Με μια ανοιχτή, αλλά πάνω από όλα ειλικρινή, επιστολή στους New York Times η Μέγκαν Μάρκλ αποκάλυψε και περιέγραψε την αποβολή που βίωσε μέσα στο καλοκαίρι που μας πέρασε.
Με ένα άρθρο που τιτλοφορείται ως «Οι απώλειες που μοιραζόμαστε» η δούκισσα του Σάσεξ περιέγραψε εκείνη τη στιγμή στο νέο τους σπίτι στην Καλιφόρνια, που την ώρα που άλλαζε πάνα στο γιό της ένιωσε μια έντονη κράμπα.
«Ήταν ένα πρωί του Ιουλίου που ξεκινούσε όπως κάθε άλλη συνηθισμένη μέρα: Ετοιμασία πρωινού. Τάισμα των σκύλων. Λήψη βιταμινών. Εύρεση της χαμένης κάλτσας. Μάζεμα του μαρκαδόρου που είχε πέσει κάτω από το τραπέζι. Μάζεμα των μαλλιών μου σε αλογοουρά προτού σηκώσω τον γιο μου από την κούνια του».
Και συνεχίζει: «Μετά την αλλαγή της πάνας του, ένιωσα μια αιχμηρή κράμπα. Έπεσα στο πάτωμα με τον Άρτσι στην αγκαλιά, σιγοψιθυρίζοντας ένα νανούρισμα για να μας κρατήσω ήρεμους, μια χαρούμενη μελωδία που ερχόταν σε αντίθεση με την αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήξερα, καθώς έπιανα το πρωτότοκο παιδί μου, πως έχανα το δεύτερο. Λίγες ώρες αργότερα, βρισκόμουν στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, κρατώντας το χέρι του συζύγου μου. Ένιωσα την ηρεμία των παλμών του και φίλησα τις αρθρώσεις του, βρεγμένες από τα δάκρυα και των δυο μας. Κοιτάζοντας τους παγωμένους, λευκούς τοίχους, τα μάτια μου θόλωσαν από τα δάκρυα. Προσπάθησα να φανταστώ πώς θα θεραπευόμασταν». Αν και η αρχή της «θεραπείας» της όπως αναφέρει κάποια στιγμή είναι με το να ρωτήσει τον εαυτό της αν είναι καλά. Αφορμή για αυτήν τη σκέψη της μάλιστα ήταν η ερώτηση ενός δημοσιογράφου κατά τη διάρκεια της περιοδείας στη Νότια Αφρική που τη ρώτησε αν είναι καλά. «Θυμήθηκα μια στιγμή πέρυσι όταν ο Χάρι κι εγώ τελειώσαμε μια μακρά περιοδεία στην Νότια Αφρική. Ήμουν εξαντλημένη. Θήλαζα τον γιο μας και προσπαθούσα να κρατήσω ένα γενναίο πρόσωπο στο κοινό. ‘Είστε καλά;’ με ρώτησε ένας δημοσιογράφος. Του απάντησα ειλικρινά, χωρίς να ξέρω ότι αυτό που είπα θα αντηχεί σε τόσες πολλές, νέες και μεγαλύτερες μαμάδες, και σε όλους εκείνους που είχαν υποφέρει – με τον δικό του τρόπο ο καθένας- σιωπηλά. Η απάντησή μου φάνηκε να έδωσε στους ανθρώπους την άδεια να πουν την δική τους αλήθεια. Αλλά δεν ήταν η ειλικρινής μου απάντηση αυτή που με βοήθησε πραγματικά, αλλά η ίδια η ερώτηση. ‘Σας ευχαριστώ που ρωτήσατε’ του είπα. «Δεν ρωτάνε πολλοί άνθρωποι εάν είμαι καλά».
Μέσα στην επιστολή της, η Μέγκαν Μαρκλ εξετάζει και την σημασία της προσέγγισης των άλλων. «Η απώλεια ενός παιδιού σημαίνει ότι φέρνει μαζί της μια σχεδόν αφόρητη θλίψη, την οποία βιώνουν πολλοί αλλά για την οποία μιλούν λίγοι. Στον πόνο της απώλειάς μας, ο άνδρας μου κι εγώ ανακαλύψαμε ότι σε ένα δωμάτιο 100 γυναικών, οι 10-20 από αυτές έχουν βιώσει μια αποβολή. Ωστόσο, παρά την εντυπωσιακή ομοιότητα αυτού του πόνου, η συζήτηση παραμένει ταμπού, γεμάτη (αδικαιολόγητα) ντροπή και διαιωνίζοντας έναν κύκλο μοναχικού πένθους» ενώ στο τέλος καταλήγει στην Ημέρα Ευχαριστιών «Έτσι, αυτή την Ημέρα των Ευχαριστιών, καθώς σχεδιάζουμε όλοι μια γιορτή διαφορετική από άλλες, πολλοί από εμάς μακριά από τα αγαπημένα μας πρόσωπα, μόνοι, άρρωστοι, φοβισμένοι, χωρισμένοι και ίσως αγωνιζόμενοι να βρούμε κάτι, οτιδήποτε για να είμαστε ευγνώμονες, ας δεσμευτούμε να ρωτήσουμε τους άλλους: “Είσαι καλά;”. Όσο κι αν διαφωνούμε, όσο κι αν έχουμε απομακρυνθεί σωματικά, η αλήθεια είναι ότι είμαστε πιο ενωμένοι από ποτέ, λόγω όλων αυτών που έχουμε υποστεί ατομικά και συλλογικά φέτος. Προσαρμοζόμαστε σε μια νέα κανονικότητα όπου τα πρόσωπα κρύβονται από μάσκες, αλλά αυτό μας αναγκάζει να κοιτάξουμε τους άλλους στα μάτια -μερικές φορές γεμάτα ζεστασιά, άλλες φορές γεμάτα δάκρυα. Για πρώτη φορά, εδώ και πολύ καιρό, ως ανθρώπινα όντα, βλέπουμε ο ένας τον άλλον. Είμαστε καλά; Θα είμαστε».