Μεγάλο βάρος στον περιορισμό των εξόδων θα δώσουν και κατά την εφετινή χρήση οι ελληνικές τράπεζες, στο πλαίσιο της στρατηγικής που εφαρμόζουν για διατήρηση της κερδοφορίας τους στα υψηλά επίπεδα του 2023.

Πρόκειται για συνθήκη αναγκαία προς την κατεύθυνση αναπλήρωσης των αναπόφευκτων απωλειών που θα έχουν κατά το δεύτερο μισό της χρονιάς στα καθαρά έσοδα από τόκους, λόγω της έναρξης του κύκλου αποκλιμάκωσης των ευρωπαϊκών επιτοκίων.

Μία γεύση για τις πολιτικές που θα εφαρμόσουν πήρε η αγορά από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων α΄ τριμήνου 2024 της Τράπεζας Πειραιώς, η διοίκηση της οποίας έδωσε κατά την παρουσίασή τους μεγάλη έμφαση στις σχετικές της επιδόσεις.

Συγκεκριμένα, εκτός από τις πολιτικές για ενίσχυση του οργανικού εισοδήματος μέσω της πιστωτικής επέκτασης και των εισπράξεων από προμήθειες που ακολουθούν τα πιστωτικά ιδρύματα, θα συνεχιστούν οι προσπάθειες για την μείωση των πάσης φύσεως δαπανών που επιβαρύνουν τα αποτελέσματά τους.

Όπως επισημαίνουν αναλυτές που παρακολουθούν τον κλάδο, ο έλεγχος του κόστους αφορά τα τέσσερα ακόλουθα πεδία:

Καταθέσεις

Μέσω αναπροσαρμογών στις αποδόσεις που προσφέρουν στις προθεσμιακές καταθέσεις, θα μειωθούν τα επιτοκιακά έξοδα.

Ήδη κάποια πιστωτικά ιδρύματα έχουν προχωρήσει σε κατάργηση προϊόντων μεγάλης διάρκειας, μέσω των οποίων οι πελάτες τους μπορούσαν μέχρι πρόσφατα να κλειδώσουν υψηλά επιτόκια για διάστημα άνω του έτους.

Παράλληλα, μείωσαν το όφελος των καταθετών σε λύσεις ετήσιας διάρκειας, ενώ το αύξησαν στα εξάμηνα προγράμματα, δίνοντας κίνητρο στους αποταμιευτές να τα επιλέξουν.

Με τον τρόπο αυτό, όταν η νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη θα έχει χαλαρώσει, οι ανανεώσεις στις προθεσμιακές καταθέσεις θα γίνουν με χαμηλότερες αποδόσεις.

Στην Τράπεζα Πειραιώς το beta στις καταθέσεις διατηρήθηκε για τρίτο σερί τρίμηνο στα επίπεδα του 14%, χαμηλότερα του αναμενόμενου και όπως είπε η διοίκησή της η εξέλιξη αυτή διευκολύνει την επίτευξη των στόχων κερδοφορίας για το σύνολο της χρήσης.

Εκδόσεις MREL

Η πτωτική τάση στις αποδόσεις των τίτλων σταθερής απόδοσης, λόγω τόσο της υποχώρησης των επιτοκίων, όσο και της μείωσης των κινδύνων για τις ελληνικές τράπεζες μετά την επιτυχή εξυγίανση των ισολογισμών τους, επιτρέπει την άντληση κεφαλαίων με χαμηλότερο κόστος.

Οι εγχώριοι όμιλοι υποχρεούνται έως και την Πρωτοχρονιά του 2026 να αυξήσουν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας MREL στη ζώνη του 28% και για αυτό θα απαιτηθούν νέες εκδόσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται αύξηση της σχετικής δραστηριότητας τους επόμενους μήνες, όχι μόνο για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου, αλλά και για την αντικατάσταση τίτλων με υψηλά κουπόνια που είχαν διατεθεί στο παρελθόν.

Με τον τρόπο αυτό θα περιοριστούν τα έξοδα για τόκους.

Προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο

Η εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών και η μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στη ζώνη του 4%, επιτρέπει την περαιτέρω συρρίκνωση του κόστους για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Ο στόχος αυτός διευκολύνεται και από τις χαμηλές νέες εισροές επισφαλειών, όπως έδειξαν και τα αποτελέσματα της Τράπεζας Πειραιώς.

Αυτό επέτρεψε στη διοίκησή της να μειώσει το κόστος για τον πιστωτικό κίνδυνο στο ιστορικό χαμηλό των 51 μονάδων βάσης έναντι 84 μ.β. την αντίστοιχη περίοδο του 2023.

Λειτουργικά έξοδα

Οι τράπεζες θα συνεχίσουν τις πολιτικές περιορισμού των εξόδων λειτουργίας τους τα επόμενα χρόνια, με στόχο τη βελτίωση της σχέσης κόστους προς έσοδα, κόντρα στο τρέχον περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού.

Η Τράπεζα Πειραιώς μείωσε το λειτουργικό της κόστος στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών κατά το α΄ τρίμηνο του 2024, με τη διοίκησή της να δηλώνει ότι στοχεύει σε περαιτέρω συρρίκνωσή του τα επόμενα χρόνια.

Διαβάστε ακόμη: