Στα «χαρακώματα» βρίσκονται τις τελευταίες εβδομάδες οι τράπεζες με τις πενήντα μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας με αφορμή το περιθώριο επιτοκίου που τιμολογούνται πλέον τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια.

Οι κορυφαίοι επιχειρηματικοί όμιλοι της χώρας ασκούν –επιτυγχάνοντας μέχρι στιγμής ικανοποιητικά αποτελέσματα– μεγάλη πίεση στις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να «ρίξουν» το περιθώριο κέρδους που αποκομίζουν από τα επιχειρηματικά δάνεια.

Υπό την διαπραγματευτική «απειλή» ότι θα αναζητήσουν νέες λύσεις χρηματοδότησης πιο συμφέρουσες από την τραπεζικό δανεισμό, καθώς μέσα σε ένα χρόνο έχουν δει το κόστος του δανεισμού τους να εκτοξεύεται, ως απόρροια των διαδοχικών αυξήσεων στα επιτόκια, έχουν καταφέρει να ρίξουν το spread στα επιχειρηματικά δάνεια στο 1,5% περίπου, όταν παλαιότερα το περιθώριο κέρδους μετά δυσκολίας έπεφτε κάτω του 4%.

Οι τράπεζες από την πλευρά τους θέλοντας με κάθε τρόπο αφενός να διατηρήσουν τις σχέσεις με τις επιχειρήσεις –πελάτες τους και αφετέρου, να «πιάσουν» τους – κατά πολλούς φιλόδοξους– στόχους της πιστωτικής επέκτασης, συμβιβάζονται με ένα spread γύρω στο 1,5%.

Καλοδεχούμενες οι αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών από την S&P αλλά θα αξιοποιηθούν;

Μειώσεις μη μόνιμου χαρακτήρα

Τραπεζικά στελέχη με εξειδίκευση στις χρηματοδοτήσεις μεγάλων επιχειρήσεων (corporate banking) παραδέχονται ότι «ο ανταγωνισμός στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο των τραπεζών έχει χτυπήσει κόκκινο, με αποτέλεσμα να έχει φέρει προς το παρόν αποτέλεσμα για τις ίδιες τις επιχειρήσεις» διευκρινίζουν ωστόσο ότι οι όποιες αποφάσεις για την μείωση του spread δεν πρέπει να θεωρούνται σε καμία περίπτωση μόνιμου χαρακτήρα.

Πιο συγκεκριμένα οι τράπεζες συμφωνούν την δεδομένη χρονική στιγμή να υποχωρήσουν στα αιτήματα των επιχειρήσεων υπογράφοντας νέες δανειακές συμβάσεις με σημαντικά μειωμένα περιθώρια κέρδους, ωστόσο βάζουν από την πλευρά τους συγκεκριμένους αστερίσκους.

Συγκεκριμένα στις νέες συμβάσεις γίνεται σαφής αναφορά πως σε περίπτωση μείωσης των επιτοκίων τους επόμενους μήνες –βασική τάση στους κόλπους των αναλυτών για το 2024– το περιθώριο κέρδους θα αυξηθεί εκ νέου.

Πρόκειται για όρο, που όπως επισημαίνουν τα ίδια στελέχη, γίνεται σε γενικές γραμμές αποδεκτός από την πλευρά των επιχειρήσεων καθώς αναγνωρίζουν πως οι τράπεζες δεν γίνεται να μηδενίσουν τα κέρδη τους από τα συγκεκριμένα δάνεια».

Μάλιστα επισημαίνουν πως η ευνοϊκή αυτή τιμολόγηση δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κανόνα, καθώς ισχύει για περιπτώσεις επιχειρήσεων που από τη μία, έχουν αναπτύξει μακροχρόνια σχέση με την εκάστοτε τράπεζα και από την άλλη, ανήκουν στις κορυφαίες που δραστηριοποιούνται στην ελληνική οικονομία.

Που επικεντρώνεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις Ελληνικές επιχειρήσεις

Παράδειγμα

Οι μεγάλες επιχειρήσεις έσπευσαν μαζικά να επαναδιαπραγματευθούν τις συμβάσεις τους με τις τράπεζες καθώς έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά από τις συνεχιζόμενες αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα επιχειρηματικό δάνειο, αξίας 100.000 ευρώ, διάρκειας επτά ετών, με ένα περιθώριο κέρδους από πλευράς της τράπεζας στο 4%, ο δανειολήπτης στα τέλη του Ιουλίου 2022 πλήρωνε μηνιαία δόση 1.372 ευρώ, μιας και το euribor ήταν μηδενικό. Έτσι, η επιβάρυνση προέκυπτε μόνο από το spread.

Δύο μήνες μετά το μηνιαίο κόστος για το ίδιο δάνειο είχε ανέβει κατά 35 ευρώ, δηλαδή, στα 1.407 ευρώ, μιας και το επιτόκιο αναφοράς «σκαρφάλωσε» στο 0,75%.

Στις αρχές Δεκεμβρίου 2022 η μηνιαία επιβάρυνση για τον δανειολήπτη ανέβηκε στα 70 ευρώ –στα 1.443 ευρώ– με το euribor να διαμορφώνεται τότε στο 1,50%, ενώ σχεδόν ένα μήνα μετά, οπότε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε να προχωρήσει σε ακόμη μία αύξηση κατά 0,50% το ίδιο δάνειο εμφάνιζε δόση 1.467 ευρώ, αυξημένη κατά σχεδόν 100 ευρώ.

Το 2023 και συγκεκριμένα στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου υπήρξε νέα ανατιμολόγηση του δανείου, με το τελικό επιτόκιο να διαμορφώνεται στο 6,50% (2,50 το euribor + 4% το spread), ενώ ένα μήνα μετά η μηνιαία δόση του δανείου ξεπερνούσε τα 1.500 ευρώ.

Τον Μάιο του 2023 ακολούθησε νέα αναπροσαρμογή του επιτοκίου αναφοράς από την ΕΚΤ που πλέον «άγγιζε» το 3,25%. Αυτό μεταφραζόταν σε μία αύξηση 155 ευρώ/μήνα ή 1.860 ευρώ/χρόνο για τον δανειολήπτη.

Πριν η ΕΚΤ αποφασίσει να πατήσει pause στις αυξήσεις το επιτόκιο βρέθηκε στο 4%, με το κόστος για την επιχείρηση του παραδείγματος να έχει μεγαλώσει περαιτέρω, «αγγίζοντας» τα +200 ευρώ/μήνα ή 2.400 ευρώ/χρόνο εν συγκρίσει με την ίδια περσινή περίοδο.

Τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, διασώζουν την ανυπαρξία δανείων των τραπεζών

Ατμομηχανή το Ταμείο Ανάκαμψης

Όσες επιχειρήσεις, λοιπόν, είχαν τη δυνατότητα της διαπραγμάτευσης, διεκδίκησαν –και πέτυχαν, όπως γίνεται αντιληπτό– ευνοϊκότερη τιμολόγηση, όχι μόνο για τα υφιστάμενα, αλλά και για τα νέα δάνεια που δεν βρίσκονται υπό την «ομπρέλα» του Ταμείου Ανάκαμψης.

Το τελευταίο, πάντως, είναι αυτό που αναμένεται να «τροφοδοτήσει» την πιστωτική επέκταση, η οποία για το 2023 δεν ήταν η αναμενόμενη.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), το 10μηνο του 2023 οι ροές δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν συνολικά αρνητικές κατά 582 εκατ. ευρώ, με τα επιχειρηματικά δάνεια να καταγράφουν μεγάλη αύξηση των χορηγήσεων.

Αυτό, ωστόσο, δεν φάνηκε στον τελικό «λογαριασμό», καθώς υπήρξε μπαράζ πρόωρων αποπληρωμών, ένα φαινόμενο που, όπως διατείνονται τραπεζικά στελέχη, έχει πλέον ατονήσει για το σύνολο των επιχειρήσεων, με εξαίρεση κάποιες ναυτιλιακές εταιρείες.

Σε κάθε περίπτωση, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν πως το 2024 η πιστωτική επέκταση θα είναι δυναμική, γεγονός που αναμένεται να αποτυπωθεί και στα επικαιροποιημέναbusinessplans των τραπεζών, δεδομένου ότι προσφάτως η χώρα μας έλαβε την έγκριση για επιπλέον πέντε δισ. ευρώ φθηνά δάνεια.

Την ίδια στιγμή τα μεγάλα επιχειρηματικά σχήματα συνεχίζουν να εκδηλώνουν με αμείωτη ένταση σοβαρό ενδιαφέρον για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Συνολικά κονδύλια 30,5 δισ. ευρώ, με ανάλογη συμμετοχή του τραπεζικού τομέα που με τα δικά του κριτήρια εγκρίνει αιτήματα πελατών του, μπορούν να ενεργοποιήσουν επενδύσεις άνω των 60 δισ. ευρώ.

Το κομμάτι των 30 δισ. ευρώ αντιστοιχεί σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,8% λένε οι αναλυτές των ξένων οίκων, οι οποίοι χαιρετίζουν και το πρόσφατο πακέτο-διεύρυνσης με τα επιπλέον 5 δισ. ευρώ, που ανεβάζει το ύψος των δανείων σε 17,73 δισ. ευρώ (και 18,22 δισ. ευρώ οι επιχορηγήσεις).

Διαβάστε ακόμη: