Η πολυσυζητημένη προσπάθεια επαναπροσέγγισης ανάμεσα στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται να έχει μπει σε τροχιά καθυστέρησης, καθώς η απαίτηση των Βρυξελλών να συνεισφέρει για πρώτη φορά οικονομικά ο Λονδίνο σε ευρωπαϊκό αναπτυξιακό ταμείο μετά το Brexit έχει προκαλέσει έντονη δυσφορία στην κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ.

Η πρωτοβουλία «reboot» συμφωνήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Μαΐου 2025, με στόχο μια πιο στενή συνεργασία σε εμπόριο, πρότυπα τροφίμων, μηχανισμούς άνθρακα και την επανένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στο Erasmus+.

Όμως η οικονομική διάσταση των διαπραγματεύσεων αποδείχθηκε το πιο ακανθώδες σημείο.

Το αίτημα των Βρυξελλών και το διπλωματικό «μπλοκάρισμα»

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ζητεί από το Λονδίνο να συμμετάσχει σε περιφερειακό ταμείο ανάπτυξης, κάτι που θα αποτελούσε την πρώτη χρηματοδοτική συνεισφορά της Βρετανίας μετά την αποχώρησή της από την ΕΕ. Το επιχείρημα των Βρυξελλών είναι ότι χώρες που απολαμβάνουν πρόσβαση στην ενιαία αγορά –όπως η Νορβηγία και η Ελβετία– ήδη πληρώνουν αντίστοιχα ποσά.

Σύμφωνα με τους Financial Times, μια τέτοια συνεισφορά θα μπορούσε να συνδεθεί με διευκολύνσεις στο εμπόριο, όπως:

  • λιγότεροι έλεγχοι σε ζωικά και φυτικά προϊόντα
  • φθηνότερες ενεργειακές συναλλαγές
  • πρόσβαση σε επιλεγμένα προγράμματα ευρωπαϊκών επενδύσεων

Ωστόσο, το ζήτημα προκάλεσε σύγκρουση στη συνεδρίαση των μονίμων αντιπροσώπων της ΕΕ, με αποτέλεσμα να «παγώσουν» δύο κρίσιμες διαδικασίες:

  • οι συνομιλίες για διασύνδεση των συστημάτων εμπορίας εκπομπών (ETS)
  • οι συζητήσεις για συμφωνία στα αγροδιατροφικά προϊόντα

Οι νέες διαπραγματεύσεις μεταφέρονται για την ερχόμενη Τρίτη, χωρίς εγγυήσεις προόδου.

Κινητικότητα νέων και Erasmus: νέες εντάσεις

Η ΕΕ πιέζει για ένα δεσμευτικό νομικό κείμενο όσον αφορά το καθεστώς κινητικότητας των νέων, κάτι που το Λονδίνο απορρίπτει, επιμένοντας ότι το πλαίσιο πρέπει να παραμείνει ένα «μνημόνιο κατανόησης», όπως συμβαίνει σε άλλα βρετανικά σχήματα ανταλλαγής.

Επιπλέον, ο Στάρμερ έχει δεσμευτεί για επιστροφή στο Erasmus+, αλλά ζητά έκπτωση 50% στο κόστος συμμετοχής. Οι Βρυξέλλες διαφωνούν, θεωρώντας ότι θα δημιουργηθεί «παραθυράκι» για ευνοϊκή μεταχείριση τρίτων χωρών.

Οι καθυστερήσεις στον τομέα της κινητικότητας θεωρούνται πολιτικά ευαίσθητες, ενώ αρκετά κράτη μέλη κατηγορούν τη Βρετανία για «χρονικές υπεκφυγές».

Η εσωτερική πίεση στο Λονδίνο και ο κίνδυνος νέου κόστους για τις επιχειρήσεις

Οι Συντηρητικοί εξαπολύουν ήδη επιθέσεις κατά του Στάρμερ, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι «υποκύπτει στις απαιτήσεις των Βρυξελλών» εις βάρος των Βρετανών φορολογουμένων.

Η καθυστέρηση όμως έχει και ουσιαστικό οικονομικό αποτύπωμα:
αν δεν υπάρξει συμφωνία για το ETS έως το τέλος Δεκεμβρίου, όταν ενεργοποιείται το νέο ευρωπαϊκό σύστημα φόρου άνθρακα στα σύνορα, τότε οι βρετανικές εταιρείες σε τομείς υψηλών εκπομπών –όπως χάλυβας και τσιμέντο– θα επιβαρυνθούν με νέες δαπάνες.

Το Λονδίνο δηλώνει επίσημα:
«Θα συμφωνήσουμε μόνο σε ρυθμίσεις που έχουν πραγματικό όφελος για τη βρετανική οικονομία. Τίποτα δεν έχει κλείσει ακόμη.»

Το δεύτερο «μέτωπο»: Η συμμετοχή στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα επανεξοπλισμού SAFE

Ταυτόχρονα, η βρετανική κυβέρνηση επιδιώκει συμμετοχή στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE, ύψους 150 δισ. ευρώ, ώστε να μην βρεθεί εκτός της ευρωπαϊκής αμυντικής αναβάθμισης.

Η Κομισιόν ζητά:

  • 4 δισ. ευρώ συνεισφορά για συμμετοχή με δικαίωμα πρόσβασης στο 50% των κονδυλίων
  • 6,5 δισ. ευρώ για πρόσβαση έως το 65% των κονδυλίων

Η συμμετοχή αποτελεί στοίχημα για τις βρετανικές αμυντικές εταιρείες, αλλά τα ποσά προκαλούν μεγάλη πολιτική αμηχανία στο Λονδίνο.

Διαβάστε ακόμη: