Συνεχόμενα ισχυρά στηρίγματα εξακολουθεί να βρίσκει το success story των ελληνικών τραπεζών καθώς μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που απολαμβάνουν σταθερά τους τελευταίους μήνες από τους διεθνείς οίκους με μπαράζ θετικών εκθέσεων και τους επενδυτές που ωθούν τις μετοχικές αποτιμήσεις σε νέα πολυετή υψηλά, την σκυτάλη πήρε μέσα στην εβδομάδα και ο SSM o ευρωπαίος επόπτης.

Στα στατιστικά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα για τις επιδόσεις των συστημικά σημαντικών τραπεζών που εποπτεύει η ΕΚΤ, κρύβονταν εξαιρετικά θετικές επιδόσεις για τις ελληνικές τράπεζες με αποτέλεσμα να καταλαμβάνουν «πρωτιές» σε πολλούς βασικούς οικονομικούς δείκτες.

Τα στοιχεία του SSM που συνέκριναν τις 109 εποπτευόμενες ευρωπαϊκές τράπεζες, απασχόλησε έντονα το τραπεζικό παρασκήνιο τις τελευταίες ημέρες με τα χαμόγελα στις τάξεις των τραπεζών να περισσεύουν.

«Ίσως και να πρόκειται για την πιο ηχηρή επιβεβαίωση ότι το εγχώριο πιστωτικό σύστημα όχι μόνο έχει ξεπεράσει οριστικά την κρίση αλλά πλέον σε επίπεδο βασικών οικονομικών δεικτών, βρίσκεται σε top θέσεις πανευρωπαϊκά» σχολιάζει στο «R» υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή.

Κλειδί τα κόκκινα δάνεια

Ως το πλέον ενδεικτικό στοιχείο στα στατιστικά του SSM, εκτιμά η ίδια πηγή, είναι η εικόνα των κόκκινων δανείων όπου μόλις πριν από μία 5ετία το 50% των δανειακών χαρτοφυλακίων ήταν κόκκινο καθιστώντας τις ελληνικές τράπεζες ως το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης.

Πλέον η ψαλίδα του σχετικού δείκτη με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο έχει κλείσει (δείκτης NPE Ελλάδα 3,35%, ΕΕ 2,28% το δ΄ τρίμηνο 2024), με τις ελληνικές τράπεζες, μάλιστα, να παρουσιάζουν πολύ ισχυρότερες αντιστάσεις στη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων.

Σύμφωνα με τον ευρωπαίο επόπτη το ποσοστό δανείων με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου υποχώρησε περαιτέρω για τις ελληνικές τράπεζες στο 7,45%, από 9,61% το δ΄τρίμηνο του 2023, όταν αντίθετα για τις ευρωπαϊκές ανέβηκε στο 9,93% από 9,73%.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, οι τέσσερις ελληνικές σημαντικές τράπεζες έχουν κατά 22,5% υψηλότερο ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις έναντι επισφαλειών (48,5% έναντι μ.ό. ΕΕ 39,6%).

Οι πρωτιές

Η ερώτηση των διεθνών επενδυτών που μονοπωλεί κάθε φορά τις συναντήσεις τους με τους Έλληνες τραπεζίτες είναι η δυναμική της κερδοφορίας των τραπεζών τα επόμενα χρόνια σε συνδυασμό με την προέλευση των εσόδων τους.

Τα στοιχεία του SSM δείχνουν ότι τα έσοδα από τόκους είχαν πολύ μεγαλύτερη συμβολή στα συνολικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τις τράπεζες της υπόλοιπης ΕΕ.

Ειδικότερα, τα έσοδα από τόκους συνεισέφεραν σε ποσοστό 77,30% στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών που εποπτεύονται από την ΕΚΤ, έναντι ποσοστού συνεισφοράς 58,87% για τα 109 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ.

Από την άλλη πλευρά, τα έσοδα από προμήθειες, ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των 109 συστημικών τραπεζών της ΕΕ ανήλθαν σε 28,79%, έναντι 17,86% για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας.

Η υστέρηση αυτή εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την μεγάλη στροφή που κάνουν πλέον οι ελληνικές τράπεζες σε εργασίες που παράγουν έσοδα προμηθειών και δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς στη χώρα μας όπως bancassurance, asset management και wealth management, σε μια μάλιστα χρονική συγκυρία όπου η πηγή των εσόδων από τόκους θα βαίνει συνεχώς μειούμενη όσο η ΕΚΤ θα μειώνει τα επιτόκια.

Τα οικονομικά αποτελέσματα που δημοσίευσε το εγχώριο πιστωτικό σύστημα για το 2024 ανέδειξαν το σημαντικά υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο (σ.σ. διαφορά επιτοκίου χορηγήσεων – καταθέσεων) των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.

Και σε αυτό το κρίσιμο μέγεθος τα στοιχεία του SSM δείχνουν ότι το δ΄ τρίμηνο 2024, το καθαρό περιθώριο επιτοκίου για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες ήταν 3,04%, έναντι 1,60% για τα 109 εποπτευόμενα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ.

Στο ερώτημα που οφείλεται η συγκεκριμένη πρωτιά, ενδεικτικά απαντάται από το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να δανείζονται ακριβότερα από τις αγορές, ότι τα κόκκινα δάνεια – παρά την ραγδαία πτώση – παραμένουν από τα υψηλότερα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και ότι τα επιτόκια καταθέσεων παραμένουν καθηλωμένα λόγω της υπερεπέρκειας ρευστότητας που έχει συσσωρευτεί.

Σύμφωνα με τον επόπτη το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκε στο τέλος του 2024 λίγο πάνω από το 3%, που είναι σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που διαμορφώθηκε για το ίδιο διάστημα στο 1,6%.

Συνολικά οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν το 2024, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, στην 6η θέση της κατάταξης με το υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο στην Ευρωζώνη – μετά τη Σλοβενία, τη Λετονία, την Εσθονία, τη Λιθουανία και την Κύπρο – και είναι αποτέλεσμα της συγκράτησης των επιτοκίων στις καταθέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της ανοδικής πορείας των επιτοκίων τα δύο προηγούμενα χρόνια.

Διαβάστε ακόμη: