Από το σύνολο των μέχρι τώρα δημοσιευθέντων αποτελεσμάτων των εισηγμένων εταιρειών, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι… πέρσι ήταν καλύτερα.
Ελάχιστες εισηγμένες, κυρίως βέβαια οι τράπεζες και ακόμα ορισμένες μεγάλες εισηγμένες, μετρημένες όμως στα δάχτυλα, εμφανίζουν αυξημένα αποτελέσματα σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2022, όταν σχεδόν όλες οι εισηγμένες εμφάνισαν μεγάλα και ανέλπιστα κέρδη, φυσικά καλοδεχούμενα.
Αλλά, πλέον οι συνθήκες έχουν αλλάξει.
Τα περυσινά κέρδη δεν πρόκειται να επαναληφθούν ούτε και στο δεύτερο εξάμηνο, του οποίου ήδη διανύσαμε το μισό χρονικό διάστημα.
Οι αιτίες είναι γνωστές μεν αλλά καλό είναι να τις επαναλάβουμε.
Πρώτη και κύρια αιτία είναι οι πρώτες ύλες, που ακρίβυναν σε πολύ μεγάλο ποσοστό, περιορίζοντας τα περιθώρια κέρδους.
Δεύτερη αιτία, τα ιδιαιτέρως αυξημένα χρηματοοικονομικά κόστη, λόγω της εκτίναξης των επιτοκίων, καθώς δεν είχαν όλες οι εισηγμένες “ταμείο”, για να εξοφλήσουν πρόωρα παλαιά δάνεια, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται με μεγάλα κόστη.
Και οι δύο αυτές αιτίες, πέραν άλλων συγκυριών ή αιτιών, δυστυχώς εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα και δεν πρόκειται να αλλάξουν στους επόμενους τρεις μήνες της τρέχουσας χρήσης.
Ακόμα και η ανάσα που πήραν οι επιχειρήσεις από τη μείωση του ενεργειακού κόστους και αυτή πλέον ανατράπηκε από τη νέα άνοδο της τιμής του πετρελαίου και των καυσίμων γενικότερα, προσθέτοντας επιπλέον βάρη στα βασικά κόστη των επιχειρήσεων.