Με επιτυχία πέρασαν οι τράπεζες τη δοκιμασία από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2024 και ολοκληρώθηκε ένα χρόνο αργότερα, μετά από οκτώ διαδοχικές περικοπές των παρεμβατικών δεικτών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Στο εφετινό εννεάμηνο το μέσο euribor 3 μηνών διαμορφώθηκε σε 2,22%, σημαντικά χαμηλότερα σε σύγκριση με το 3,76% της αντίστοιχης περυσινής περιόδου, ενώ ανάλογη πορεία ακολούθησαν τα αντίστοιχα επιτόκια 1 και 6 μηνών.

Με δεδομένο ότι η πλειονότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών αφορούν σε προγράμματα κυμαινόμενου επιτοκίου, συνδεδεμένου με κάποιον από τους προαναφερθέντες δείκτες, η πίεση στα έντοκα έσοδα ήταν αναπόφευκτη.

Ταυτόχρονα, οι τράπεζες είδαν τις εισπράξεις τους από προμήθειες να υποχωρούν, μετά τη διπλή νομοθετική παρέμβαση στις πιο δημοφιλείς ηλεκτρονικές συναλλαγές φυσικών προσώπων (εμβάσματα, πληρωμές λογαριασμών, αναλήψεις από ΑΤΜ), ενώ επιβαρύνθηκαν από την αύξηση των δαπανών εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.

Το τελικό αποτέλεσμα

Παρ΄ όλα αυτά, όπως δείχνουν τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα των τεσσάρων μεγάλων του κλάδου (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική, Πειραιώς), οι επιδόσεις τους σε επίπεδο καθαρού αποτελέσματος, ήταν περίπου ίδιες με τις περυσινές.

Συγκεκριμένα, τα μετά από φόρους κέρδη διαμορφώθηκαν αθροιστικά στα 3,53 δισ. ευρώ, χαμηλότερα κατά μόλις 62 εκατ. ευρώ ή 1,7% σε σχέση με τα 3,59 δισ. ευρώ του εννεαμήνου 2024.

Όπως λένε αναλυτές, δύο ήταν οι κρίσιμες παράμετροι που καθόρισαν τα μεγέθη των τραπεζών σε αυτό το διάστημα.

Πρώτον, ο περιορισμός της υποχώρησης του καθαρού εισοδήματος από τόκους και δεύτερον η επιτάχυνση των ρυθμών ενίσχυσης των μη τοκοφόρων εργασιών.

Αναλυτικότερα, με βάση τις οικονομικές καταστάσεις εννεαμήνου 2025 που έδωσαν στη δημοσιότητα οι τράπεζες τις προηγούμενες δύο εβδομάδες, τα βασικά μεγέθη τους κινήθηκαν ως εξής:

– Τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν σε ετήσια βάση κατά 4,6% ή 296 εκατ. ευρώ στα 6,13 δισ. ευρώ.

Η υποχώρησή τους περιορίστηκε σε αυτά τα επίπεδα λόγω των ισχυρών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης, η οποία έφτασε την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2025 στα 10,4 δισ. ευρώ.

Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν νέες ροές εσόδων που κάλυψαν ένα μέρος από τις απώλειες στα υφιστάμενα δάνεια.

Επιπλέον, δεν επηρεάστηκαν από τις μειώσεις επιτοκίων τα έσοδα από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων που έχουν δημιουργήσει οι τράπεζες, ενώ θετικά συνεισέφεραν οι ανοιχτές θέσεις αντιστάθμισης έναντι του επιτοκιακού κινδύνου.

Ταυτόχρονα, περιορίστηκαν τα έξοδα για τόκους, κυρίως λόγω της αναπροσαρμογής των επιτοκίων στους λογαριασμούς προθεσμίας, ενώ περαιτέρω εξοικονόμηση αναμένεται από την αναχρηματοδότηση ομολογιακών τίτλων με υψηλά κουπόνια, που είχαν διατεθεί κατά την περίοδο του ακριβού χρήματος.

– Ποσοστό άνω του 60% της πτώσης στο καθαρό έντοκο εισόδημα καλύφθηκε από την ενίσχυση των καθαρών εσόδων από προμήθειες.

Συγκεκριμένα, στο εννεάμηνο αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά 12% περίπου ή 185 εκατ. ευρώ.

Κι αυτό παρά την υποχώρηση των εσόδων από τις συναλλαγές φυσικών προσώπων, λόγω της δια νόμου κατάργησης ή σημαντικής περικοπής των σχετικών προμηθειών.

Η επίδοση αυτή ήταν αποτέλεσμα κατά βάση του μεγάλου όγκου νέων εκταμιεύσεων στα δάνεια και της ανόδου των εργασιών σε asset management και bancassurance.

– Σημαντική ήταν η συνεισφορά των έκτακτων κερδών, που σε επίπεδο εννεαμήνου 2025 έφτασαν τα 360 εκατ. ευρώ, υψηλότερα ετησίως κατά 60% ή 136 εκατ. ευρώ.

– Ως αποτέλεσμα, το σύνολο των καθαρών εσόδων των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας, αυξήθηκε οριακά κατά 1% περίπου σε σχέση με το εννεάμηνο του 2024, στα 8,22 δισ. ευρώ.

– Το τελικό καθαρό αποτέλεσμα πιέστηκε λόγω της αύξησης των εξόδων κατά 6,5% ή 175 εκατ. ευρώ. Μέρος όμως αυτής της επιβάρυνσης καλύφθηκε από την υποχώρηση των προβλέψεων για κόκκινα δάνεια κατά 99 εκατ. ευρώ ή 14% περίπου.

Διαβάστε ακόμη: