Ομάδα συγγραφέων του ΔΝΤ σε πρόσφατο Κείμενο Εργασίας (working paper) με βάσει ότι από τις αρχές του 2021, οι παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου διπλασιάστηκαν, οι τιμές του άνθρακα σχεδόν τετραπλασιάστηκαν και οι τιμές του φυσικού αερίου σχεδόν επταπλασιάστηκαν, εκτιμά ότι η άνοδος των διεθνών τιμών των ορυκτών καυσίμων θα αυξήσει το κόστος ζωής των ευρωπαϊκών νοικοκυριών κατά σχεδόν 7% το 2022.
Επίσης τονίζεται ότι οι επιβαρύνσεις των νοικοκυριών ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των διαφορετικών ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και στο ίδιο το εσωτερικό κάθε χώρας.
Στο Κείμενο με τίτλο «Surging Energy Prices in Europe in the Aftermath of the War: How to Support the Vulnerable and Speed up the Transition Away from Fossil Fuels», οι συγγραφείς σημειώνουν ότι μέχρι τώρα οι κυβερνήσεις απάντησαν στο σοκ των αυξημένων τιμών με οριζόντια μέτρα, όπως επιδοτήσεις, μείωση φόρων και πλαφόν στις τιμές.
Αυτό πρέπει να σταματήσει, σύμφωνα με τους συγγραφείς. Και ο λογαριασμός να σταλεί αυτούσιος στα νοικοκυριά.
«Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επιτρέπουν η πλήρης αύξηση του κόστους των καυσίμων να μετακυλιστεί στους τελικούς χρήστες» ώστε οι τελευταίοι να έχουν κίνητρο για να εξοικονομήσουν ενέργεια και να σταματήσουν την χρήση των ορυκτών καυσίμων.
Οι πολιτικές παρεμβάσεις «θα πρέπει να μετατοπιστούν από τα μέτρα στήριξης ευρείας βάσης – όπως ο έλεγχος του ύψους των τιμών-, σε στοχευμένα μέτρα ελάφρυνσης, όπως τα επιδόματα σε νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα που υποφέρουν περισσότερο από τους υψηλότερους λογαριασμούς ενέργειας» αναφέρει το Κείμενο.
Οι φτωχότεροι δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας επιβαρύνουν περισσότερο τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, επειδή τα τελευταία ξοδεύουν μεγαλύτερο μερίδιο του προϋπολογισμού τους σε ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο.
Κατά μέσο όρο, τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά αφιερώνουν λίγο πάνω από 10% της συνολικής κατανάλωσής τους σε ενεργειακά προϊόντα (κυρίως καύσιμα, ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο).
Όσο πιο πλούσια μία χώρα, τόσο μικρότερο αυτό το ποσοστό. Για παράδειγμα στη Φινλανδία είναι στο 6%, ενώ για Ουγγαρία, Σλοβακία, Κροατία και Τσεχία ανεβαίνει σε 13-15%. Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στην Εσθονία και στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, το κόστος διαβίωσης για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών αναμένεται να διπλασιαστεί σε σχέση με αυτό των πλουσιότερων νοικοκυριών.
«Θεραπεία του σοκ»
Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, τα προσωρινά μέτρα που περιορίζουν τις αυξήσεις των τιμών είναι αποδεκτή απάντηση για ένα βραχύβιο σοκ, σε χώρες με άφθονο δημοσιονομικό χώρο.
Όμως, η ενεργειακή κρίση δε θα είναι ούτε βραχύβια, ούτε θα περιορίζεται στις πλούσιες δημοσιονομικά χώρες και απαιτεί προσαρμογή όλων σε ένα νέο περιβάλλον με μικρότερη και πιο πράσινη κατανάλωση ενέργειας.
Οι προσπάθειες των κυβερνήσεων να κρατήσουν χαμηλά τις τιμές διαιωνίζει το πρόβλημα, αφού συντηρεί ψηλά την κατανάλωση και τις διεθνείς τιμές της ενέργειας.
Για αυτό, το Κείμενο προτείνει:
– τα μέτρα στήριξης να είναι προσωρινής φύσης και να στοχεύουν μόνο νοικοκυριά κάτω από ένα εισοδηματικό όριο
– η στόχευση των μέτρων απαιτεί ποιοτικά δεδομένα και ισχυρά δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας (social safety nets -SSN)
– στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών μέσω των υφιστάμενων SSN και των προγραμμάτων εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος
– χορήγηση φοροαπαλλαγών για τα χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριά
– πρόσθετη στήριξη σε χαμηλόμισθους για βασικές, μη ενεργειακές δαπάνες (εκπαίδευση, υγεία, τρόφιμα)
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, σε Ελλάδα, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία, Τσεχία και Εσθονία, η πλήρης κάλυψη των ενεργειακών αυξήσεων στα νοικοκυριά που αποτελούν το 20% των χαμηλότερων εισοδημάτων θα στοίχιζε στις κυβερνήσεις πάνω από 0,5% του ΑΕΠ.
Σε ότι αφορά στις επιχειρήσεις, «στην ιδανική περίπτωση, η στήριξη θα πρέπει να έχει τη μορφή προσωρινής ενίσχυσης ρευστότητας και να θέτει ως όρο την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.»
Το Κείμενο επιμένει ότι η ενίσχυση των επιχειρήσεων πρέπει να αφορά μόνο σε βιώσιμες επιχειρήσεις, να είναι «αυστηρά προσωρινή» και να επεκτείνεται χρονικά μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Μάλιστα, το Κείμενο προσθέτει ότι όταν οι πληθωριστικές πιέσεις είναι υψηλές και η ζήτηση ισχυρή, οι κυβερνήσεις πρέπει να αυξήσουν τη φορολογία ή να μειώσουν τις δαπάνες τους «προκειμένου να αντισταθμίσουν τη δημοσιονομική χαλάρωση που συνεπάγονται τα μέτρα στήριξης, για να διασφαλιστεί ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν προσθέτει στη συνολική ζήτηση και δεν έρχεται σε αντίθεση με την προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών να περιορίσουν τον πληθωρισμό.»