«Οι δασμοί θα έχουν μόνο χαμένους», διαμηνύουν στον απόηχο των απειλών Τραμπ οι πανταχού υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου. Υπάρχουν όμως επιμέρους στοιχεία στις σχέσεις ΗΠΑ – Ευρώπης που προσφέρονται για μικρές ή μεγάλες νίκες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Το βασικό ζήτημα που εγείρει ο Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην Ευρώπη είναι το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ στις συναλλαγές με την αγορά της – το 2023 το πλεόνασμα της Ε.Ε. στο εμπόριο αγαθών με τις ΗΠΑ ξεπέρασε τα 150 δισ. δολ. Στις Βρυξέλλες, η πρώτη αντίδραση ήταν η διατύπωση της ιδέας να αγοράσει η Ε.Ε. μεγαλύτερες ποσότητες LNG ή γεωργικών προϊόντων από τις ΗΠΑ και να επισημάνει στον Τραμπ ότι το τελευταίο διάστημα οι εταιρείες της επενδύουν περισσότερο στην παραγωγική βάση των ΗΠΑ. Όμως οι policymakers της Ουάσινγκτον θεωρούν ότι αυτό μάλλον δεν θα είναι αρκετό. Συγκεκριμένα επικαλούνται το επιχείρημα ότι η Ε.Ε. επιβάλλει 10% στις εισαγωγές αυτοκινήτων από τις ΗΠΑ, όταν οι ΗΠΑ επιβάλλουν δασμούς 2,5% στα αυτοκίνητα από την ΕΕ, γεγονός που εγείρει ένα ευδιάκριτο μειονέκτημα για τις αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες στην ευρωπαϊκή αγορά. Συγχρόνως, η Ε.Ε. εφαρμόζει υψηλότερους δασμούς και σε ορισμένα αγροτικά προϊόντα των ΗΠΑ – βλ. βόειο  κρέας και χοιρινό.

Τα τύμπανα του εμπορικού πολέμου ήχησαν για πρώτη φορά στην πρώτη θητεία Τραμπ, όταν ο ίδιος επικαλέστηκε το νομοθετικό πλαίσιο από την εποχή Κένεντι – γνωστό ως Section 232 – το οποίο επέτρεπε την επιβολή δασμών στο όνομα της διατήρησης της εθνικής ασφάλειας. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση Τραμπ το 2018 επιχείρησε να θωρακίσει τους εγχώριους παραγωγούς χάλυβα και αλουμινίου με δασμούς 25% και 10% σε Ε.Ε. και Καναδά – Μεξικό, αντίστοιχα. Οι Βρυξέλλες απάντησαν σφυροκοπώντας τους εξαγωγείς μοτοσικλετών, blue jean και μπέρμπον των ΗΠΑ – οι αντίστοιχες αμερικανικές βιομηχανίες θεωρείται ότι δεν έχουν ακόμη ανακάμψει πλήρως από τα ευρωπαϊκά αντίποινα. Στη συνέχεια η κυβέρνηση Μπάιντεν εφάρμοσε μια μορφή εκεχειρίας: οι ΗΠΑ ήταν τους δασμούς διατηρώντας όμως τις ποσοστώσεις εισαγωγών στις εξαγωγές χάλυβα και αλουμινίου της Ε.Ε., με τις Βρυξέλλες να αίρουν   επίσης δασμούς στις εισαγωγές των ΗΠΑ. Οι δύο πλευρές επιχείρησαν προς στιγμή να ενισχύσουν την συμφωνία προσφέροντας κίνητρα στις εταιρείες που είναι λιγότερο επιβλαβείς για το περιβάλλον, όμως η προσπάθεια κατέρρευσε, καθώς οι ΗΠΑ επέμειναν να εξαιρεθεί η βιομηχανία του χάλυβα και η Ευρώπη αρνήθηκε να αποκλείσει μόνο την Κίνα από την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά. Ο συμβιβασμός, ο οποίος δεν άφησε ικανοποιημένη καμιά από τις δύο πλευρές, λήγει στις 31 Μαρτίου. Η Ε.Ε. είναι τώρα έτοιμη να αυστηροποιήσει το πλαίσιο για προϊόντα που παράγονται με υψηλότερη περιεκτικότητα σε άνθρακα – βλ. χάλυβας, τσιμέντο, χημικά – και να ευνοήσει τις χώρες που εφαρμόζουν σύστημα τιμολόγησης του άνθρακα, γεγονός το οποίο προκαλεί την έντονη αντίδραση των ΗΠΑ, οι οποίες δεν διαθέτουν εθνικό σύστημα τιμολόγησης άνθρακα.

Σημειωτέον, το 2018 ο Τραμπ επέβαλε δασμούς σε εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από την Ευρώπη αξίας 6,4 δισ. ευρώ και η Ε.Ε. αντεπιτέθηκε με δικούς της δασμούς αμερικανικά προϊόντα αξίας 2,8 δισ. ευρώ – δασμοί σε οι επιπλέον εισαγωγές από τις ΗΠΑ αξίας 3,6 δισ. ευρώ επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ τρία χρόνια αργότερα αλλά δεν επιβλήθηκαν λόγω της συμφωνίας με την κυβέρνηση Μπάιντεν.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η εκτίμηση που κερδίζει έδαφος είναι ότι απώτερος στόχος του Τραμπ στη διαπραγμάτευση με την Ευρώπη δεν είναι τόσο να αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές από την Ευρώπη όσο να μειώσει τους δασμούς για τις εξαγωγές των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η Ε.Ε. θα μπορούσε –για παράδειγμα– να προσφέρει τη μείωση του δασμού στις εισαγωγές αυτοκινήτων από 10% σε 2,5% που είναι το επίπεδο των ΗΠΑ, με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες. Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του Ντόναλντ Τραμπ σε βίντεο για την προεκλογική του καμπάνια, καθώς παρουσίαζε την «αμοιβαία εμπορική δράση του Τραμπ»: «Οι άλλες χώρες θα έχουν δύο επιλογές. Είτε θα μας απαλλάξουν από τους δασμούς στα προϊόντα μας, είτε θα μας πληρώσουν εκατοντάδες δισ. δολάρια και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κάνουν την απόλυτη περιουσία».

Σε έκθεση του Γραφείου Εμπορικής Πολιτικής του Λευκού Οίκου το 2019, επί προεδρίας Τραμπ, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Οι κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου επιτρέπουν στις ξένες χώρες να επιβάλουν σημαντικά υψηλότερους δασμούς στις ΗΠΑ από τους δεσμούς των ΗΠΑ σε ξένες χώρες (…) Σε 132 χώρες και σε περισσότερες από 600.000 σειρές προϊόντων οι εξαγωγείς των ΗΠΑ αντιμετωπίζουν υψηλότερους δασμούς κατά περισσότερο από δύο τρίτα (…) Η Κίνα εφαρμόζει υψηλότερους δασμούς στο 85% των προϊόντων και η Ινδία στο 90% (…) Αν οι ξένοι δασμοί μειωθούν στα επίπεδα των αμερικανικών δασμών, οι εξαγωγική τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και της γεωργίας των ΗΠΑ θα αυξηθούν κατά 9% και 8,6%, αντίστοιχα».

Σύμφωνα με την κατανομή του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ στο ίδιο report, το έλλειμμα με την Κίνα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας αντιπροσωπεύοντας το 48% του συνολικού εμπορικού ελλείμματος της Αμερικής, το 2018. Η Ε.Ε. είναι δεύτερη στη λίστα, αντιπροσωπεύοντας το 19% του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος, με το 40% του ελλείμματος με την Ευρώπη να αποδίδεται στην Γερμανία.

