Η αντίστροφη μέτρηση για την επανάκαμψη στην εγχώρια τραπεζική αγορά ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων, για πρώτη φορά μετά το μαζικό κύμα αποχωρήσεων της περασμένης δεκαετίας, απόρροια των μακροοικονομικών, δημοσιονομικών και πολιτικών προκλήσεων που αντιμετώπισε εκείνη την περίοδο η χώρα, έχει ξεκινήσει.

Αυτό υποστηρίζουν τραπεζικές πηγές, οι οποίες δεν αποκλείουν νέες αφίξεις από το εξωτερικό, όπως τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη, εφόσον εδραιωθεί η εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία και οι προοπτικές ανάπτυξης παραμείνουν ισχυρές.

Καταλυτικό ρόλο για την αλλαγή στάσης από την πλευρά των διεθνών τραπεζών θα παίξει, κατά τους ίδιους κύκλους, το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών ομίλων.

«Έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό πόσο πιο διευρυμένη σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, είναι η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων σε δάνεια και καταθέσεις και υποστηρικτική προς την οργανική κερδοφορία των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα», σημειώνουν χαρακτηριστικά μιλώντας στον ΟΤ.

Η δομή του κλάδου

Αυτό είναι αποτέλεσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του εγχώριου συστήματος. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η πλειονότητα των χορηγήσεων, σε ποσοστό άνω του 90% είναι συνδεδεμένη με κυμαινόμενα επιτόκια.

Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες επωφελήθηκαν τα μέγιστα κατά την περίοδο αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, ενισχύοντας σημαντικά τα έσοδά τους από τόκους.

Την ίδια στιγμή, η ρευστότητά τους προέρχεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από καταθέτες που επιλέγουν να τηρούν τα χρήματά τους κατά κύριο λόγο σε άτοκους λογαριασμούς πρώτης ζήτησης.

Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το χαμηλό βαθμό αναπροσαρμογής των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις, κράτησε τα έξοδα για τόκους σε χαμηλά επίπεδα κατά την περίοδο του ακριβού χρήματος.

Τα τελευταία στοιχεία

Τα στοιχεία που δημοσιεύει κάθε μήνα η Τράπεζα της Ελλάδος καταδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση της κεντρικής τράπεζας, που αφορά το Μάιο, το περιθώριο επιτοκίου στην Ελλάδα στο σύνολο των υφιστάμενων χορηγήσεων και καταθέσεων διαμορφώθηκε στις 569 μονάδες βάσης, ελαφρώς μειωμένο σε σχέση με τους δύο προηγούμενους μήνες.

Στις καταθέσεις το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο ανήλθε σε μόλις 0,54% και στα δάνεια σε 6,90%.

«Αυτή η διαφορά δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τις διεθνείς τράπεζες, οι διοικήσεις των οποίων συνειδητοποιούν πως οι χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στην Ελλάδα μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά κερδοφόρες», σχολιάζει τραπεζική πηγή.

Η εμπιστοσύνη

Συμπληρώνει πάντως πως αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Για να δούμε ένα νέο ευρύ γύρο τοποθετήσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, πρέπει να συντρέχουν κι άλλες προϋποθέσεις.

Όπως εξηγεί, αναγκαία συνθήκη είναι οι μακροοικονομικές προοπτικές να παραμείνουν θετικές και να μην ενισχυθούν εκ νέου οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι.

Τονίζει δε πως οι ξένοι λαμβάνουν θετικά μηνύματα και από τον επόπτη του συστήματος, τον SSM, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένος από το γύρισμα που έχει πετύχει ο εγχώριος κλάδος τα τελευταία χρόνια.

Κι αυτό παρά την αύξηση των εξωτερικών κινδύνων, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Ικανοποίηση SSM

«Στη Φρανκφούρτη επικρατεί ικανοποίηση για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν από τις τράπεζες οι σχετικές αναταράξεις. Ταυτόχρονα όμως, παραμένουν σε επιφυλακή για τον εντοπισμό κινδύνων που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη χρηματοπιστωτική ευστάθεια», σημειώνουν πηγές με γνώση της κατάστασης.

Όπως λένε, ο SSM δεν παρεμβαίνει στο επιχειρηματικό μοντέλο κάθε πιστωτικού ιδρύματος.

Επιζητά ωστόσο αυτό να στηρίζεται σε ένα ρεαλιστικό κεφαλαιακό πλάνο, από αποτελεσματικές μεθόδους διαχείρισης κινδύνου και από διαρκή παρακολούθηση των ρίσκων που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή.

Όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, η υψηλή συμμετοχή του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά τους κεφάλαια, βρίσκεται υπό παρακολούθηση, ωστόσο όσο θα περιορίζεται τόσο περισσότερο θα γίνεται ο επόπτης ανεκτικός σε σχέση με τη μερισματική πολιτική.

Το πρώτο δείγμα γραφής άλλωστε προς αυτήν κατεύθυνση ήταν θετικό, μετά το πράσινο φως για επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους των τεσσάρων συστημικών ομίλων από τα κέρδη της περυσινής χρήσης.

Διαβάστε ακόμη