Με το… δεξί μπαίνει στη νέα εβδομάδα το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, με τους επενδυτές να συνεχίζουν την αποτίμηση των εταιρικών αποτελεσμάτων του β’ τριμήνου, στρέφοντας παράλληλα το βλέμμα στα κρίσιμα στοιχεία για τον πληθωρισμό.

Πιο συγκεκριμένα, ο βιομηχανικός Dow Jones ενισχύεται κατά 265 μονάδες ή κατά 0,75% και διαμορφώνεται στις 35.329 μονάδες. Από την πλευρά του, ο δείκτης βαρόμετρο S&P 500 σημειώνει άνοδο στο +0,61% και τις 4.505 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq διευρύνεται στο +0,34% και τις 13.962 μονάδες.

Η σημερινή άνοδος επέρχεται στον απόηχο μιας καθοδικής εβδομάδας, όταν οι αμερικανικοί δείκτες κατέγραψαν το χειρότερο πενθήμερο από τον περασμένο Μάρτιο, με τις απώλειες να προσεγγίζουν έως το -3%, ως απόρροια της αιφνίδιας υποβάθμισης από τον οίκο Fitch.

Στο επίκεντρο της προσοχής, αναμφίβολα, τίθενται τα εταιρικά μεγέθη, τα οποία αποδεικνύονται αισθητά καλύτερα του αναμενόμενου. Από το 84% των εισηγμένων του S&P 500, οι οποίες έχουν ανακοινώσει αποτελέσματα, περίπου τα 4/5 πέτυχαν επιδόσεις καλύτερες των εκτιμήσεων των αναλυτών.

Αυτή η εξέλιξη, όπως εξηγούν οι αναλυτές, ευνοεί το σενάριο της «ομαλής προσγείωσης», καθώς τα ικανοποιητικά κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων συνιστούν μια καλή «μέτρηση» της υγείας της αμερικανικής οικονομίας.

Στο μεταξύ, το ενδιαφέρον στρέφεται και στα στοιχεία Ιουλίου για τον ετήσιο δείκτη τιμών καταναλωτή. Τον Ιούνιο ο πληθωρισμός είχε αποκλιμακωθεί στο 3%, παραμένοντας σε τροχιά σύγκλισης με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.

Τα εν λόγω δεδομένα θεωρούνται άκρως σημαντικά για τις επικείμενες αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας, η οποία καλείται να επιλέξει αν στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου θα συνεχίσει τις αυξήσεις επιτοκίων ή θα ολοκληρώσει το κύκλο σύσφιγξης.

Υπενθυμίζεται ότι τα υψηλά επιτόκια (σήμερα βρίσκονται στο 5,25% – 5,5%) ναι μεν αναχαιτίζουν τον επίμονο πληθωρισμό, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύουν τις προοπτικές ανάπτυξης και «φουσκώνουν» το κόστος δανεισμού.

Δεν είναι τυχαίο ότι η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου βρίσκεται άνω του ψυχολογικού ορίου του 4%, σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 – 2009.

Διαβάστε ακόμη: