Συνδυάζοντας τις δυνάμεις τους το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, και ειδικά η Γενική Γραμματεία Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, και το υπουργείο Υγείας διοργάνωσαν νωρίτερα σήμερα ημερίδα με θέμα την τεχνητή νοημοσύνη, τα όρια και τις ευκαιρίες που προσφέρει και, κυρίως, τις εφαρμογές που μπορεί να έχει στον αυτισμό, είτε αφορά την έγκαιρη διάγνωση, είτε τη διευκόλυνση του ατόμου.
Ανοίγοντας τις εργασίες της ημερίδας, η οποία είχε ως στόχο την ευαισθητοποίηση και την ενημέρωση του κοινού και πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, ο γενικός γραμματέας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Αθανάσιος Στάβερης σημείωσε ότι «ενώνουμε την τεχνολογία με ένα πολύ βασικό κομμάτι της κοινωνίας μας, την υγεία και σήμερα αγγίζουμε το ιδιαίτερο θέμα του αυτισμού».
Τόσο το άτομο, όσο και οι οικείοι του «ανεβαίνουν έναν Γολγοθά καθημερινό. Έχουν και ψυχολογικές επιπτώσεις, οικονομικές επιπτώσεις και φτάνουμε ακόμα και στο σημείο να υπάρχουν φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού» είπε ο κ. Στάβερης προσθέτοντας αναφορικά με την τεχνητή νοημοσύνη ότι «σήμερα έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε κάτι μοναδικό. Αυτό το παράθυρο ευκαιρίας, αυτή η πόρτα άνοιξε το καλοκαίρι με τον νόμο 4961» του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα, η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση «ανοίγει τον δρόμο για να χρησιμοποιήσουμε πλέον τις νέες τεχνολογίες σε θέματα που είναι ευαίσθητα, όπως είναι ο αυτισμός. Υπάρχουν τεχνολογικά όπλα τα οποία θα αφαιρέσουν πόνο οικονομικό, κοινωνικό από τους γονείς των παιδιών που έχουν αυτισμό, θα δώσουν όπλα στους επιστήμονες, στους γιατρούς να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τον αυτισμό, στο τέλος της ημέρας θα δώσουν τη δυνατότητα στα παιδιά και στους ενήλικες να μπορούν να ενταχθούν μέσα σε μια κοινωνία η οποία είναι σύγχρονη».
Χαιρετίζοντας τις εργασίες της ημερίδας ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκος Πιερρακάκης αναφέρθηκε στους δύο κεντρικούς ομιλητές και αφότου ευχαρίστησε και συνεχάρη τον αρχιμανδρίτη κ. Καβαλιώτη «για την μέριμνά του και για το ενδιαφέρον» για τον αυτισμό, σημείωσε ότι ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης «έχει θεμελιώσει και έχει αποδείξει με την τεράστια ακαδημαϊκή και ερευνητική του συνεισφορά αλλά και με την κοινωνική του μέριμνα» το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα και τα κοινωνικά ζητήματα, όπως ο αυτισμός.
Όπως είπε ο κ. Πιερρακάκης, μιλώντας για την τεχνητή νοημοσύνη, «μιλάμε ουσιαστικά, για το μέλλον το οποίο πλέον έχει έρθει στο παρόν, δεν μιλάμε απλά και μόνο για το μέλλον. Ο Θανάσης Στάβερης ανέφερε μία σχετική νομοθετική πρωτοβουλία που πήραμε το περασμένο καλοκαίρι χωρίς κατά ανάγκην αυτό να είναι η ”Λυδία λίθος” ή όπως λένε οι αγγλοσάξονες το ”silver bullet” (η ασημένια σφαίρα) της προσέγγισης που πρέπει να έχει ένα κράτος γενικά για την τεχνητή νοημοσύνη. Εκεί κινούμεθα με βάση τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, πολύ απλά έχουμε μία θέση στο τραπέζι αλλά για πρώτη φορά ασκούμε τα σχετικά δικαιώματα αυτής της θέσης, δηλαδή έχουμε γνώμη στο τραπέζι στο πώς διαμορφώνονται οι ευρωπαϊκές ρυθμίσεις σε τεχνολογικό επίπεδο».
Ωστόσο, ο υπουργός επισήμανε ότι αυτή τη στιγμή «η κεντρική ρύθμιση την οποία περιμένουμε -γιατί όλα αυτά είναι ένα οικοδόμημα-, είναι ο κανονισμός για την τεχνητή νοημοσύνη» προσθέτοντας ότι σε αυτού τους είδους τα ζητήματα «προβάλλει η Ελλάδα και η Ευρώπη τις αξίες της στην Τεχνολογία». «Η τεχνολογία είναι ουδέτερη» τόνισε ο κ. Πιερρακάκης εξηγώντας ότι «εξαρτάται από το πώς εσύ προβάλεις τις αξίες σου πάνω της και το πώς τη χρησιμοποιείς. Το κάνεις με τη λογική ενός προηγούμενου σπουδαίου Έλληνα από τον Κωνσταντίνο, του Μάικλ Δερτούζου στο ΜΙΤ που είναι ότι βάζεις ανθρωποκεντρική προσέγγιση στους υπολογιστές ή το κάνεις με έναν τρόπο διαφορετικό».
«Εμείς επιλέξαμε να προβάλλουμε, ουσιαστικά, τις αξίες μας και σαν Έλληνες και σαν Ευρωπαίοι στην εξέλιξη της τεχνολογίας» τόνισε ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, φέρνοντας ως παράδειγμα την υποχρέωση των επιχειρήσεων οι οποίες χρησιμοποιούν αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης για εργασιακά θέματα να τους δημοσιεύουν. «Υπάρχουν πολλά ακόμη τα οποία πρέπει να γίνουν και θα γίνουν» είπε ο κ. Πιερρακάκης. Σχετικά με τις εξελίξεις στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, ο υπουργός τόνισε ότι «πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση είναι αυτά τα εργαλεία να τα χρησιμοποιήσεις αντί να σε χρησιμοποιήσουν αυτά. Να κάνουν, δηλαδή, μία διάσταση ενδυνάμωσης. Και ειδικά για την Τεχνητή Νοημοσύνη νομίζω ότι μπορεί κανείς να πει ότι μπορεί να συγκριθεί μόνο με την πυρηνική σχάση: είναι επαναστατική και καινοτόμα. Και πρέπει να την αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
Ως προς τον αυτισμό και την τεχνητή νοημοσύνη, ο κ. Πιερρακάκης σχολίασε ότι υπάρχει «μία πρόσθετη ευαισθητοποίηση τα τελευταία χρόνια, έχουμε πολλά παιδιά τα οποία πλέον μπορούμε με έγκαιρη διάγνωση να δούμε ότι βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού και έχουμε μία σειρά από παρεμβάσεις όπως λογοθεραπείες/ εργοθεραπείες/ ψυχοθεραπείες για να κάνουμε έγκαιρη παρέμβαση». Προσέθεσε δε ότι «γνωρίζουμε ότι σε περιπτώσεις οι οποίες ναι μεν βρίσκονται στο φάσμα αλλά είναι δυνητικά υψηλής λειτουργικότητας, δεν είναι βαθιά στο φάσμα, μπορούμε με την έγκαιρη και πρόωρη παρέμβαση γύρω στα δύο, τρία έτη να έχουμε θεαματικά αποτελέσματα».
«Εδώ έρχεται η Τεχνολογία να βοηθήσει» είπε ο υπουργός, σημειώνοντας κάποιες πιθανές εφαρμογές όπως η χρήση αλγορίθμων «τεχνητής νοημοσύνης στις μαγνητικές τομογραφίες των παιδιών από πολύ νεαρή ηλικία, μέχρι συστήματα τα οποία θα χρησιμοποιούν επίσης εξελιγμένους τρόπους, είτε νέα ρομπότ τα οποία θα έρθουν, είτε συστήματα που βιντεοσκοπούν τους γονείς με τα παιδιά και μπορούν να δουν την αλληλεπίδραση μεταξύ τους». Όπως υπογράμμισε ο ίδιος, «η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει και για την ανίχνευση και για την εκπαίδευση και για την αρωγή. Η δουλειά η δική μας λίγο-πολύ εδώ είναι να κάνουμε αυτό το οποίο έχουμε επιδιώξει να κάνουμε και σε άλλα πράγματα πιο απλά που λύνουμε ως εκκρεμότητες του παρελθόντος αυτή τη στιγμή. Να αξιοποιήσουμε καταλυτικά την τεχνολογία και να την αντιμετωπίσουμε σε μεγάλο βαθμό σαν δημόσιο αγαθά που μπορεί να έρθει και να λύσει πολύ συγκεκριμένα προβλήματα».
Κλείνοντας, ο κ. Πιερρακάκης τόνισε σχετικά με τον όρο «αριστεία» ότι «δεν πρέπει, ειδικά σε παιδιά τα οποία αντιμετωπίζουν προκλήσεις, να οριστεί ως μία κατάσταση που υψώνει τείχη γιατί η παιδεία είναι διεργασία, δεν είναι κατάσταση. Ο στόχος μας πρέπει να είναι ειδικά τα επόμενα χρόνια που περνάμε από τον παλιό τρόπο σκέψης της εκπαίδευσης του ενός πτυχίου και του ενός μεταπτυχιακού, σε έναν διαρκή εμπλουτισμό δεξιοτήτων: η διαρκής επανεπιμόρφωση, η διαρκής επανεκπαίδευση -ειδικά σε μία ζωή που διαρκεί περισσότερο- και η εξατομίκευση. Η Παιδεία λοιπόν είναι διεργασία, η Παιδεία είναι αρωγή, η Παιδεία είναι να μπορεί κανείς να βγάζει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού του».
Στο πλαίσιο της ημερίδας, τη σκυτάλη έλαβε ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης, καθηγητής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Επιστήμης Υπολογιστών, μέλος του Εργαστηρίου Πληροφορικής και Τεχνητής Νοημοσύνης (CSAIL) και συνεργάτης του Laboratory for Information and Decision Systems (LIDS) και του Operations Research Center (ORC), ο οποίος μίλησε για τους περιορισμούς και τις δυνατότητες που φέρει η τεχνητή νοημοσύνη, εστιάζοντας στο «τι μπορούμε να περιμένουμε από αυτήν και τι όχι». Ο διακεκριμένος καθηγητής έφερε ως παράδειγμα την αναγνώριση εικόνας και τα μοντέλα γλώσσας ενώ ανέτρεξε και σε πιθανές εφαρμογές που θα μπορούσε να έχει αυτή η τεχνολογία στο μέλλον. Ωστόσο, όπως είπε ο ίδιος, «πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στη χρήση αυτών των τεχνολογιών, διότι δεν είναι πανάκεια» καθώς, για παράδειγμα, «οι προβλέψεις που κάνουν δεν είναι αξιόπιστες». Από τη μία η τεχνητή νοημοσύνη «έχει κάνει μεγάλη πρόοδο, αλλά από την άλλη έχει θέματα, γιατί ο τρόπος που τα τωρινά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης εκπαιδεύονται είναι πάρα πολύ επικεντρωμένος στην ύπαρξη δεδομένων» τόνισε ο κ. Δασκαλάκης.
Ο αρχιμανδρίτης Απόστολος Καβαλιώτης, δια της εξειδίκευσής του, καθώς είναι διδάκτωρ του ΕΚΠΑ, στον τομέα ειδικής παιδαγωγικής και ψυχολογίας και διδάσκει στο ΔΠΘ, αναφέρθηκε εκτενέστερα στον αυτισμό ως διαταραχή, σημειώνοντας ότι πρόκειται για την πιο συχνή νευρολογική διαταραχή, αφορά 1 στα 44 παιδιά, και οι αιτίες ποικίλουν καθώς μπορεί να είναι γενετικές, περιβαλλοντικές, επιγενετικές, μεταβολικές, ανοσολογικές και νευροφυσιολογικές, ενώ οι βιολογικές αιτίες κερδίζουν έδαφος. Όπως είπε ο αρχιμανδρίτης, ο αυτισμός είναι «μια κατάσταση συμπεριφοράς με νοητικές επιπτώσεις, που επιφέρει μια τριάδα βλαβών: ”πρόβλημα στην επικοινωνία, πρόβλημα στην κατανόηση και πρόβλημα στη δράση” και για το λόγο αυτό η διάγνωση μπορεί να γίνει μετά τα πρώτα δύο έτη της ζωής του παιδιού, ενώ η μέση ηλικία διάγνωσης είναι από τα 3 έως τα 6 έτη». Η διάγνωση καθ’ εαυτή, ειδικά με τον τρόπο που γίνεται σήμερα, έχει «σαφείς δυσκολίες» οι οποίες δεν σχετίζονται με τον ίδιο τον αυτισμό αλλά με το παιδί, όπως «γλωσσικές ελλείψεις, πολυπλοκότητα ανάλογα με την ηλικιακή διαφοροποίηση των συμπτωμάτων» κοκ. Όπως υπογράμμισε ο κ. Καβαλιώτης, το ζήτημα της διάγνωσης είναι πάρα πολύ σύνθετο και ειδικά στην ελληνική περιφέρεια υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις για την οριστική διάγνωση των παιδιών, γεγονός το οποίο έχει συνέπειες στην μετέπειτα εξέλιξη της ανάπτυξής του. Ωστόσο, όπως ο ίδιος είπε, η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να επιταχύνει και να διευκολύνει την εξ αποστάσεως διάγνωση, ενώ στην πορεία της ζωής του ατόμου μπορεί να έχει πολλές εφαρμογές για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της ημερίδας, τοποθετήθηκαν με τη μορφή διαλόγου πλήθος επιστημόνων, ενώ σύντομους χαιρετισμούς απέστειλαν ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, ο υπουργός Υγείας Αθανάσιος Πλεύρης, και η υφυπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα.
Εκπροσωπώντας το υπουργείο Υγείας στο πρώτο πάνελ διαλόγου με θέμα «από την έρευνα στις εφαρμόσιμες πολιτικές – ο ρόλος της Πολιτείας», η υφυπουργός για θέματα Ψυχικής Υγείας και Εξαρτήσεων Ζωή Ράπτη επισήμανε ότι «η προσπάθεια την οποία τρέχουμε εδώ και περίπου 3 χρόνια στο υπουργείο Υγείας, δημιουργώντας το ειδικό χαρτοφυλάκιο για την ψυχική Υγεία, είναι να ενισχύσουμε τους ανθρώπους και τους ασθενείς οι οποίοι έχουν την ανάγκη για υποστήριξη ώστε και οι ίδιοι να υποστηρίξουν τα ζητήματα που αφορούν την ασθένειά τους». «Η ψυχική υγεία μάς αφορά όλους όπως καταλάβαμε μέσα στην πανδημία. Αφορά και τα άτομα με αυτισμό, και τις οικογένειες τους, αφορά τους φροντιστές τους και προφανώς αφορά ολόκληρη την κοινωνία. Διότι πρέπει να δίνουμε υποστήριξη στα άτομα αυτά, τις οικογένειες και τους εκπαιδευτικούς που βρίσκονται μαζί τους. Όποτε η προσπάθεια που έγινε ήταν να ενισχύσουμε τις υπηρεσίες μας με περισσότερους πόρους» τόνισε η υφυπουργός. Μάλιστα, ενδεικτικά ανέφερε ότι όταν ζήτησε έναν ψηφιακό χάρτη των υπηρεσιών που διέθετε το υπουργείο Υγείας, «έπρεπε να τον δημιουργήσουμε από την αρχή». Η ίδια σημείωσε ότι οι δομές για τα άτομα με αυτισμό για τις οικογένειες τους ήταν «ελάχιστες» και οι πρωτοβουλίες του Υπουργείου είναι στην κατεύθυνση της δημιουργίας κέντρων ημέρας, οικοτροφείων και ξενώνων βραχείας παραμονής. Ως προς το πρώτο βήμα μετά τη διάγνωση, η κυρία Ράπτη είπε ότι οι γονείς μπορούν να απευθύνονται στα «κοινοτικά κέντρα ψυχικής υγείας και τα εξωτερικά ιατρεία ψυχιατρικών κλινικών αλλά και στα κέντρα ημέρας για την υποστήριξη ενηλίκων».
«Είμαστε πολύ πιο μπροστά, με γεωμετρικά άλματα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια» είπε η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδια για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δόμνα Μιχαηλίδου στο πλαίσιο του δεύτερου πάνελ διαλόγου, σημειώνοντας ότι «ειδικά στη χάραξη και στην υλοποίηση της δημόσιας πολιτικής υπήρχε αυτό το δίλημμα θετικών ή θεωρητικών επιστημών, αυτό το δίλημμα του ευαίσθητου ανθρωπιστή ή του στυγνού τεχνοκράτη» ενώ η τεχνολογία είναι ένα μέσο το οποίο «χρησιμοποιείται τώρα έτσι ώστε να δούμε ότι δεν είναι ένα δίλημμα αλλά και τα δύο μαζί μπορούν να γίνουν». Η αναπηρία δεν είναι μια κατάσταση «στο φάσμα του θεωρητικού αλλά η αναπηρία είναι μια ανθρώπινη κατάσταση την οποία με πολύ συγκεκριμένα εργαλεία πλέον τεχνολογίας μπορούμε να διευκολύνουμε τους συνανθρώπους, τους συμπολίτες μας». Φέρνοντας ένα άλλο παράδειγμα τεχνολογίας που άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων με αναπηρία, η κυρία Μιχαηλίδου σημείωσε ότι «η ψηφιακή κάρτα αναπηρίας η οποία είχε ψηφιστεί από το 1996 πλέον υλοποιήθηκε».