Η Ελένη Τσοτσορού είναι εικαστικός και υποψήφια διδάκτορας στην ΑΣΚΤ με μια επιτυχημένη πορεία στις Τέχνες σχεδόν 30 χρόνων. Έχει ασχοληθεί με επιτυχία με την παραστατική ζωγραφική και τα τελευταία τέσσερα χρόνια ασχολείται παράλληλα και με την αφηρημένη τέχνη. Μιλήσαμε μαζί της για έννοιες με συγκεχυμένα όρια, όπως αυτές του αφαιρετικού και του αφηρημένου και ερμηνεύσαμε το πώς το αφαιρετικό μπορεί να καταλήξει τελικά να γίνει αφηρημένο. 

Στη Ζέτα Τζιώτη 

-Μιλήστε μας για το αφαιρετικό και το αφηρημένο, καθώς και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο δημιουργός που παράγει αφηρημένη Τέχνη.

-Μία ιδιαίτερη δυσκολία στην παραγωγή αφηρημένης τέχνης, η οποία ίσως να μην γίνεται εύκολα αντιληπτή, αποτελεί το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης δεν έχει αφετηρία στον κόσμο του ορατού, δεν έχει κάτι πάνω στο οποίο να μπορεί να βασιστεί. 

Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε όταν λέμε αφαιρετικό: Αφαιρετικό είναι εκείνο το έργο τέχνης από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλα τα δευτερεύοντα, επουσιώδη χαρακτηριστικά, τα οποία δεν βοηθάνε στην αναγνώριση του βασικού προς απεικόνιση αντικειμένου, παραδείγματος χάρη αφαιρετικά είναι τα κυκλαδικά ειδώλια, από τα οποία, χιλιετίες πριν, ήδη ο δημιουργός τους είχε απομακρύνει οτιδήποτε περιττό, οτιδήποτε δεν ήταν αναγκαίο ώστε να μπορεί να είναι αναγνωρίσιμο αυτό που το ειδώλιο αναπαριστούσε.  

Παρ’ όλα αυτά είναι κομψά, λιτά και αυτό που απεικονίζουν απολύτως αναγνωρίσιμο, είναι φανερό δηλαδή ότι απεικονίζουν έναν άνθρωπο: έναν αυλητή, κάποιον καθισμένο σε έναν θρόνο ή  ένα γυναικείο ειδώλιο. Το κεφάλι είναι λαξευμένο από μάρμαρο, δοσμένο με ελλειψοειδές σχήμα, όπου το μόνο χαρακτηριστικό το οποίο ξεχωρίζει είναι η μύτη, ενώ στο πρόσωπο δεν υπάρχει κάποιο άλλο χαρακτηριστικό, όπως μάτια, αυτιά ή στόμα. Στο γυναικείο ειδώλιο το σώμα σχηματίζεται με ένα βιολόσχημα λαξευμένο κομμάτι μαρμάρου, με τα χαρακτηριστικά του φύλου να αποδίδονται απλά με μία γραμμή. Το ίδιο συμβαίνει και με τον αυλητή, όπου το αγαλματίδιο αναπαρίσταται εξίσου λιτά, κρατώντας, στο σημείο όπου θα ήταν το στόμα του, έναν διπλό αυλό.  

Η Ελένη Τσοτσορού

Χρειάστηκε να περάσουν αιώνες για να μπορέσουμε να φτάσουμε στο ίδιο επίπεδο αφαίρεσης στην σύγχρονη τέχνη και αυτό συνέβη μόνον από τις αρχές του 20ου αιώνα και μετά. Εμφανίζεται στα έργα του Μοντιλιάνι, π.χ.,  με τις αφαιρετικές τρυφερές και θλιμμένες γυναικείες φιγούρες του, αλλά ακόμη και στα έργα του Πικάσο, που με όλη τους την σκληρότητα στην απόδοση, σχεδιαστικά και χρωματικά, επηρεασμένα από την Ιβηρική τέχνη- την αρχαϊκή τέχνη της Ισπανίας- κρατάνε μόνο τα απολύτως απαραίτητα, όταν απεικονίζουν ένα γυναικείο πρόσωπο και όμως δίνουν στον θεατή να καταλάβει εάν ο ζωγράφος είχε αισθήματα τρυφερότητας ή και θυμού απέναντι στο μοντέλο του.  

Αρκεί να δει κάποιος μερικές από τις πολλές κυβιστικές εκδοχές πορτραίτων της συντρόφου του Πικάσο, Ντόρας Μάαρ. Μετά από λίγο, αφότου δει μια σειρά έργων, ο θεατής μπορεί να αντιληφθεί πότε ήταν σε μια καλή στιγμή της σχέσης τους ή εάν είχε προηγηθεί κάποιος διαπληκτισμός, παρ’ όλο που το έργο είναι αφαιρετικό χωρίς να ξεχνάμε, φυσικά, πως πρόκειται για κυβιστικά έργα. Το ίδιο συμβαίνει και στα γλυπτά του Henry Moore, ο οποίος μας έχει δώσει συγκινητικές απεικονίσεις ενός ζευγαριού που φιλιέται τρυφερά ή μιας μητέρας που κρατάει το μωρό  της, κατορθώνοντας να τους αποδώσει χρησιμοποιώντας μόνον τους απολύτως απαραίτητους όγκους, χωρίς καμία επιτήδευση ή οτιδήποτε περίτεχνο και περιττό.  

 

Διαβάστε τη συνέχεια στο ArtViews.gr