Τη μέγιστη δυνητική ζημιά που μπορεί να προκύψει από τη δρομολογούμενη κυβερνητική ρύθμιση για την ανακούφιση όσων αποπληρώνουν στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο, θέλουν να αναλάβουν από εφέτος οι τράπεζες.
Πρόκειται για δανειολήπτες που έλαβαν χρηματοδότηση στο ξένο νόμισμα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 και είδαν τις δόσεις και το ανεξόφλητο κεφάλαιο να αυξάνονται υπέρμετρα μετά τη σημαντική ανατίμησή του έναντι του ευρώ.
Συγκεκριμένα, η ισοτιμία των δύο νομισμάτων υποχώρησε τα πρώτα χρόνια μετά το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 κατά 30% περίπου, ενώ σήμερα η πτώση της ξεπερνά το 40%.
Όσοι λοιπόν δεν αποπλήρωσαν πρόωρα την οφειλή τους ή δεν μετάτρεψαν το δάνειό τους σε ευρώ, έχουν δει το χρέος τους να ενισχύεται σημαντικά.
Ορισμένοι δε χρωστούν σήμερα περισσότερα χρήματα σε σχέση με αυτά που δανείστηκαν πριν από 15 ή περισσότερα χρόνια.
Λύση ανακούφισης
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση σχεδιάζει μία λύση που θα ανακουφίσει τους οφειλέτες, χωρίς να προκληθούν ωστόσο υπέρμετρες ζημιές στις τράπεζες και στις τιτλοποιήσεις που είναι ενταγμένες στο σχήμα Ηρακλής.
Σύμφωνα με τελευταίες πληροφορίες, το σχέδιο θα παρουσιαστεί επίσημα το αμέσως επόμενο διάστημα, ώστε να τεθεί σε εφαρμογή από το 2026.
Αν και δεν έχει οριστικοποιηθεί, φαίνεται πως ΥΠΕΘΟ και πιστωτές βρίσκονταν κοντά στην οριστικοποίησή του.
Σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή του, το «κούρεμα» για όσους δανειολήπτες επιλέξουν να αξιοποιήσουν τη νέα ρύθμιση θα κυμαίνεται από 13% έως 33%, ενώ θα κλειδώνουν προνομιακό σταθερό επιτόκιο, χαμηλότερο του 3% σε κάθε περίπτωση.
Όσο πιο χαμηλά είναι τα εισοδηματικά και περιουσιακά τους στοιχεία, τόσο πιο ευνοϊκοί θα είναι οι όροι της μετατροπής του δανείου τους σε ευρώ.
Με αυτά τα δεδομένα κάνουν υπολογισμούς οι διοικήσεις των τραπεζών, οι οποίες προσανατολίζονται στην εγγραφή πρόσθετων προβλέψεων στο δ΄τρίμηνο του 2025 έναντι των ζημιών που εκτιμούν πως θα υποστούν.
Στόχος τους είναι να εισέλθουν στη νέα χρήση όσο το δυνατόν πιο καθαρές, χωρίς δηλαδή να αναμένουν επιπλέον πίεση στο καθαρό τους αποτέλεσμα από τη συγκεκριμένη πηγή επισφαλειών.
Το ύψος της ζημιάς
Σύμφωνα με αναλυτές, σήμερα το υπόλοιπο των εντός ισολογισμού δανείων σε ελβετικό φράγκο κινείται στην περιοχή των 2,2 δισ. ευρώ, ενώ σε αυτά τα επίπεδα διαμορφώνονται και οι οφειλές που έχουν τιτλοποιηθεί.
Τούτων δοθέντων, εκτιμούν ότι η ζημιά για τις τράπεζες στο χειρότερο για εκείνες σενάριο θα κινηθεί στην περιοχή των 600 – 700 εκατ. ευρώ.
Μένει να φανεί, τι ζημιά θα αναλάβουν στο δ΄τρίμηνο του 2025, ώστε να διασφαλίσουν πως δεν θα υπάρξει αρνητική επίδραση στα αποτελέσματα της επόμενης χρήσης
Πηγές από τον κλάδο κάνουν λόγο για απολύτως ελεγχόμενο κόστος, που δεν θέτει εν αμφιβόλω τους επιχειρησιακούς τους στόχους.
Κι αυτό διότι, όπως εξηγούν, οι συστημικοί όμιλοι, ειδικά εκείνοι με τα μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια δανείων σε συνάλλαγμα, ήτοι Eurobank και Πειραιώς, έχουν ήδη σχηματίσει σημαντικές προβλέψεις για το συγκεκριμένο ρίσκο.
Από την άλλη, Εθνική και Alpha Bank έχουν πολύ πιο μικρή έκθεση σε αυτού του τύπου τις χορηγήσεις.
Μένει να φανεί, τι ζημιά θα αναλάβουν στο δ΄τρίμηνο του 2025, ώστε να διασφαλίσουν πως δεν θα υπάρξει αρνητική επίδραση στα αποτελέσματα της επόμενης χρήσης.
Τα νούμερα ανά τράπεζα
Όπως και να έχει, οι τραπεζικές διοικήσεις εκτιμούν ότι η πορεία σύγκλισης με το μέσο όρο της Ευρωζώνης στο μέτωπο των επισφαλειών, πολύ δύσκολα θα ανατραπεί.
Αυτή τη στιγμή ο δείκτης καθυστερήσεων βρίσκεται κάτω από το 3% κατά μέσο όρο στους συστημικούς ομίλους, με τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους να έχουν υποχωρήσει στα 4,6 δισ. ευρώ.
Οι συνθήκες αυτήν τη στιγμή στην οικονομία είναι θετικές, ενώ στη μείωση του πιστωτικού κινδύνου συμβάλλει και η υποχώρηση του κόστους χρήματος
Ταυτόχρονα, έχουν ενισχύσει τον τελευταίο χρόνο το επίπεδο κάλυψής τους από προβλέψεις, το οποίο στο τέλος του περασμένου Σεπτεμβρίου ανέρχονταν σε 3,5 δισ. ευρώ περίπου ή 77% κατά μέσο όρο.
Με τον τρόπο αυτό τα καθαρά NPEs έχουν πλέον πέσει στη ζώνη του 1 δισ. ευρώ από 1,7 δισ. ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα.
Επιπλέον, οι συνθήκες αυτήν τη στιγμή στην οικονομία είναι θετικές, ενώ στη μείωση του πιστωτικού κινδύνου συμβάλλει και η υποχώρηση του κόστους χρήματος.