Στο στόχαστρο των ελεγκτικών αρχών και συγκεκριμένα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές δραστηριότητες φέρεται να βρίσκεται κύκλωμα εξαπάτησης επενδυτών μέσω του προγράμματος «χρυσή βίζα», που εισέπραττε προκαταβολές για ακίνητα, που όμως στη συνέχεια δεν παρέδιδε στους αγοραστές.
Όπως αναφέρει ρεπορτάζ της εφημερίδας Καθημερινής, η περίπτωση αφορά κυρίως Κινέζους επενδυτές και γι’ αυτόν τον σκοπό διερευνάται μια σειρά συναλλαγών στην αγορά ακινήτων.
Πάντως, σύμφωνα με παράγοντες που δραστηριοποιούνται επί χρόνια στον τομέα των προγραμμάτων επενδυτικής μετανάστευσης, η περίπτωση αυτή μάλλον συνδέεται με εταιρεία ή εταιρείες ανάπτυξης κατοικιών, αποκλειστικά για πώληση σε επενδυτές της «χρυσής βίζας». Εκτιμούν ότι εισπράχθηκαν μεγάλες προκαταβολές ή ακόμη και το συνολικό τίμημα, χωρίς ποτέ να υπάρχει η πρόθεση παράδοσης των ακινήτων. Ενδεχομένως να πουλήθηκε ακόμη και το ίδιο ακίνητο πολλές φορές, δηλαδή σε πολλούς διαφορετικούς επενδυτές.
Μια άλλη περίπτωση που είχε σημειωθεί πριν από μερικά χρόνια αφορούσε έναν δικηγόρο, ο οποίος λειτούργησε ως πληρεξούσιος για επενδυτή, εισέπραξε 350.000 ευρώ για να αγοράσει ακίνητο και στη συνέχεια εξαφανίστηκε μαζί με τα χρήματα. Μάλιστα σε αυτή την υπόθεση, που έφτασε στα δικαστήρια, είχε ενοχοποιηθεί άθελά του και ο μεσίτης που είχε μεσολαβήσει για την αγοραπωλησία, αν και τελικά αθωώθηκε, καθώς δεν είχε καμία εμπλοκή στη δράση του συγκεκριμένου δικηγόρου.
Τέτοιες περιπτώσεις βέβαια δεν αποτελούν τον «κανόνα» στην αγορά ακινήτων, αλλά αποκαλύπτουν τα κενά που υπάρχουν, κυρίως σε επίπεδο ελέγχων, τα οποία δίνουν το περιθώριο σε επιτήδειους να εξαπατήσουν επενδυτές και παράλληλα να αμαυρώσουν και το πρόγραμμα «χρυσή βίζα», που αποδείχθηκε πιο επιτυχημένο από ό,τι ίσως θα έπρεπε, καθώς οδήγησε στην ανάγκη να μειωθεί η απήχησή του ώστε να μην ανταγωνίζονται οι ξένοι επενδυτές τους εγχώριους αγοραστές.
Ο κύριος λόγος είναι ασφαλώς το «φούσκωμα» των τιμών πώλησης, ακόμη και για ακίνητα χαμηλότερης εμπορικής αξίας από τα 250.000 ευρώ, που ήταν μέχρι πρόσφατα το «κατώφλι» για την εξασφάλιση άδειας διαμονής. Τα προηγούμενα χρόνια το φαινόμενο των μεγάλων «καπέλων» από τυχοδιώκτες και ξένους επιτήδειους παραμεσίτες προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις.
Οι μεσάζοντες αυτοί ουσιαστικά εξαπατούσαν τους συμπατριώτες τους πουλώντας τους ελληνικά ακίνητα με διογκωμένες αξίες και την υπόσχεση μελλοντικών υπεραξιών, οι οποίες όμως δύσκολα θα προκύψουν όταν αποκτώνται ακίνητα για 250.000 ευρώ, τη στιγμή που η εύλογη αξία τους είναι πολύ χαμηλότερη. Βέβαια, την τελευταία διετία, ακριβώς λόγω της μεγάλης αύξησης των τιμών, οι αποκλίσεις αυτές έγιναν όλο και μικρότερες, καθώς πλέον η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης στο κέντρο της Αθήνας διαμορφώνεται σε 2.100-2.200 ευρώ/τ.μ., δηλαδή είναι εύκολο να βρεθούν ακίνητα με τιμή κοντά στις 250.000 ευρώ. Αυτός ήταν και ο λόγος που τελικά αποφασίστηκε πέρυσι η αύξηση του ορίου της «χρυσής βίζας» στις 500.000 ευρώ και πλέον από τις αρχές του φετινού Σεπτεμβρίου στις 800.000 ευρώ στο σύνολο της Αττικής.
Στο παρελθόν ήταν συχνό και το φαινόμενο των απευθείας συναλλαγών μεταξύ του πωλητή και εταιρειών που λειτουργούσαν ως διαμεσολαβητές, εισπράττοντας παχυλές προμήθειες. Οι εταιρείες αυτές, που είχαν συνήθως τη μορφή ΙΚΕ και κάτοχο κάποιον Κινέζο «επιχειρηματία», αγόραζαν τα ακίνητα για λογαριασμό του επενδυτή συμπατριώτη τους, λειτουργώντας ως πληρεξούσιοι. Σε ορισμένες τέτοιες συναλλαγές είτε έγιναν μεγάλες υπερτιμολογήσεις των ακινήτων, είτε υπήρξαν ακόμη και περιπτώσεις που τα χρήματα τα οποία κατατέθηκαν από τον επενδυτή έγιναν «καπνός».
Σήμερα, πάντως, όπως αναφέρουν αρμόδιοι δικηγόροι, η ορθή πρακτική επιτάσσει την απευθείας καταβολή των χρημάτων με τη μορφή εμβάσματος, ή δίγραμμης τραπεζικής επιταγής, απευθείας από τον επενδυτή στον πωλητή και ιδιοκτήτη του ακινήτου. Το κατά πόσον τελικά ο πωλητής θα εισπράξει το σύνολο του ποσού ή θα αποδώσει μέρος αυτού στους μεσάζοντες υπό μορφήν προμήθειας, ελέγχεται και σίγουρα δεν αποτελεί εξαπάτηση του επενδυτή, παρά μόνο αν το προς αγορά ακίνητο είναι ευτελούς αξίας και δεν μπορεί να αξιοποιηθεί επενδυτικά.
Τέτοιες περιπτώσεις όμως σπανίζουν πλέον στην αγορά, αν και πριν από την πανδημία ήταν αρκετά συχνότερες, ιδίως στα πρώτα χρόνια του προγράμματος, την περίοδο 2014-2016, όταν και η ελληνική αγορά ακινήτων βρισκόταν στο ναδίρ της.