Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία έχει μπει σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού και ότι, ακόμα κι αν φτάνει στην κορυφή, δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε χαμηλά επίπεδα στο ορατό μέλλον.
Το παραδέχονται πλέον ανοιχτά οι κεντρικές τράπεζες -που έχουν από καιρό εγκαταλείψει τις θεωρίες περί «παροδικού πληθωρισμού»- και το ομολόγησε και η Τζάνετ Γιέλεν, υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ και πρώην επικεφαλής της FED, που είπε ότι ο πληθωρισμός ενδεχομένως να έχει φτάσει κοντά στην κορυφή του (peak), αλλά θα διαρκέσει «για λίγο περισσότερο».
Τώρα πλέον οι κεντρικές τράπεζες ετοιμάζονται για αυξήσεις επιτοκίων, αλλά εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα όλο και περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι οι αυξήσεις αυτές έρχονται πολύ αργά και είτε δεν πρόκειται να αποδειχθούν αρκετές ώστε να φρενάρουν τον πληθωρισμό είτε θα προκαλέσουν ύφεση.
Σε αφιέρωμά του ο Economist υπογραμμίζει ότι τα τελευταία 60 χρόνια, η FED μόνο τρεις φορές κατάφερε να τιθασεύσει τον πληθωρισμό αποθερμαίνοντας την οικονομία χωρίς να προκαλέσει ύφεση.
Τώρα, επισημαίνει, η FED ετοιμάζεται για αυξήσεις των επιτοκίων κατά 2,5% μονάδες μέσα στο έτος, από μισή μονάδα κάθε φορά, ενώ μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο υπολόγιζε ότι θα προχωρούσε σε αύξηση μόνο 0,75 μονάδων το 2022. Συνήθως, όμως, για να ελεγχθεί ο πληθωρισμός τα επιτόκια πρέπει να ανέβουν πάνω από το «ουδέτερο σημείο» που σήμερα είναι 2-3%, κάτι που σημαίνει επιτόκια της τάξης του 5-6%, που δεν έχουμε δει από το 2007.
Στην Ευρώπη η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ είπε ότι η κεντρική τράπεζα θα κινηθεί λιγότερο επιθετικά, ενώ σύμφωνα με το μέλος του συμβουλίου της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος δεν αποκλείεται μια αύξηση επιτοκίων προς το τέλος του χρόνου.
Στην Ευρώπη ο πληθωρισμός έφτασε το 7,5% το Μάρτιο και προέρχεται κυρίως από το ενεργειακό κόστος, το οποίο εάν αφαιρεθεί από τον τιμάριθμο δείχνει ότι ο πυρήνας του πληθωρισμού είναι μόνο 3%. Επομένως, η ΕΚΤ υποστηρίζει -προς το παρόν- ότι μια αύξηση επιτοκίων δεν θα έχει αποτέλεσμα στις τιμές.
Στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός το Μάρτιο έφτασε το 8,5% αλλά εκεί το ενεργειακό κόστος έχει μικρότερη συμμετοχή, αφού χωρίς αυτήν ο «σκληρός πυρήνας» του πληθωρισμού είναι 6,5%. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν σαφώς υπερθέρμανση της οικονομίας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την απασχόληση η οποία αυξάνεται με ρυθμό 6%.
Οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει την αύξηση των επιτοκίων και αυτό φάνηκε στο ξεπούλημα ομολόγων που προκάλεσε αύξηση των αποδόσεών τους. Στις ΗΠΑ το 10ετές ομόλογο πλησιάζει σε απόδοση το 3%, ενώ το 10ετές γερμανικό που είχε αρνητική απόδοση για χρόνια, έχει πλέον απόδοση 0,95%.
Ήδη παγκοσμίως ομόλογα αξίας 11 τρισ. δολαρίων που είχαν αρνητική απόδοση γύρισαν πλέον σε θετικό πρόσημο και απομένουν μόνο τίτλοι αξίας περί τα 2,5 τρις δολάρια που συνεχίζουν να δείχνουν αρνητική απόδοση.
Η αλλαγή σκηνικού φέρνει μεγάλες αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία αλλά και στις αγορές τίτλων.
Πέρα από τον κίνδυνο ύφεσης, πτώχευσης υπερχρεωμένων εταιρειών και την πίεση στις χώρες με μεγάλο δημόσιο χρέος, οι επιπτώσεις θα είναι σημαντικές και στις αγορές μετοχών και συναλλάγματος.
Η αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ ενισχύει το δολάριο και προκαλεί πίεση στα άλλα νομίσματα. Την περασμένη εβδομάδα η πίεση εμφανίστηκε στο ιαπωνικό γιεν και το κινεζικό γιουάν, ενώ και το ευρώ κινείται σε χαμηλά διετίας έναντι του δολαρίου, δημιουργώντας άλλον ένα παράγοντα πίεσης στην ΕΚΤ για να αυξήσει τα επιτόκια.
Για τις μετοχές το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων αργά ή γρήγορα θα προκαλέσει μια γενικευμένη επαναξιολόγηση (repricing) η οποία πιθανότατα θα αντιστρέψει πολλά δεδομένα και μάλλον θα φέρει αναταράξεις.
Η πίεση στη μετοχή της Netflix την προηγούμενη εβδομάδα ίσως αποτελεί μια πρόγευση, καθώς πέρα από τα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η εταιρεία (απώλεια συνδρομητών) έφερε στο προσκήνιο γενικότερα τις μετοχές τεχνολογίας και το γεγονός ότι μέχρι τώρα οι αναλυτές σνόμπαραν τα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών του κλάδου, δίνοντας έμφαση στις προοπτικές ανάπτυξής τους.
Το σκεπτικό ήταν ότι με τα επιτόκια στο μηδέν ή και κάτω από αυτό, οι μερισματικές αποδόσεις των εταιρειών δικαιολογούσαν υψηλότερες τιμές μετοχών, αφού ο ανταγωνιστικός τόκος από ομόλογα ή καταθέσεις ήταν ανύπαρκτος.
Στο εξής, όμως, ο τόκος θα γίνεται όλο και πιο σημαντικός, αλλάζοντας τα δεδομένα σε βάρος των μετοχών με χαμηλή μερισματική απόδοση.