Εταιρείες, μετοχές και τράπεζες κινούνται σε τέμπο αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας, την ώρα που όλη η αγορά αναμένει την ετυμηγορία της Moody’s στις 15 Μαρτίου και της DBRS την 8η Μαρτίου. Fitch και ο S&P αναβάθμισαν το χρέος της Ελλάδας στα τέλη του περασμένου έτους, ανοίγοντας τη δεξαμενή κεφαλαίων πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τα ομόλογα.

Ανάμεσα στους κλάδους οι οποίοι μπαίνουν στο κάδρο των επενδυτών είναι εκείνος των τραπεζών. Ισχυροί διαχειριστές έχουν δείξει ενδιαφέρον για τη διάθεση των μετοχών της Πειραιώς που κατέχει το ΤΧΣ (27%) και των μετοχών της Εθνικής (18,39%). Το αυξημένο ενδιαφέρον των ξένων χαρτοφυλακίων για τις ελληνικές τράπεζες αποτυπώνεται και από την έντονη παρουσία τους στις τελευταίες εκδόσεις ομολόγων τους. Η περασμένη έξοδος της Εθνικής στις αγορές μέσω έκδοσης 5ετούς senior preferred ομολόγου συγκέντρωσε προσφορές άνω των 2,4 δισ. από περισσότερους από 200 επενδυτές υπερκαλύπτοντας κατά περισσότερο από 4 φορές το ποσό της έκδοσης. Πάνω από το 70% κατανεμήθηκε σε Διαχειριστές Κεφαλαίων , Ασφαλιστικά και Συνταξιοδοτικά Ταμεία.

Η έκδοση της Πειραιώς (10ετές ομόλογο Tier 2), υπερκαλύφθηκε περισσότερο από τρεις φορές έχοντας συγκεντρώσει κεφάλαια άνω του 1,8 δισ. ευρώ με τη συμμετοχή περισσοτέρων από 145 θεσμικούς επενδυτές. Με σημαντική υπερκάλυψη, κατά 6 φορές ολοκληρώθηκε η δημοπρασία 10ετούς ομολόγου της Eurobank,, ενώ οι προσφορές άγγιξαν τα 1,8 δισ. ευρώ, με υψηλό το ενδιαφέρον από ξένα funds.

Η Moody’s, σε πρόσφατη έκθεσή της, αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες φέτος θα επωφεληθούν από την αυξανόμενη και σχετικά φθηνή καταθετική βάση, καθώς και από νέους δανεισμούς (κυρίως στον τομέα των επιχειρήσεων) σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία που έχει υποστεί σημαντική απομόχλευση την τελευταία δεκαετία. Η χρηματοδότηση και το κόστος των ελληνικών τραπεζών στην αγορά είναι αρκετά περιορισμένα, δεδομένης της χαμηλής αναλογίας δανείων προς καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα του τραπεζικού συστήματος 61% τον Δεκέμβριο του 2023 σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Εφόσον ο τίτλος επενδυτική βαθμίδα επιτρέπει σε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό να επενδύσει σε περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας, αυτό δίνει πλεονέκτημα στη ελληνική αγορά. Στις ανεπτυγμένες αγορές το υπό διαχείριση ενεργητικό αγγίζει τα 52 τρισ. δολάρια, έναντι μόλις 6,3 τρισ. δολαρίων στις αναδυόμενες αγορές.Η επενδυτική βαθμίδα θα φέρει νέες εισροές στα ελληνικά ομόλογα, από τα index funds, οι οποίες εκτιμώνται από την BofA στα 16 δισ. ευρώ, σύμφωνα με έκθεσή της στις αρχές καλοκαιριού. Αυτό είναι ένα σημαντικό μέγεθος, δεδομένου ότι υπάρχουν μόνο 74 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων σε κυκλοφορία, εκ των οποίων τα 35 δισ. ευρώ βρίσκονται στην ΕΚΤ.

Ελληνική χρηματιστηριακή αγορά

Σε αυτό το πλαίσιο αλλάζει και η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά καθώς διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις να εξεταστεί το σενάριο για τοποθετήσεις στην ελληνική αγορά από Επενδυτικούς Φορείς, τα passive index funds που προσαρμόζουν τις επενδύσεις τους με τους βασικούς δείκτες, που εκπροσωπούν 60 τρισ. Δολ. Ένα παράδειγμα είναι η εισαγωγή του Ελ. Βενιζέλος στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η οποία είναι μία κίνηση που θα επανασυστήσει την ελληνική αγορά στο εξωτερικό.

Ο οίκος DBRS έχει δώσει «ραντεβού» για την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας στις 8 Μαρτίου. Σύμφωνα με τον ίδιο τον οίκο (κατά έκθεσή του που είχε δημοσιεύσει τον Φεβρουάριο) η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας περιορίζεται από τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το ακόμη σημαντικό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και το υψηλό ποσοστό ανεργίας.

Όπως εξηγεί ο οίκος για τις αξιολογήσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, η αξιολόγηση BBB (χαμηλή) και το σταθερό outlook της Ελλάδας υποστηρίζονται από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ και από την εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Σχεδίου Ανάκαμψης της, το οποίο αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μειώνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομοτίμων της στη ζώνη του ευρώ.

Τράπεζες

Όπως εξηγεί η Moody’s, στις 4 Μαρτίου, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευσε στοιχεία που δείχνουν ότι η διαφορά επιτοκίου μεταξύ του σταθμισμένου μέσου επιτοκίου των δανείων και του σταθμισμένου μέσου επιτοκίου των καταθέσεων για ελληνικές τράπεζες παρέμεινε υψηλά πάνω από το 5,6% τον Ιανουάριο.

Το υψηλό περιθώριο υποδηλώνει ότι τα beta των καταθέσεων – η μεταβολή στο κόστος των καταθέσεων σε σύγκριση με τη μεταβολή των επιτοκίων των δανείων – παραμένουν σχετικά χαμηλά, γεγονός που θα στηρίξει τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια (NIMs) και την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών το 2024.Και αυτές οι προσδοκίες για την διαρκή ισχυρή κερδοφορία το 2024 είναι ένας από τους κύριους μοχλούς που στηρίζουν τις θετικές προοπτικές που διατηρεί η Moody’s για τις καταθέσεις των ελληνικών τραπεζών και το senior μη εξασφαλισμένο χρέος τους.Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο που χρεώνουν οι ελληνικές τράπεζες στα νέα δάνεια τον Ιανουάριο ήταν 6,15%, ενώ το σταθμισμένο μέσο επιτόκιο που καταβλήθηκε για νέες καταθέσεις ήταν μόλις 0,53%, με αποτέλεσμα το μέσο σταθμισμένο περιθώριο επιτοκίου 5,62%.

Τα αντίστοιχα στοιχεία για τα ανεξόφλητα δάνεια και τις καταθέσεις, τα οποία έχουν πολύ μεγαλύτερη επίδραση στην απόδοση των τραπεζών, ήταν 6,36% για τα δάνεια και 0,53% για τις καταθέσεις, δίνοντας ακόμη υψηλότερο σταθμισμένο μέσο περιθώριο επιτοκίου 5,83% σε σύγκριση με μέσο όρο 5,67% το 2023, εξηγεί η Moody’s.

Δημοσιονομική σύνεση

Οι ελληνικές αρχές αναμένεται, κατά τον οίκο DBRS, να παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική σύνεση, διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση. Τα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια δεν εμπόδισαν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο να φτάσει σε πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022. Πλέον αναμένεται πλεόνασμα 1,1% το 2023 και 2,1% το 2024.Από την κορύφωσή του το 2020, ο δείκτης δημόσιου χρέους έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.), εκ των οποίων 23 ποσοστιαίες μονάδες το 2022, επωφελούμενος από τη δημοσιονομική σύνεση και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.

Η σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων και του χρέους ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στην εφαρμογή ενός συνετού δημοσιονομικού σχεδίου.

Διαβάστε ακόμη: