Ακόμη και με προσφυγές απειλούν επιχειρήσεις και ξενοδοχεία για το νέο ανταποδοτικό «τέλος τοπικής βιώσιμης ανάπτυξης» που αποφάσισε πολύ πρόσφατα ο δήμος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης.
Το σκεπτικό της απόφασης στηρίζεται στο γεγονός ότι «η υλοποίηση των έργων θα εξυπηρετήσει και θα αναβαθμίσει συνολικά την περιοχή και θα συμβάλλει στην ομαλή βιώσιμη ανάπτυξη του δήμου, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων των κατοίκων και την αναβάθμιση όλων των επιχειρήσεων, δεδομένου ότι πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την επιβολή του συγκεκριμένου ειδικού ανταποδοτικού τέλους Τοπικής Βιώσιμης Ανάπτυξης σύμφωνα με το από 8-12-2024 έγγραφο της Νομικής Υπηρεσίας».
Με βάση την εγκριτική απόφαση της περασμένης Δευτέρας, στις 16/12 όπως αυτή αναλύεται στο πρακτικό της Δημοτικής Επιτροπής του δήμου 3Β, το ειδικό ανταποδοτικό τέλος περιλαμβάνει τους εξής συντελεστές: για τα ξενοδοχεία 12,6 ευρώ ανά τ.μ., για τις επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης 8 ευρώ ανά τ.μ. όπως επίσης και για τις εμπορικές επιχειρήσεις άνω των 100 τ.μ., για τις εμπορικές επιχειρήσεις κάτω των 100 τ.μ., το τέλος είναι 1,10 ευρώ, ενώ για τις κατοικίες το τέλος είναι 0,45 ευρώ ανά τ.μ.. Τα έσοδα από το νέο τέλος θα χρηματοδοτήσουν κατά τις πληροφορίες απαλλοτριώσεις με στόχο την ανάπτυξη κοινόχρηστων χώρων.
Η εξέλιξη αυτή ήδη έχει κινητοποιήσει τις επιχειρήσεις στην περιοχή με την πλευρά των ξενοδοχείων ειδικά να υποστηρίζει ότι το νέο αυτό τέλος έρχεται να προστεθεί στα αυξημένα φορολογικά βάρη στα οποία καλείται να ανταπεξέλθει ο κλάδος από το νέο έτος με το αυξημένο τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση και το τέλος παρεπιδημούντων. H καταβολή του τέλους θα εκκινήσει από τις αρχές Μαρτίου.
Χθες το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) παρουσίασε μελέτη για το σύνολο των φόρων που επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος σε σύγκριση και με άλλους κλάδους, γεγονός το οποίο τόνισε και η πρόεδρος του ΙΤΕΠ κ. Κωνσταντίννα Σβύνου: «Γίνεται ευκόλως διακριτή η υψηλή φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου και η άνιση αντιμετώπισή του σε σχέση με τους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα γίνεται σαφές, ότι ο κλάδος παράγει εισοδήματα, τα οποία κατανέμονται σε άλλους κλάδους της οικονομίας σχεδόν σε διπλάσιο ποσοστό από το μέσο όρο των υπολοίπων κλάδων».
Σταχυολογώντας, τα κυριότερα συμπεράσματα της μελέτης διαπιστώνονται τα εξής:
-Οι καθαροί φόροι που επιβαρύνουν άμεσα και έμμεσα το κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος αποτελούν το 19,1% του συνολικού κόστους παραγωγής, έναντι 10,2% που είναι, κατά μέσο όρο, η αντίστοιχη επιβάρυνση για τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
-Η συμμετοχή των καθαρών φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος είναι κατά 87,3% υψηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη στους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έχοντας μάλιστα αυξηθεί κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.
-Η αύξηση της συμμετοχής των φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος κατά την εξεταζόμενη περίοδο είναι σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη αύξηση στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (+22,4% έναντι +13,3%).
-Οι συνολικές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις έχουν αυξηθεί, συνιστώντας σχεδόν το του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος (23,5%), από περίπου το που ήταν προ δεκαετίας (19,9%). Αντίθετα, στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 15,6%, αυξημένο κατά μόλις 1 ποσοστιαία μονάδα κατά την ίδια περίοδο.
–Το 44% των εισοδημάτων που δημιουργεί ο ξενοδοχειακός κλάδος κατανέμεται στους άλλους, πλην του ξενοδοχειακού, κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έναντι του 28% που κατά μέσο όρο διανέμουν οι έτεροι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας.
Η μελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο ερευνητικής συνεργασίας ανάμεσα στο ΙΤΕΠ και το Πάντειο Πανεπιστήμιο, με επιστημονικά υπεύθυνο τον κ. Γιώργο Σώκλη, Επίκουρο Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου.