Τον τόνο από τον τραπεζικό κλάδο περιμένει αυτές τις ημέρες η χρηματιστηριακή αγορά, προκειμένου να βγει από την πλάγια και ελαφρώς ανοδική κίνηση στην οποία περιήλθε με την έλευση του θέρους. Ωστόσο, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι αναλυτές του κλάδου, το μεγάλο ράλι από την αρχή του έτους (σχεδόν +45%), συγκριτικά με το +27% του γενικού δείκτη, καθιστά αναγκαία η αναθεώρηση των στόχων και των θέσεων στον κλάδο.
Εξού και ο τραπεζικός κλάδος παραμένει υπό το μικροσκόπιο των επενδυτών, με τις μετοχές των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών (Eurobank, Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς) να παρουσιάζουν σημαντικά περιθώρια ανόδου, όπως συμφωνούν και οι ξένοι αναλυτές. Βάση των εκτιμήσεων από Morgan Stanley, UBS, HSBC και Ambrosia, οι τιμές στόχοι για τις μετοχές των τραπεζών δείχνουν ότι υπάρχουν θετικές προοπτικές, παρά το ότι οι αποτιμήσεις ήδη έχουν γίνει πιο απαιτητικές.
Με την κεφαλαιοποίηση της Eurobank να είναι πάνω από τα 10 δισ., τα περιθώρια ανόδου δεν έχουν εξαντληθεί, με βάση τις τιμές στόχους που θέτουν οι αναλυτές. Η τρέχουσα τιμή της μετοχής κυμαίνεται γύρω από τα 2,79 ευρώ, με τις εκτιμήσεις των αναλυτών να κυμαίνονται από 3,3 έως 3,6 ευρώ.
Η πιο αισιόδοξη εκτίμηση έρχεται από την Ambrosia, που θέτει την τιμή στόχο στα 3,6 ευρώ, υποδεικνύοντας μια δυναμική αύξηση περίπου 29% από την τρέχουσα τιμή. Η Morgan Stanley είναι επίσης πιο θετική, με τιμή στόχο 3,53 ευρώ, ενώ η UBS και η HSBC προβλέπουν τιμές στόχους στα 3,3 ευρώ.
Προσπαθεί για τα 10 δισ. η Εθνική Τράπεζα
Το ορόσημο των 10 δισ. προσπαθεί να κατακτήσει στην κεφαλαιοποίηση της και η Εθνική, με την τρέχουσα τιμή των 10,83 ευρώ να βρίσκεται κάτω από τις τιμές στόχους που έχουν θέσει οι αναλυτές, οι οποίοι δείχνουν συγκρατημένα θετικοί για την μελλοντική της πορεία.
Οι εκτιμήσεις για την τιμή στόχο κυμαίνονται από 11,8 έως 13,1 ευρώ, με την πιο αισιόδοξη εκτίμηση από την Ambrosia να τοποθετεί την τιμή στόχο στα 13,1 ευρώ, καταγράφοντας μια αναμενόμενη άνοδο περίπου 21% σε σχέση με την τρέχουσα τιμή. Η Morgan Stanley και η UBS προτείνουν τιμές στόχους 12,64 και 12,2 ευρώ αντίστοιχα, ενώ η HSBC είναι κάπως πιο συγκρατημένη με τιμή στόχο 11,8 ευρώ.
Πρωταγωνίστρια του 2025 η Alpha Bank
Η Alpha Bank έχει κλέψει την παράσταση φέτος καθώς διαπραγματεύεται στα 2,73 ευρώ, από τη ζώνη των 1,50 – 1,75 ευρώ που κινήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του 2024. Οι εκτιμήσεις για την τιμή στόχο κυμαίνονται από 3,15 ευρώ (UBS) έως 3,9 ευρώ (Ambrosia), προσδιορίζοντας ένα περιθώριο ανόδου της τάξης του 15% έως και 43%.
Η πιο αισιόδοξη εκτίμηση προέρχεται από την Ambrosia με την τιμή στόχο των 3,9 ευρώ, ενώ η HSBC, με την τιμή στόχο των 3,75 ευρώ, δείχνει τη μεγαλύτερη εκτίμηση για την μετοχή, υποδηλώνοντας ότι η Alpha Bank έχει ακόμα αρκετές δυνατότητες ανόδου.
Ανοιχτός ακόμη ο δρόμος για την Τράπεζα Πειραιώς
Η Τράπεζα Πειραιώς, με τρέχουσα τιμή 5,55 ευρώ, φαίνεται να έχει την πιο ισχυρή προοπτική ανόδου, σύμφωνα με τους αναλυτές. Οι τιμές στόχοι για την Τράπεζα Πειραιώς κυμαίνονται από 6,7 ευρώ (UBS) έως 7,7 ευρώ (Morgan Stanley), καταδεικνύοντας μια δυναμική ανόδου που φτάνει το 38%.
Η Morgan Stanley, με την τιμή στόχο των 7,7 ευρώ, είναι η πιο αισιόδοξη, ακολουθούμενη από την HSBC με τιμή στόχο 7,5 ευρώ και την Ambrosia με 7,35 ευρώ.
Έως 43% τα περιθώρια ανόδου
Συνολικά, οι τιμές στόχοι των μεγάλων ελληνικών τραπεζών δείχνουν ότι ο κλάδος έχει ακόμη σημαντικά περιθώρια για βελτίωση των αποτιμήσεων. Οι αναλυτές δείχνουν θετικοί για όλες τις τράπεζες, με περιθώρια ανόδου που κυμαίνονται από 15% έως και 43%, υποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές έχουν ακόμα την ευκαιρία να επωφεληθούν από τη δυναμική των τραπεζικών τίτλων.
Η Eurobank και η Εθνική Τράπεζα είναι οι τράπεζες με τις πιο σταθερές και αισιόδοξες προβλέψεις, ενώ η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς παρουσιάζουν τις πιο εντυπωσιακές προοπτικές ανόδου, με την Πειραιώς να αποδεικνύεται η πιο ελκυστική για επενδύσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Άλλωστε, εσχάτως βρίσκεται σε εξέλιξη και ένας άτυπος διαγκωνισμός στο ταμπλό, με τον γενικό και τον τραπεζικό δείκτη να κινούνται σχεδόν παράλληλα σε ένα εύρος μεταξύ 1.840 και 1.860 μονάδων. Σπανίως στην ιστορία των δύο δεικτών έχει υπάρξει τέτοια «ταύτιση» μονάδων, ωστόσο η σύγκριση είναι άτοπη, τόσο λόγω σύνθεσης όσο και βαρύτητας.