Η Ελλάδα θέτει ως στόχο να ανεβάσει το ονομαστικό της ΑΕΠ σε επίπεδα υψηλότερα του 2009. Οι πιθανότητες υλοποίησης του στόχου είναι αυξημένες, καθώς με πραγματική ανάπτυξη 2,2% στο α΄ τρίμηνο και ονομαστική άνω του 5%, η χρονιά θα κλείσει με ΑΕΠ άνω των 240 δισ. ευρώ. Κάτι που στην πράξη σημαίνει ότι το 2025 θα αποτελέσει τη χρονιά του νέου ιστορικού υψηλού καταρρίπτοντας το «ξεχασμένο» από το 2008 ρεκόρ των 238 δισ. ευρώ.
Θα αποτυπωθεί αυτό σε όλους τους κρίσιμους επιμέρους δείκτες; Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η απάντηση είναι «Οχι». Τα αναλυτικά στοιχεία δείχνουν ότι πρέπει να διανύσουμε απόσταση και για να επανέλθουν μια σειρά δείκτες –μεταξύ των οποίων οι επενδύσεις, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ή ακόμη και ο μέσος μισθός– στα προ 15ετίας επίπεδα. Υπάρχουν και κάποιοι δείκτες που δεν θα επανέλθουν. Ενας από αυτούς, ο πληθυσμός της χώρας. Λόγω δημογραφικού, τα περισσότερα από 11 εκατομμύρια κάτοικοι θα απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο και αυτό θα αποτυπώνεται σε πολλά επίπεδα, με κυριότερο, τον αριθμό των απασχολουμένων της χώρας
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ –δείκτης που αυτή τη στιγμή μάς φέρνει στην προτελευταία θέση της Ευρώπης μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία– υπολείπεται αισθητά σε σχέση με τα επίπεδα του 2008, οπότε καταγράφηκε το ιστορικό υψηλό. Επιλέγοντας τις σταθερές τιμές για να μην επηρεάζεται η μέτρηση από τον πληθωρισμό, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του 2024 ανήλθε σε 19.250 ευρώ, με την αντίστοιχη επίδοση του 2008 να διαμορφώνεται σε 21.610 ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι εξακολουθούμε να κινούμαστε σε επίπεδα 10%-11% χαμηλότερα συγκριτικά με τα αντίστοιχα του προηγούμενου «υψηλού». Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σταθερές τιμές θα χρειαστεί… υπομονή τουλάχιστον 2-3 χρόνια για να επανέλθει στα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα. Η υστέρηση σε επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ αποτυπώνεται σε πολλά επίπεδα. Το βασικότερο, ο μέσος ονομαστικός μισθός.
Προς το παρόν, ο μέσος ονομαστικός μισθός στην Ελλάδα στον ιδιωτικό τομέα – ονομαστικός μισθός σημαίνει ότι ως δείκτης κουβαλάει και την επίπτωση του πληθωρισμού– είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του 2009. Μπήκαμε στην κρίση με μέσο μισθό 1.450 ευρώ, επίπεδο που έχουμε βάλει ως στόχο να ανακτήσουμε το 2027.
Βιώσιμη αύξηση μισθών προϋποθέτει αύξηση της παραγωγικότητας και αύξηση της παραγωγικότητας χρειάζεται όσο το δυνατόν ταχύτερη αύξηση των επενδύσεων. Η πρόοδος που καταγράφεται στο συγκεκριμένο πεδίο είναι πιο αργή από αυτή που απαιτείται για να επανέλθουμε στα προ κρίσης επίπεδα. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ, παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, παραμένει στο επίπεδο του 15,3%, μακριά και από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (21,2%) και από την επίδοση του 2009.
Είναι και το γεγονός ότι οι καθαρές επενδύσεις –αυτές που μένουν αν αφαιρεθούν οι αποσβέσεις– υπολείπονται κατά 75,5 δισ. ευρώ σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Τη σχετική μέτρηση έκανε σε πρόσφατο δελτίο της η Eurobank. Για το σύνολο της οικονομίας, στο διάστημα 2010-2024 οι αποσβέσεις ξεπέρασαν τις ονομαστικές επενδύσεις κατά 75,5 δισ. ευρώ. Το «άνοιγμα» είχε φτάσει στα 88,7 δισ. ευρώ το 2021 και η αύξηση των επενδύσεων κατά την τριετία 2022-2024 είχε ως αποτέλεσμα να «κλείσει» η ψαλίδα.
Από τα 75,5 δισ. ευρώ, τα 12,1 δισ. ευρώ αφορούν τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις. Στα νοικοκυριά εντοπίζεται το μεγαλύτερο «άνοιγμα», το οποίο μάλιστα είναι και το μόνο που έχει διευρυνθεί συγκριτικά με το 2021: από τα 53,1 δισ. ευρώ φτάσαμε στα 58,5 δισ. ευρώ, κάτι που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις μειωμένες επενδύσεις και στις αυξημένες αποσβέσεις των ακινήτων.
Η αναγκαιότητα αύξησης των επενδύσεων δεδομένη. Τα στοιχεία του α΄ τριμήνου που δημοσιεύτηκαν την Παρασκευή αποτύπωσαν μείωση, η οποία μπορεί να είναι και συγκυριακή. Το σίγουρο είναι ότι απαιτούνται πολύ βελτιωμένες επιδόσεις για να επιταχυνθεί η διαδικασία σύγκλισης με τα προ κρίσης επίπεδα, και όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και όσον αφορά το μείζον ζήτημα των μισθών.
Εκεί που είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα, είναι στο μέτωπο του αριθμού των απασχολουμένων. Το 2008, η Ελλάδα μετρούσε πάνω από 4,6 εκατομμύρια. Στη χειρότερη καμπή της οικονομικής κρίσης, πέσαμε ακόμη και στα 3,4 με 3,5 εκατομμύρια. Και τώρα που το ποσοστό ανεργίας έχει πλησιάσει αρκετά στα επίπεδα πριν από το 2009 (σ.σ. το χαμηλό της 20ετίας εντοπίζεται λίγο κάτω από το 8%), ο αριθμός των απασχολουμένων οριακά ξεπερνά τα 4,2 εκατομμύρια με βάση τα στοιχεία α΄ τριμήνου 2025 που ανακοίνωσε μέσα στην εβδομάδα η ΕΛΣΤΑΤ. Πού θα βρεθούν επιπλέον 400.000 απασχολούμενοι σε μια χώρα η οποία συρρικνώνεται πληθυσμιακά κατά αρκετές δεκάδες χιλιάδες κάθε χρόνο, είναι μια «εξίσωση» που σίγουρα δεν λύνεται εύκολα.
Διαβάστε ακόμη:
- Επανέρχεται στις «γκρίζες ζώνες» η Τουρκία στο Αιγαίο με αφορμή τα θαλάσσια πάρκα
- ΔΕΗ: Η νέα είσοδος στις οπτικές ίνες που φέρνει ανακατατάξεις και ανατροπές
- Ισραήλ vs Ιράν: Ποιος υπερέχει στρατιωτικά – Ανάλυση της πολεμικής τους μηχανής
- ΔΕΗ – ΟΤΕ: Αντίθετες πορείες στο ταμπλό και νέα δεδομένα στον ανταγωνισμό