Το ευρωπαϊκό «χαρτί» και οι αμυντικές δαπάνες

Σε μια πρώτη ανάγνωση, ο Τραμπ έχει το πάνω χέρι στη διαπραγμάτευση με την Ευρώπη, η οποία εξάγει περισσότερα αγαθά στις ΗΠΑ απ’ ό,τι οι ΗΠΑ εξάγουν στην Ευρώπη (βλ. γράφημα). Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τις υπηρεσίες, όπου οι ΗΠΑ έχουν αυτή τη φορά το πλεόνασμα και άρα την έκθεση σε πιθανά αντίποινα από την Ε.Ε. Οι Βρυξέλλες κάνουν ήδη τη ζωή δύσκολη σε τεχνολογικούς κολοσσούς όπως η Amazon, η Microsoft, το Netflix ή η Uber, γεγονός που αποτελεί από μόνο του καίριο σημείο της σύνθετης διαπραγμάτευσης. Πέρα από το κανονιστικό πλαίσιο της Ευρώπης αυτό καθαυτό, το οποίο εγείρει εμπόδια στην ελεύθερη λειτουργία των αμερικανικών εφαρμογών, η Κομισιόν έχει επιβάλει πρόστιμα –1,2 δισ. ευρώ στη Meta του Facebook το 2023, για παραβίαση του απορρήτου δεδομένων των πολιτών της Ε.Ε.– τα οποία έχουν θορυβήσει τις ΗΠΑ. Είναι ενδεικτικό ότι ο ευρωπαϊκός νόμος για τις ψηφιακές αγορές εστιάζει σε ενέργειες αθέμιτου ανταγωνισμού από τις μεγάλες πλατφόρμες τεχνολογίας: 5 από τις 7 έχουν έδρα στις ΗΠΑ.

Επιπροσθέτως, η απειλή των δασμών από τον Ντόναλντ Τραμπ σχετίζεται και με τις πιέσεις που ασκεί στην Ευρώπη να αυξήσει την οικονομική της συμμετοχή στο πλαίσιο της διατλαντικής άμυνας, ποσοτικοποιώντας τον στόχο για τις αμυντικές δαπάνες των μελών του ΝΑΤΟ στο 5% ως ποσοστό του ΑΕΠ – από το 2%. Εξάλλου, οποιαδήποτε συμφωνία διευθέτησης στο μέτωπο της Ουκρανίας από τον Τραμπ, το πιθανότερο, θα απαιτήσει μεγαλύτερη συνδρομή της Ευρώπης – ίσως και με στρατεύματα. Οι ΗΠΑ αξιώνουν επίσης από την Ευρώπη να συγκλίνει με την άποψη ότι θα πρέπει να απελευθερωθούν παγωμένα περιουσιακά στοιχεία για να χρηματοδοτηθεί η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, διαδικασία για την οποία θα ενδιαφερθεί σε κάθε περίπτωση η αμερικανική κυβέρνηση με το βλέμμα στις επιχειρήσεις των ΗΠΑ.

Από τη μία, οι δασμοί μειώνουν τις ποσότητες των προϊόντων και ανεβάζουν τις τιμές για τη χώρα που τους επιβάλλει. «Τριάντα πέντε φορές περισσότεροι άνθρωποι από τους εργαζόμενους στο αλουμίνιο καταναλώνουν προϊόντα που φτιάχνονται από αλουμίνιο», έλεγε χαρακτηριστικά από το Νταβός ο Λάρι Σάμερς, προειδοποιώντας ότι με τους δασμούς οι ΗΠΑ θα πυροβολήσουν τα πόδια τους. Από την άλλη, αυτός που έχει το εμπορικό πλεόνασμα, εν προκειμένω η Ευρώπη στα αγαθά, έχει από αυτή την άποψη και το μεγαλύτερο πρόβλημα στο σενάριο του εμπορικού πολέμου, ιδίως από τη στιγμή που η Ε.Ε. αποτελεί ένα αργόσυρτο σύνολο ξεχωριστών κρατών που δεν έχουν πάντα τα ίδια συμφέροντα. Πρόκειται μόνο για κάποιες από τις παραμέτρους που θα κρίνουν τις μικρές ή μεγάλες νίκες των εμπλεκομένων σε έναν εμπορικό πόλεμο. Το βέβαιο είναι ότι ένας συμβιβασμός θα αποτελέσει μονόδρομο για τη μεγαλύτερη εμπορική σχέση στον κόσμο, η οποία ανέρχεται σε αγαθά και υπηρεσίες που ξεπερνούν το 1,5 τρισ. ευρώ ετησίως.

Διαβάστε ακόμη: