Την Τετάρτη 11 Ιανουαρίου του 2023, η ρωσική κυβέρνηση επέστρεψε στις εργασίες της. Ο πρόεδρος Πούτιν έμοιαζε χαλαρός: «Αγαπητοί συνάδελφοι, θέλω να σας ευχαριστήσω για τη δουλειά που έγινε το 2022…» Στη συνέχεια απαρίθμησε τους στόχους για τη νέα χρονιά: ανάπτυξη των διεθνών συναλλαγών, βελτίωση των οδικών υποδομών, αύξηση των μισθών, διευθέτηση των «δημογραφικών δυσκολιών». Ξαφνικά στράφηκε στον υπουργό Βιομηχανίας και Εμπορίου Ντένις Μαντούροφ και του είπε: «Πού είναι τα συμβόλαια; Κάνεις τον βλάκα;»

Η σκηνή μεταδόθηκε εκατό φορές. Οι τίτλοι των ρεπορτάζ που ακολούθησαν θα μπορούσε να έχουν γραφτεί πριν από δέκα, είκοσι χρόνια: «Ο Πούτιν ζήτησε την κυρίαρχη ανάπτυξη της Ρωσίας», «Ο Πούτιν ζήτησε τη μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων», «Ο Πούτιν ζήτησε τη στήριξη των επιχειρηματιών».

Αυτό είναι λοιπόν, η Ρωσία σε εμπόλεμη κατάσταση; Μια κανονική χώρα, με έναν Πρόεδρο ελάχιστα λαϊκιστή, που ενδιαφέρεται για την ποιότητα των δρόμων στις απομακρυσμένες επαρχίες; Η μήπως το πραγματικό του πρόσωπο είναι εκείνο που έδειξε μερικές ημέρες αργότερα στους εορτασμούς για τα 80 χρόνια από το τέλος του αποκλεισμού του Λένιγκραντ; Εκείνη την ημέρα συνέκρινε τον πόλεμο στην Ουκρανία με την εισβολή των Ναζί, αλλά και του Ναπολέοντα, όταν «όλη η Ευρώπη» τα έβαζε με τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η χώρα δέχεται για άλλη μια φορά επίθεση και η μάχη είναι υπαρξιακή.

Εδώ κι έναν χρόνο, υπάρχουν δύο Πούτιν: αυτός που προβάλλει την κανονικότητα μιας απλής «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» κι εκείνος που αποδέχεται τον δραματικό χαρακτήρα του πολέμου και ζητά από τους συμπατριώτες του να δείξουν ηρωισμό. «Δεν πρόκειται μόνο για μια επικοινωνιακή τακτική», λέει η πολιτειολόγος Τατιάνα Στανόβαγια, από το ίδρυμα R.Politik. «Ο Πούτιν θέλει να διατηρήσει ένα αίσθημα κανονικότητας, να δείξει στους πολίτες ότι μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν τη ζωή τους. Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή, αντίθετη με τη στάση τής πιο ριζοσπαστικής πτέρυγας του καθεστώτος που ζητά μια ολοκληρωτική κινητοποίηση της οικονομίας και του πληθυσμού».

Η επιλογή αυτή αποτυπώνεται και στο πρόγραμμα του Προέδρου. Παρόλο που αναφέρεται συχνά στη σύγκρουση, για να πει ότι τα πράγματα εκτυλίσσονται σύμφωνα με το πλάνο, τα γεγονότα που συνδέονται με την Ουκρανία είναι λιγοστά. Μέσα σε έναν χρόνο, το Κρεμλίνο ανήγγειλε μόνο μια επίσκεψη στη «ζώνη της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», τον περασμένο Δεκέμβριο. Στην πραγματικότητα, ο Ρώσος Πρόεδρος δεν πήγε ποτέ πέρα από το Ροστόφ επί του Ντον, πέντε ώρες με αυτοκίνητο από το μέτωπο.

Τον Νοέμβριο, υπό πίεση, ο Πούτιν δέχθηκε τις μητέρες και τις συζύγους των στρατιωτών που έχουν επιστρατευθεί, αφού όμως είχε γίνει αυστηρή επιλογή ώστε οι γυναίκες αυτές να είναι εκλεγμένες αξιωματούχοι ή μέλη πατριωτικών οργανώσεων.

Ο Πούτιν παραμένει έτσι πιστός σε αυτό που πάντα ήταν, ή τουλάχιστον ήταν τα τελευταία χρόνια. Αν ο Ζελένσκι είναι ένας νέος Τσόρτσιλ, εκείνος κατέφυγε στο μπούνκερ του πριν ακόμη ξεκινήσει ο πόλεμος. «Η πρόσβαση στον Πρόεδρο έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολη», παρατηρεί ο πολιτειολόγος Αμπάς Γκαλιάμοφ, που έγραφε τους λόγους του τη δεκαετία του 2000 και σήμερα ζει εξόριστος. «Απ’ ό,τι ξέρουμε, οι καθημερινές του επαφές περιορίζονται στον φίλο του επιχειρηματία Γιούρι Κόβαλτσουκ και στον επικεφαλής του συμβουλίου ασφαλείας Νικολάι Πάτρουσεφ, τους δύο ανθρώπους που τον ενθάρρυναν να ξεκινήσει τον πόλεμο.»

Μια άλλη τακτική είναι η ανάθεση παράλληλων αποστολών σε ανταγωνιστικούς οργανισμούς. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, με τον πρωθυπουργό Μιχαήλ Μισούστιν και τον προκάτοχό του Ντμίτρι Μεντβέντεφ.

Η Τατιάνα Στανόβαγια διακρίνει πάντως μια απογοήτευση, ίσως και μια μορφή μελαγχολίας, στους λόγους που εκφωνεί ο Πούτιν από τον Νοέμβριο και μετά. Ο Ρώσος Πρόεδρος επαναλαμβάνει, για παράδειγμα, ότι η Ρωσία δεν είχε επιλογή και καταλογίζει την ευθύνη για τη συνέχιση του πολέμου στη Δύση. «Τον Νοέμβριο άρχισε να καταλαβαίνει ότι η σύγκρουση με τη Δύση θα συνεχιστεί, χωρίς δυνατότητα εξόδου για κείνον. Γι’ αυτό και άρχισε να προβάλλει εκ νέου την απειλή των πυρηνικών όπλων».

Δημοσίως, ο αρχηγός του ρωσικού κράτους δεν αναγνωρίζει παρά ένα λάθος: ότι δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία νωρίτερα. «Δεν μπορεί να πει περισσότερα, θα ήταν ένδειξη αδυναμίας», σημειώνει ο Γκαλιάμοφ. «Υπάρχουν όμως μερικές ενδείξεις ότι θεωρεί πως δεν τον πληροφόρησαν καλά και προσπαθεί να βελτιώσει τον τρόπο με τον οποίο μεταβιβάζονται οι εντολές».

Κατά τα άλλα, ο Πούτιν εξακολουθεί να διακατέχεται από τις πολύ προσωπικές του εμμονές, όπως φάνηκε στη βίαιη επίθεση που εξαπέλυσε στη Δύση στις 30 Σεπτεμβρίου 2022, όταν ανακοινώθηκε η προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών περιοχών στη Ρωσία. Και είναι περισσότερο πεισμένος από ποτέ για τον ιστορικό του ρόλο. Δεν θέλει πλέον μόνο να «προστατεύσει» τη Ρωσία, αλλά και «να πάρει πίσω αυτά που της ανήκουν».