Μπορεί το δημόσιο χρέος της Ελλάδας να μειώθηκε, σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν, από το 172,6% του ΑΕΠ το 2022 σε 160,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 (161,9% σύμφωνα με τη Eurostat), υποχωρώντας σωρευτικά κατά 46 ποσοστιαίες μονάδες από τα ιστορικά υψηλά του 207% του ΑΕΠ την περίοδο της πανδημίας το 2020, εν τούτοις παραμένει ακόμη το υψηλότερο στην ΕΕ.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, το χρέος βρίσκεται σε πτωτική τροχιά, απόρροια της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και της συρρίκνωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και αναμένεται να υποχωρήσει στο 151,9% του ΑΕΠ το 2024 και στο 147,9% του ΑΕΠ το 2025, με την ανάπτυξη να διαμορφώνεται στο 2,3% και στο 2,2% αντίστοιχα.
Η ανάλυση βιωσιμότητας δεικνύει ότι, καθώς τα 2/3 του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών με «κλειδωμένα» χαμηλά επιτόκια, οι κίνδυνοι βραχυπρόθεσμα παραμένουν περιορισμένοι, αν και ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να κυμανθεί στα υψηλά επίπεδα του 131% το 2029 και στο 116% το 2034.
Εχουν ρυθμιστεί
Καθησυχαστικός για την πορεία του ελληνικού χρέους εμφανίστηκε προσφάτως σε επενδυτικό συνέδριο και ο Δημήτριος Τσάκωνας, γενικός διευθυντής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), τονίζοντας πως όλα έχουν ρυθμιστεί, δεν υπάρχει κανένας φόβος για το τι θα συμβεί μετά το 2032, οπότε και λήγει η περίοδος χάριτος, εξηγώντας ότι υπάρχουν πολλά μαξιλάρια για την αντιμετώπιση του αβέβαιου. Υποστήριξε ότι η διάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι ελκυστική και προσέθεσε πως το απόλυτο ύψος του χρέους όχι μόνο δεν θα ανέβει, αλλά μπορεί να βαίνει και μειούμενο, ειδικά από τη στιγμή που τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι ίσα με τους ταμειακούς στόχους, ενώ θα συνεχιστούν και οι πρόωρες αποπληρωμές των διμερών δανείων (GLF) του πρώτου μνημονίου (ύστερα από 5,29 δισ. ευρώ πέρυσι, αναμένονται και άλλες στην περιοχή των 5 δισ. ετησίως εφέτος και τα επόμενα δύο χρόνια).
Δεν ανησυχούν
Η ισχυρή εξάλλου ζήτηση από καλής ποιότητας επενδυτές κατά την έκδοση την περασμένη Τετάρτη 30ετούς ομολόγου της Ελληνικής Δημοκρατίας, σημαίνει, σύμφωνα με αναλυτές, ότι οι αγορές δεν ανησυχούν για το αξιόχρεο της χώρας μετά και το 2032, οπότε λήγει η περίοδος χάριτος της αναδιάρθρωσης χρέους προς το EFSF, το ευρωπαϊκό ταμείο που χρηματοδότησε το δεύτερο πρόγραμμα σταθεροποίησης 2012-2014, και αυξάνονται αντίστοιχα τα τοκοχρεολύσια. Το Δημόσιο άντλησε 3 δισ. ευρώ από την έκδοση νέου 30ετούς ομολόγου κατά τη δεύτερη μεγάλη έξοδο στις αγορές χρέους μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ σύμφωνα με πηγές κοντά στη διαδικασία, το 40%-50% της έκδοσης αγοράστηκε από μακροπρόθεσμους επενδυτές από κορυφαία «επενδυτικά σπίτια». Οι προσφορές από 325 επενδυτές ξεπέρασαν τα 33 δισ. ευρώ, ενώ η έκδοση θεωρήθηκε «ως πιστωτικά θετικό γεγονός».
Η τιμολόγηση για το ομόλογο, λήξεως 15 Ιουνίου 2054, ορίστηκε χαμηλότερα κατά 10 μονάδες βάσης, στις 165 μονάδες βάσης επί των mid-swaps. Το κουπόνι διαμορφώθηκε στο 4,125%, η τιμή στο 98,057% και η απόδοση στο 4,241%. Δηλαδή η χώρα δανείστηκε για 30 χρόνια χαμηλότερα από ό,τι δανείζεται αντίστοιχα (για 30 χρόνια) σήμερα η Ιταλία (απόδοση ιταλικής 30ετίας περίπου στο 4,49%).
Μόνο το 14% των επενδυτών προήλθε από την Ελλάδα, ενώ από το εξωτερικό ξεχώρισαν οι τοποθετήσεις από τη Βρετανία που κάλυψαν το 42% της έκδοσης, έναντι 11% που αφορούσε επενδυτές από την Ιβηρική και 8% από τη Γαλλία. Το 54% κατανεμήθηκε σε Διαχειριστές Κεφαλαίων (Fund Managers), το 22% σε Τράπεζες και Τράπεζες Ιδιωτών (Private Banks), το 9% σε Οργανισμούς Εναλλακτικών Επενδύσεων (Hedge Funds), 7% σε Ασφαλιστικά και Συνταξιοδοτικά Ταμεία, 7% σε Κεντρικές Τράπεζες και 1% σε άλλους.
Αντληση κεφαλαίων
Υπενθυμίζεται ότι ο ΟΔΔΗΧ έχει ανακοινώσει πως έχει στόχο να αντλήσει φέτος από τις αγορές το ποσό των 10 δισ. ευρώ, ενώ μόνο με τις τελευταίες νέες εκδόσεις (3 δισ. ευρώ χθες και 4 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο μέσω 10ετούς ομολόγου), αλλά και από τις επανεκδόσεις ομολόγων (περίπου 1 δισ. ευρώ) κάλυψε το 80% του ποσού αυτού.
Οι επενδυτές αγοράζουν μακροπρόθεσμα ομόλογα της ευρωζώνης ώστε να «κλειδώσουν» καλές αποδόσεις πριν από τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον ερχόμενο Ιούνιο, ανέφεραν αναλυτές της αγοράς, σημειώνοντας επίσης ότι οι αναβαθμίσεις του ελληνικού αξιόχρεου της S&P Global Ratings και της Fitch Ratings στα τέλη του περασμένου έτους κατέστησαν τα ομόλογα της Ελλάδας επιλέξιμα στο πλαίσιο ενός ευρέος φάσματος δεικτών.
Η βαθμίδα
Ο γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ χαρακτήρισε σε πρόσφατο συνέδριο ως τεράστιο επίτευγμα την επενδυτική βαθμίδα, σημείωσε όμως ότι ο στόχος της ελληνικής οικονομίας πρέπει να είναι το «A+», δηλαδή μία αξιολόγηση πέντε βαθμίδες πάνω από Investment grade, το οποίο είχε η χώρα πριν από τη χρεοκοπία. «Οσο πιο γρήγορα κινηθούμε τόσο πιο γρήγορα θα φθάσουμε εκεί που ήμασταν πριν από την κρίση» είχε αναφέρει ο ίδιος.
Ορισμένοι οικονομολόγοι πάντως σημείωναν πως το 2032, όταν θα λήξει η περίοδος χάριτος για τα μνημονιακά δάνεια ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ από το EFSF και αρχίζουν οι αποπληρωμές τοκοχρεολυσίων, θα υπάρχει μια αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, την ώρα που για τα επόμενα πολλά χρόνια η Ελλάδα έχει την ανειλημμένη νομική υποχρέωση να μειώνει την αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ (με βάση τους νέους κανόνες οι χώρες με υπερβολικό χρέος θα πρέπει να το μειώνουν κατά μέσο όρο 1% ετησίως εάν αυτό υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ), κάτι που μας δυσκολεύει λίγο περισσότερο.