Τελευταία φορά που είδαμε στην μικρή οθόνη κάποιος σταρ του Χόλιγουντ να κρατά τηλέφωνο της Blackberry ήταν στο spin-off του Sex and the City πριν μερικούς μήνες, με την Κάρι Μπραντσο (Σάρα Τζέσικα Πάρκερ). Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που το Blackberry με το κομψό του πληκτρολόγιο και την άμεση υπηρεσία mobile email ήταν must σε ταινίες και σειρές του Χόλιγουντ.
Από χθες, η BlackBerry –η εταιρεία που την εποχή της τεράστιας επιτυχίας της ήταν γνωστή ως Research In Motion-οι συσκευές της που χρησιμοποιούν το αρχικό λειτουργικό σύστημα, δεν θα υποστηρίζονται πια και άρα «δεν αναμένεται να λειτουργούν πλέον αξιόπιστα». Η κίνηση, που είχε ανακοινωθεί από το 2020, τελειώνει μία σειρά συσκευών που παραμένει δημοφιλής έως και σήμερα σε μέρη του πλανήτη, για την αξιοπιστία και την ασφάλειά της.
Ουσιαστικά ήταν ένας προδιαγεγραμμένος «θάνατος», αφού η Blackberry, το τηλέφωνο της οποίας «εκτόξευσε» ο Μπαράκ Ομπάμα με την είσοδο του στον Λευκό Οίκο το 2008, είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της το 2016. H αποδρομή είχε ξεκινήσει νωρίτερα από το 2013 οπότε και η εταιρεία πήρε τη μεγάλη απόφαση να διακόψει τη χρήση του δικού της λογισμικού στα κινητά τηλέφωνα, του BB10, και να ενσωματώσει το Android της Alphabet – μητρικής της Google.
Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1984, υπό το όνομα Research in Motion (RIM) από τον ελληνικής καταγωγής Καναδό επιχειρηματία Μάικ Λαζαρίδη και τον Ντάγκλας Φρέγκιν. Οι δύο άνδρες έφεραν την επανάσταση το 1999, όταν κυκλοφόρησαν το πρώτο BlackBerry, έναν αμφίδρομο βομβητή που επέτρεπε στο χρήστη να λαμβάνει και να στέλνει emails, όπου και εάν βρισκόταν. Πολύ σύντομα, το BlackBerry άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι επιχειρήσεις. Τα στελέχη μπορούσαν πια να δουλεύουν πολύ πιο αποτελεσματικά όταν ταξίδευαν ή βρίσκονταν εκτός γραφείου. Το email αντικατέστησε το τηλέφωνο, για να γίνει ο προτιμητέος τρόπος επικοινωνίας στον κόσμο των επιχειρήσεων.
To 2002 η RΙΜ κυκλοφόρησε το πρώτο της τηλέφωνο, συνδυάζοντας τις κλήσεις φωνής με τα emails στην ίδια συσκευή, και τότε η εταιρεία πραγματικά απογειώθηκε. Κάθε επιχειρηματίας ή στέλεχος που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να κυκλοφορεί με ένα BlackBerry. Παράλληλα όμως ήταν δημοφιλές και στην νεολαία καθώς έδινε την δυνατότητα να ανταλλάσσουν μηνύματα χωρίς να καταναλώνουν υπόλοιπο από το κινητό τους.
Στο αποκορύφωμα της δόξας του, το BlackBerry κατείχε μερίδιο αγοράς 50% στα smartphones. Το 2007, η RIM ήταν η πολυτιμότερη επιχείρηση στο χρηματιστήριο του Τορόντο, με κεφαλαιοποίηση 67 δισ. δολαρίων, καθώς τα BlackBerry μετρούσαν 10 εκατ. συνδρομητές.
Ο ιδρυτής
Ο Μιχάλης (Μάικ) Λαζαρίδης γεννήθηκε το 1961 στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ποντιακής καταγωγής, οι οποίοι το 1966 μετανάστευσαν στο Οντάριο του Καναδά. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο πανεπιστήμιο του Γουοτερλού και το 1985, μαζί με τους φίλους του, με δανεικό κεφάλαιο 15.000 δολαρίων από τους γονείς του και μια μικρή κρατική επιχορήγηση, ξεκίνησε την περιπέτεια της RIM, που έμελε να αναδείξει το ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιό του και τελικά να εξελιχτεί στην πιο θεαματική ίσως επιτυχία στον καναδικό επιχειρηματικό κόσμο των τελευταίων δεκαετιών.
Ο Μάικ Λαζαρίδης μπήκε στη λίστα του περιοδικού TIME με τις 100 σημαντικότερες προσωπικότητες του κόσμου και τον Ιούνιο του 2008, η μετοχή της εταιρείας του άγγιξε το ιστορικό υψηλό των 149,90 δολαρίων.
Αλλά μετά, «χτύπησε» η παγκόσμια κρίση και βασικά ο Στιβ Τζομπς με το iPhone. Τα στελέχη της RIM υποτίμησαν αρχικά το smartphone της Apple, το οποίο κυκλοφόρησε στις αρχές του 2007. Εκ τότε, η RIM ήταν ένα βήμα πίσω από Τζομπς και την Apple. H «κατηφόρα» της ήταν πια ανεξέλεγκτη στις αρχές της δεκαετίας, όταν η μετοχή της έπεσε στα 6 δολάρια, ο Λαζαρίδης αποχώρησε από την εταιρεία και η RIM μετονομάστηκε σε BlackBerry, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κάνει μια νέα αρχή.
Από το 2012 κιόλας τα Blackberry και η εταιρεία ήταν σε «life support». Όσες προσπάθειες ανάνηψης και αν έκαναν οι ιθύνοντες δεν πέτυχαν. Μετά την παραίτηση των δύο επικεφαλής της εταιρείας, Μάικ Λαζαρίδη και Τζιμ Βαλζίλι, ο διευθύνων σύμβουλος Τόρστεν Χάινς πόνταρε στο νέο λειτουργικό σύστημα της συσκευής και σε νέα προϊόντα.
Ο υπολογιστής-ταμπλέτα «PlayBook» της RIM, με τον οποίο πόνταρε να «απαντήσει» στο iPad της Apple, δεν είχε την προσδοκώμενη ανταπόκριση στην αγορά, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στην άλλοτε κραταιά RIM.