Ένα συννεφιασμένο φθινοπωρινό απόγευμα στην Ουάσιγκτον, μια μαύρη Chevrolet έφτανε σε ένα παλιό πέτρινο αρχοντικό στη Sixteenth Street. Οι στήλες του Λευκού Οίκου ήταν ορατές μόλις ένα τετράγωνο στα νότια.
Ένας άνδρας με σκούρο κοστούμι και ακουστικό βγήκε από το μπροστινό κάθισμα και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού, τοποθετώντας ένα μικρό σκαμπό στο έδαφος μπροστά της. Μια γυναίκα ύψους 1,60 μ. με κοντά άσπρα μαλλιά, με το κολάρο του δαμασκηνί σακακιού της σηκωμένο, βγήκε από το SUV και μπήκε γρήγορα στο ξενοδοχείο Hay – Adams, με έναν αξιωματικό της Secret Service στο κατόπι της.
Κάποτε κατοικία απογόνου ενός εκ των ιδρυτικών πατέρων του αμερικανικού έθνους, το κτίριο Beaux Arts, ηλικίας 136 ετών, έχει φιλοξενήσει μέλη της κοινότητας των γραμμάτων όπως ο Mark Twain και πολιτικούς κολοσσούς όπως ο Henry Kissinger. Το βράδυ της 20ής Οκτωβρίου 2021 φιλοξενούσε μια ιδιωτική συγκέντρωση για το καλωσόρισμα στη νέα υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Janet Yellen.
Μεταξύ των προσκεκλημένων ήταν Αμερικανοί πρώην υπουργοί Οικονομικών, καθώς και νυν και πολλοί πρώην πρόεδροι της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve). Το δείπνο καλωσορίσματος, παράδοση που ρίζωσε τη δεκαετία του 1950, προορίζεται να είναι μια γιορτή διακομματικού κύρους του Υπουργείου Οικονομικών.
Με τον πολιτικό και ιδεολογικό διχασμό να εισχωρεί βαθιά σε κάθε διάδρομο στην Ουάσιγκτον, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτό θα αποτελέσει τον κανόνα στην επόμενη συγκέντρωση.
Από τις κυρώσεις των ΗΠΑ στη Ρωσία μέχρι τους δασμούς στις κινέζικες εισαγωγές μέχρι το βαρύ φορτίο χρέους της Αμερικής, οι πολιτικές που άπτονται του Υπουργείου Οικονομικών εμπλέκονται ολοένα και περισσότερο στην πολιτική αντιπαράθεση. Όλα αυτά εγκυμονούν κινδύνους για το εθνικό περιουσιακό στοιχείο που ο οργανισμός υποτίθεται ότι προστατεύει με κάθε κόστος: το δολάριο των ΗΠΑ.
«Η ανεξέλεγκτη άνοδος του κρατικού χρέους, η δυσλειτουργία στη χάραξη πολιτικής στην Ουάσινγκτον και η εργαλειοποίηση του δολαρίου μέσω της επιθετικής χρήσης οικονομικών κυρώσεων συνέβαλαν στην αντίληψη ότι η κυριαρχία του δολαρίου των ΗΠΑ πιθανότατα απειλείται», λέει ο Eswar Prasad, από το Cornell, καθηγητής πανεπιστημίου και ανώτερος συνεργάτης στο Brookings Institution.
Είναι πολύ νωρίς για να πει κανείς εάν η θέση του δολαρίου ως κυρίαρχου νομίσματος στον κόσμο βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι η προνομιακή θέση της Αμερικής στο κέντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος αμφισβητείται όλο και περισσότερο από φίλους και εχθρούς.
Στρατηγικοί ανταγωνιστές των ΗΠΑ, όπως η Κίνα και η Ρωσία, δεν έχουν κρύψει την επιθυμία τους να δουν τα νομίσματά τους να αντικαθιστούν το δολάριο σε ορισμένες διεθνείς συναλλαγές.
Η τάση αποδολαριοποίησης λαμβάνει επίσης ώθηση από ορισμένες χώρες που η Ουάσιγκτον λογίζει ως συμμάχους, που θέλουν να διασφαλιστούν έναντι της πιθανότητας να βρεθούν κι εκείνοι κάποια μέρα στόχος των αμερικανικών κυρώσεων.
Από το 2001, που σηματοδότησε την έναρξη μιας εποχής κατά την οποία οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ επέκτειναν απότομα τη χρήση οικονομικών κυρώσεων, το μερίδιο του δολαρίου στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες μειώθηκε από 73% σε 59%, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Οι χώρες του Κόλπου αρχίζουν να διευθετούν τις συναλλαγές πετρελαίου στο κινέζικο γιουάν, ενώ άλλοι παραγωγοί εμπορευμάτων εξετάζουν παρόμοιες αλλαγές.
Αλλαγή παραδείγματος
«Το θέμα με τις ΗΠΑ για περίπου την επόμενη δεκαετία είναι το πόσο επιδέξια θα πλοηγηθούμε σε αυτή τη μεγάλη αλλαγή στη σχετική ισχύ», σημειώνει ο Timothy Geithner, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Υπουργείου Οικονομικών στα χρόνια του Ομπάμα.
«Η εξουσία του Υπουργείου Οικονομικών προέρχεται από την ποιότητα των ανθρώπων, τις αποφάσεις που λαμβάνουν, τη φήμη του για την ακεραιότητά του και την αντίληψη ότι έχει πιο μακροπρόθεσμη άποψη για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, πέρα και πάνω από την πολιτική αντιπαράθεση», είπε.
Ο Mark Sobel, βετεράνος του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών για 40 χρόνια, είναι πιο απαισιόδοξος.
Αναφερόμενος στις ολοένα και πιο λαϊκιστικές πολιτικές τόσο των Ρεπουμπλικανών όσο και των Δημοκρατικών και στο πώς έχουν διαβρώσει τη θέση της Αμερικής ως ηγέτη στα διεθνή οικονομικά ζητήματα, ο Sobel τονίζει ότι «οι πιθανότητες φαίνεται να γέρνουν ενάντια στην άσκηση ισχυρής διεθνούς οικονομικής ηγεσίας από τις ΗΠΑ».
Η κούρσα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ ξεκινά με την οικονομική πολιτική να έχει πια αποσυνδεθεί από τις δομικές υποθέσεις της τελευταίας γενιάς. Για δεκαετίες οι ΗΠΑ προτιμούσαν το νόμισμά τους «υπερδυναμικά» ισχυρό.
Ο υπουργός Οικονομικών Robert Rubin, ο οποίος υπηρέτησε στην κυβέρνηση Κλίντον, είχε αναζητήσει ηρεμία στις αγορές συναλλάγματος, οι οποίες είχαν αντιμετωπίσει περιστροφές για περισσότερο από μία δεκαετία από κυβερνητικές παρεμβάσεις, δηλώνοντας ότι ένα ισχυρό δολάριο ήταν καλό για την Αμερική.
Το επιχείρημά του, με λίγα λόγια, ήταν ότι τα οφέλη –συμπεριλαμβανομένης της εισροής ξένων επενδύσεων, που μείωσαν το κόστος εγχώριου δανεισμού και την ώθηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων– υπερίσχυαν του πλήγματος στις εξαγωγές. Άρχισε επίσης να απομειώνει τις παρεμβάσεις του Υπουργείου Οικονομικών στις αγορές συναλλάγματος.
Τις επόμενες δεκαετίες, οι υπουργοί Οικονομικών τόσο από τις ρεπουμπλικανικές όσο και από τις δημοκρατικές κυβερνήσεις, διατηρούσαν το μάντρα του Rubin.
Το ισχυρό δολάριο βοήθησε την αμερικανική οικονομία να ευημερήσει τη δεκαετία του 1990. Η ανάπτυξη ήταν κατά μέσο όρο 3,8% σε όρους προσαρμοσμένους στον πληθωρισμό υπό τον Μπιλ Κλίντον, έναντι 2,8% επί των προκατόχων του Ρόναλντ Ρίγκαν και Τζορτζ Μπους.
Όμως, το ισχυρό «πράσινο νόμισμα» είχε επίσης ύπουλες παρενέργειες. Σε συνδυασμό με την άνοδο της Κίνας, συνέβαλε στο «ξεφούσκωμα» του μεταποιητικού τομέα των ΗΠΑ. Οι πολιτείες της «Rust Belt» είδαν τα εργοστάσια να κλείνουν και τις πόλεις των εταιρειών να καταρρέουν, καθώς οι εργοδότες μετακινούνταν σε περιοχές με χαμηλότερο κόστος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αξιοποίησε τον οικονομικό πόνο αυτού του παραμελημένου τμήματος της χώρας. Κάτω από το λάβαρο του Make America Great Again, έστρεψε την οικονομική πολιτική προς το εσωτερικό, εξαπολύοντας «βόλια» δασμών, επαναδιαπραγματευόμενος εμπορικές συμφωνίες και επιτιθέμενος μέσω Twitter στις αμερικανικές επιχειρήσεις που αψηφούσαν την έκκλησή του να επαναφέρουν θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ.
Η χώρα είχε ξαφνικά έναν Πρόεδρο και έναν υπουργό Οικονομικών, τον Στίβεν Μνούτσιν, πρόθυμους να υποτιμήσουν το δολάριο.
Ο Τραμπ είχε επιτεθεί επανειλημμένα στον πρόεδρο της Fed, Τζερόμ Πάουελ, προκειμένου να τον αναγκάσει να μειώσει τα επιτόκια και να τονώσει έτσι την ανάπτυξη, αλλά και να αποδυναμώσει το δολάριο. Σε ένα σημείο, δε, πρόβαλε την ιδέα να παρέμβει το Υπουργείο Οικονομικών στις αγορές συναλλάγματος, για να πιέσει την αξία του νομίσματος προς τα κάτω.
Αυξάνονται οι πιέσεις για απομάκρυνση από το δολάριο
Ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διατήρησε τους δασμούς του Τραμπ, ενώ άλλαξε φράσεις όπως «Πρώτα η Αμερική» με συνθήματα όπως «friendshoring» και «Buy America».
Ωστόσο, ο Μπάιντεν δεν ενεπλάκη με τη Fed, όταν εκείνη αύξησε τα επιτόκια σχεδόν 12 φορές για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, ωθώντας το δολάριο να ανατιμηθεί περίπου 15% έναντι άλλων σημαντικών νομισμάτων, κατά τη διάρκεια της μέχρι στιγμής προεδρίας του.
Είτε είναι ο Τραμπ είτε η Καμάλα Χάρις που θα κερδίσει μια δεύτερη θητεία, η επόμενη ομάδα αξιωματούχων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ θα είναι διαχειριστές του δολαρίου σε μια εποχή που οι πιέσεις για απομάκρυνση από το δολάριο αυξάνονται, από το Πεκίνο έως τη Μπραζίλια.
Ο Τραμπ θα «επιτάχυνε τη διάβρωση του θεσμικού πλαισίου που στηρίζει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ, η οποία ενισχύει την κυριαρχία του δολαρίου», σύμφωνα με τον Prasad, επαναφέροντας την αστάθεια στη χάραξη οικονομικής πολιτικής, ενώ η «υπερφορτισμένη εργαλειοποίησή» του από πλευράς Μπάιντεν –κυρίως μέσω των κυρώσεων κατά της Ρωσίας– σπρώχνει ακόμη και συμμάχους μακριά από το δολάριο, υπογραμμίζει.
Βέβαια, οι προφητείες για την κατάρρευση του δολαρίου κυκλοφορούν εδώ και δεκαετίες. Τη δεκαετία του 1990 ήταν το ιαπωνικό γεν που αποτελούσε απειλή και μετά ήρθε ένα νέο νόμισμα, το ευρώ. Οι επενδυτές και οι σύμμαχοι αναρωτήθηκαν αν η εξάρτηση από το δολάριο άξιζε τον κόπο το 2008, μετά την αμερικανική στεγαστική κρίση που τάραξε τις παγκόσμιες αγορές και ξανά όταν ο Τραμπ ξεκίνησε έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα το 2018.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά επεισόδια σημειώθηκε το καλοκαίρι του 2019, όταν ο τότε Πρόεδρος Τραμπ, απογοητευμένος από την ισχυρή συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου και τη χειραγώγηση του κινέζικου νομίσματος από το Πεκίνο, θεωρώντας ότι και τα δύο βλάπτουν τους μειονεκτούντες Αμερικανούς κατασκευαστές, άρχισε να μιλά για ενεργή αποδυνάμωση του δολαρίου.
Για να το κάνει αυτό, θα χρειαζόταν τόσο το Υπουργείο Οικονομικών όσο και η Federal Reserve να συνεργαστούν για να πουλήσουν δολάρια σε ανοικτές αγορές.
Το να έλεγε κανείς ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν καταστροφική για το καθεστώς παγκόσμιας υπερδύναμης της Αμερικής θα ήταν ίσως και υποτίμηση του ζητήματος. Το δολάριο βρίσκεται στη μία πλευρά του 90% των συναλλαγών σε νομίσματα παγκοσμίως, ενώ τα δύο τρίτα του διεθνούς χρέους εκφράζονται σε δολάρια.
Οι παγκόσμιες αγορές εμπορευμάτων, όπως αυτή του πετρελαίου, κυβερνώνται από το δολάριο. Όλα αυτά έκαναν σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο υπόχρεο στις διακυμάνσεις της τιμής και της διαχείρισης του νομίσματος – και ο Τραμπ ήθελε να παρέμβει σε αυτό.
Ο Μνούτσιν έπεισε με λεπτότητα στον Τραμπ να μην πειράξει το δολάριο και οι συζητήσεις για παρέμβαση δεν προχώρησαν πέρα από το Οβάλ Γραφείο εκείνο το καλοκαίρι. Ωστόσο, το επεισόδιο ήταν άλλο ένα ρήγμα σε μια πανοπλία που αρχίζει να μοιάζει όλο και πιο εύθραυστη.
Ιστορική καμπή
Ερωτήματα σχετικά με τη συνεχιζόμενη κυριαρχία του δολαρίου εμφανίστηκαν για άλλη μια φορά στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
Ως τιμωρία, η Γέλεν πυροδότησε εκείνο που θεωρήθηκε η «πυρηνική επιλογή», συνεργαζόμενη με Ευρωπαίους ομολόγους της για να παγώσει περίπου 640 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας στο εξωτερικό.
Η κίνηση σηματοδότησε μια ιστορική καμπή στην εργαλειοποίηση του δολαρίου από πλευράς Αμερικής. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι σε όλο τον κόσμο άρχισαν να κάνουν πλέον ανοικτά σχέδια για να περιορίσουν την εξάρτηση της χώρας τους από το συγκεκριμένο νόμισμα.
Ανεξάρτητα από το ποιος θα γίνει ο επόμενος υπογράφων το παντοδύναμο πράσινο νόμισμα, ο ρόλος των ΗΠΑ και του δολαρίου αλλάζει.
Αυτό ήταν ένα σημείο στο οποίο επέμεινε ο Κρίστοφερ Γουόλερ, μέλος του Δ.Σ. της Fed, σε ομιλία του τον Φεβρουάριο, που επικεντρώθηκε στην «πρωταρχικότητα του δολαρίου».
Αν και είναι σπάνιο υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Fed να συζητά δημόσια για το δολάριο, ο Waller είπε: «Ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια οικονομία αλλάζει, οι χρηματοοικονομικές συνθήκες μεταβάλλονται και νομίζω ότι είναι σημαντικό για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να εξετάζουν σε τακτική βάση εάν και γιατί ο ρόλος του δολαρίου μπορεί επίσης να αλλάξει».
Η απάντηση στο πώς να πλοηγηθεί κανείς σε μια νέα εποχή φίλων και εχθρών που επανεξετάζουν την εξάρτηση από το δολάριο και τη δημοσιονομική θέση των ΗΠΑ που απαιτεί μια ολοένα ισχυρότερη θέση στον κόσμο για το αμερικανικό νόμισμα, μπορεί να προέλθει από τον επόμενο επίτιμο καλεσμένο στο αμερικανικό δείπνο καλωσορίσματος υπουργού Οικονομικών.