Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με τους εμπορικούς της εταίρους ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής την περασμένη δεκαετία και επιταχύνθηκε περαιτέρω τα τελευταία έτη, τονίζει η Alpha Βank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία.

Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, τη βελτίωση του δείκτη εξωστρέφειας της χώρας (trade openness) και τη σύγκλισή του με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και, αφετέρου, την αύξηση του μεριδίου των ελληνικών εξαγωγών αγαθών στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριών δεκαετιών. Αν και το πρώτο δίμηνο του 2024 οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών υποχώρησαν σε σύγκριση με το περασμένο έτος, από το 2010 μέχρι σήμερα η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ έχει αυξηθεί σημαντικά, υπερβαίνοντας μάλιστα το 2023 το αντίστοιχο ποσοστό των εξαγωγών υπηρεσιών.

Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας διαμορφώνει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την περαιτέρω άνοδο των ελληνικών εξαγωγών μεσοπρόθεσμα, μετριάζοντας έτσι τους κινδύνους αποδυνάμωσης της εξωτερικής ζήτησης ως απόρροια του ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος. Πράγματι, στην τρέχουσα συγκυρία, η γεωπολιτική αβεβαιότητα παρουσιάζεται αυξημένη, καθώς ενδεχόμενη κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή μεταξύ Ισραήλ και Ιράν μπορεί να οδηγήσει σε εκ νέου άνοδο των τιμών της ενέργειας, σε διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και σε αύξηση του κόστους μεταφοράς.

Στο παρόν Δελτίο αναλύονται διαχρονικά οι δείκτες εξωστρέφειας και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, εξετάζεται η εξέλιξη και η διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών αλλά και η ανοδική πορεία των κλάδων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά.

Δείκτης Εξωστρέφειας και Μερίδιο των Ελληνικών Εξαγωγών στο Διεθνές Εμπόριο

Πρώτον, ο δείκτης εξωστρέφειας, ο οποίος αντανακλά τη σημασία του διεθνούς εμπορίου για την ελληνική οικονομία, μετριέται ως ο λόγος του συνόλου των εισαγωγών και εξαγωγών προς το ΑΕΠ και έχει σημειώσει σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Το 2023, ο εν λόγω δείκτης προσέγγισε το 95%, πλησιάζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο που διαμορφώθηκε σε 101,7%. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο εν λόγω δείκτης το 2010 ήταν μόλις 51%, ενώ, κατά μέσο όρο, τη δεκαετία του 1990 δεν ξεπερνούσε το 40%.

Δεύτερον, σύμφωνα με την Alpha Bank, το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών αγαθών επί των συνολικών εξαγωγών αγαθών παγκοσμίως καταγράφει επίσης σημαντική αύξηση. Συγκεκριμένα, το 2010, οι εξαγωγές αγαθών της Ελλάδας αντιπροσώπευαν το 0,18% των παγκόσμιων εξαγωγών αγαθών, με το εν λόγω ποσοστό να υποχωρεί στο 0,17% το 2015 και έκτοτε να ακολουθεί ανοδική πορεία για να διαμορφωθεί στο 0,23% το 2023, το οποίο αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό από το 1992. Η επίδοση αυτή της Ελλάδας καθίσταται ακόμη πιο σημαντική εάν ληφθεί υπόψη ότι έλαβε χώρα σε μία περίοδο ενίσχυσης του παγκόσμιου εμπορίου. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 2010-2023, οι εξαγωγές αγαθών παγκοσμίως αυξήθηκαν κατά 5,2%, κατά μέσο όρο, ωστόσο στην Ελλάδα η άνοδος ήταν μεγαλύτερη (6,7%), με αποτέλεσμα την αύξηση του μεριδίου της χώρας μας. Η αύξηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την πτωτική τάση του μεριδίου των εξαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο υποχώρησε από 31,16% το 2010 σε 30,25% το 2023.

Ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας και Διεθνώς Εμπορεύσιμα Αγαθά

Στο Γράφημα 2 απεικονίζεται το μερίδιο επί της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) των κλάδων παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών που, για τις ανάγκες της παρούσας ανάλυσης, ορίζονται ως η γεωργία, η βιομηχανία, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, οι υπηρεσίες παροχής καταλύματος, τις υπηρεσίες εστίασης και οι μεταφορές. Παρά το γεγονός ότι το μερίδιο των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων υποχώρησε ελαφρώς σε 47,2% το 2023, από 48,9% το 2022, αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας (2010: 40,6%). Όλοι οι επιμέρους κλάδοι που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες έχουν ενισχύσει τα μερίδιά τους σε σύγκριση με το 2010, με το ποσοστό της βιομηχανίας επί της συνολικής ΑΠΑ να ανέρχεται, το 2023, σε σχεδόν 16% από 12,3%, του ευρύτερου κλάδου που περιλαμβάνει τον τουρισμό και το εμπόριο να ενισχύεται κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες και το μερίδιο του πρωτογενούς τομέα να αυξάνεται από 3,4% σε 4,3%.

Σε ετήσια βάση, ωστόσο, η ΑΠΑ της βιομηχανίας μειώθηκε (σε τρέχουσες τιμές), ενώ το προϊόν του ευρύτερου κλάδου που περιλαμβάνει το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, τον τουρισμό και τις μεταφορές σημείωσε άνοδο, με ρυθμό χαμηλότερο της συνολικής ΑΠΑ. Επιπρόσθετα, η ΑΠΑ των κατασκευών αλλά και των λοιπών κατηγοριών υπηρεσιών, όπως ενημέρωση και επικοινωνία, χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες, επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες και τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία, αυξήθηκε με ρυθμό εντονότερο από το σύνολο της ΑΠΑ, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η συμμετοχή τους σε αυτήν. Άλλωστε ο τριτογενής τομέας, εξαιρουμένων του εμπορίου, των καταλυμάτων, της εστίασης και των μεταφορών, είχε την υψηλότερη συμβολή στην άνοδο της ΑΠΑ (βλ. Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 29.3.2024).

Επιπρόσθετα, στο Γράφημα 2 απεικονίζεται ο δείκτης σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (Real Effective Exchange Rate-REER ), ως προς το διεθνές εμπόριο της χώρας, σε πραγματικούς όρους, με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας (Unit Labour Cost ). Το γεγονός ότι η τροχιά του δείκτη είναι καθοδική συνεπάγεται βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας στη χρονική περίοδο που εξετάζεται, δεδομένου ότι ο δείκτης REER έχει αντιστρόφως ανάλογη σχέση με τη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αυτό ήταν αποτέλεσμα, σε σημαντικό βαθμό, της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Το 2020, η καθοδική πορεία διακόπηκε εξαιτίας της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ ο δείκτης REER μειώθηκε εκ νέου την τελευταία τριετία. Ειδικότερα για την περυσινή χρονιά, αν και το κόστος ανά μονάδας εργασίας αυξήθηκε, ο ρυθμός ανόδου ήταν ηπιότερος σε σύγκριση με τους βασικούς εμπορικούς εταίρους στην ΕΕ-27 -πρωτίστως λόγω της ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας- και, ως εκ τούτου, η ανταγωνιστικότητα της χώρας μας σε όρους κόστους εργασίας, ενισχύθηκε περαιτέρω.

Διαβάστε ακόμη: