές χορηγήσεις που συνδέονται με τα επενδυτικά έργα του Ταμείου Ανάκαμψης.

Προσδοκία των τραπεζών είναι από το 2025 να γυρίσει σε θετικό πρόσημο και η πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά. Σημειώνεται ότι για το 2024 η πιστωτική επέκταση για καθεμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες ήταν για τη Eurobank 3,5 δισ. ευρώ, για την Τράπεζα Πειραιώς 3 δισ., για την Alpha Bank 2 δισ. και για την Εθνική 1,5 δισ. ευρώ.

Ο δεύτερος καθοριστικό παράγοντας είναι τα κόστη των τραπεζών καθώς κεντρική θέση στα business plans έχει ο έλεγχος των πάσης φύσεως εξόδων, στον βαθμό που η ανάπτυξη των εργασιών τους το επιτρέπει. Ήδη από την περυσινή χρονιά οι διοικήσεις τους έχουν δώσει σαφείς εντολές σε όλες τις διευθύνσεις για τον περιορισμό των δαπανών, όπου αυτό είναι δυνατόν.

Σε αυτή την κατεύθυνση πτωτικά εκτιμάται ότι θα κινηθεί και το κόστος για τον πιστωτικό κίνδυνο, καθώς ο όγκος των «κόκκινων» δανείων βρίσκεται πλέον σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενώ το ρίσκο δημιουργίας νέων επισφαλειών σε περιβάλλον ανάπτυξης της οικονομίας και μειωμένου κόστους χρήματος θα μειωθεί περαιτέρω..

Μεγάλο «αγκάθι» παραμένουν τα κόστη που απαιτούν οι τεχνολογικές επενδύσεις καθώς έχουν πολύ μικρό χρόνο απόσβεσης που ανεβάζει το κόστος. Επενδύσεις για έργα Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) και Cloud αν και απαραίτητες κοστίζουν πολύ ακριβά.

Ειδικά η Τεχνητή Νοημοσύνη, θα διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην εξατομίκευση των εμπειριών τραπεζικής εξυπηρέτησης και πληρωμών, καθώς και στη βελτίωση των δυνατοτήτων ανίχνευσης απάτης.

Διαβάστε ακόμη: