Μετά από τη σημαντική υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων κατά το 9μηνο του 2023 (στο 1,6% το Σεπτέμβριο του 2023 και στο 2,4% κατά μ.ό. το 2ο και το 3ο τρίμηνο του 2023), ο πληθωρισμός φαίνεται ότι πλέον έχει “κολλήσει” πέριξ του 3% σε ετήσια βάση.

Ειδικότερα, ο πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) διαμορφώθηκε τον Απρίλιο σε 3,2% έναντι 3,4% τον Μάρτιο, 3,1% τον Φεβρουάριο και 3,2% τον Ιανουάριο.

Άρα βλέπουμε ότι ο πληθωρισμός, παρά την κάμψη των διεθνών τιμών ενέργειας και άλλων πρώτων υλών από τα υψηλά του 2022, εμφανίζει ακαμψία.

Όπως άλλωστε έχει παρατηρήσει και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), για ολόκληρο το 2023, ο γενικός πληθωρισμός σημείωσε σημαντική επιβράδυνση, λόγω της υποχώρησης των τιμών των ενεργειακών αγαθών.

Ωστόσο, ο πυρήνας του πληθωρισμού συνέχισε την αυξητική πορεία του, εξαιτίας των ανοδικών πιέσεων στις τιμές των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.

Η ενεργειακή συνιστώσα

Συγκεκριμένα, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) υποχώρησε στο 4,2% το 2023 (από 9,3% το 2022), χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ραγδαία αυτή αποκλιμάκωση αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο στην ενεργειακή συνιστώσα, καθώς οι υπόλοιπες κινήθηκαν ανοδικά, κάτι που αποτυπώθηκε στην επιτάχυνση του πυρήνα του πληθωρισμού (ΕνΔΤΚ χωρίς τις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής) σε 5,3% το 2023 (από 4,6% το 2022), υψηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η αύξηση της αβεβαιότητας που συνεπάγονται οι πρόσφατες γεωπολιτικές αναταράξεις ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό, με δυσμενείς αναδιανεμητικές επιδράσεις. Η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων και η ενδεχόμενη διατήρηση της αυξητικής πορείας των τιμών κυρίως στα είδη διατροφής και τις δαπάνες στέγασης θα πλήξουν περισσότερο τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα, τα οποία δαπανούν σχετικά υψηλότερο ποσοστό του εισοδήματός τους στις συγκεκριμένες ανάγκες.

Εντούτοις, αντισταθμιστική αναμένεται να είναι η επίδραση των στοχευμένων μέτρων της κυβέρνησης για τη στήριξη των πιο ευάλωτων νοικοκυριών έναντι των αυξήσεων των τιμών. Παράλληλα, οι πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις για τον εξορθολογισμό και τη διαφάνεια των τιμών, καθώς και την αύξηση του ανταγωνισμού, αναμένεται να κάμψουν τις πληθωριστικές πιέσεις και να στηρίξουν την καταναλωτική δαπάνη, ιδίως των ευάλωτων νοικοκυριών.

Υψηλές επιδόσεις για τον κρατικό προϋπολογισμό στο 9μηνο

Η διαφοροποίηση της Ελλάδας

Από την πλευρά της η τράπεζα Alpha Bank, σε δική της σχετική ανάλυση σημειώνει ότι η ενεργειακή κρίση το 2022, η κατακόρυφη άνοδος των τιμών της ενέργειας και στη συνέχεια η μετακύλιση αυτών στις τιμές άλλων κατηγοριών αγαθών και υπηρεσιών, οδήγησαν τον πληθωρισμό σε πολύ υψηλά επίπεδα το εν λόγω έτος.

Ως αποτέλεσμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) άσκησε περιοριστική νομισματική πολιτική από το καλοκαίρι του 2022 και μετά, αυξάνοντας τα βασικά της επιτόκια, με σκοπό την επιβράδυνση του πληθωρισμού και την επαναφορά του στον στόχο που έχει θέσει (2% μεσοπρόθεσμα).

Ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού και υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης τυπικά συνεπάγεται ότι μία οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση «ταχείας ανάκαμψης», καθώς η υψηλή ζήτηση οδηγεί σε αύξηση του επιπέδου τιμών. Η περίπτωση της Ελλάδας, ωστόσο, από το τρίτο τρίμηνο του 2021 (όταν ξεκίνησε η ανοδική πορεία των τιμών της ενέργειας και του πληθωρισμού) μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου έτους, διαφέρει.

Καταρχήν, οι έντονα θετικοί ρυθμοί ανόδου του ΑΕΠ ήταν απόρροια (πρωτίστως) της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας από την πανδημική κρίση, ενώ από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός ήταν συνδυαστικό αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης (πληθωρισμός ζήτησης) αλλά και της ενεργειακής κρίσης και των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα που επέφεραν η πανδημία και οι γεωπολιτικές εντάσεις (πληθωρισμός κόστους).

Η περιοριστική νομισματική πολιτική, σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών της ενέργειας κατά το περασμένο έτος αλλά και τους πρώτους μήνες του 2024, οδήγησαν σε μία «ομαλή προσγείωση», δηλαδή σε μία περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από σχετικά ήπιο πληθωρισμό και αντίστοιχα ήπιους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Βάσει των τελευταίων διαθέσιμων προβλέψεων, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε αυτήν την περιοχή τη διετία 2024-2025, με το ΑΕΠ να αυξάνεται με ρυθμό περί του 2,5% (Πρόγραμμα Σταθερότητας 2024, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών) και τον πληθωρισμό να προσεγγίζει σταδιακά το 2%.

Berenberg

Τα «απόνερα» του 2023

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, το 2023 λοιπόν, τα ενεργειακά αγαθά κατέγραψαν μέση πτώση -13,4% και υπήρξαν η μόνη συνιστώσα που οδήγησε το γενικό εναρμονισμένο πληθωρισμό στην καταγραφή χαμηλότερου μέσου ετήσιου ρυθμού το 2023 σε σύγκριση με το 2022 Σε αντιδιαστολή με την ενέργεια, οι υπόλοιπες τέσσερις συνιστώσες κινήθηκαν αυξητικά, γεγονός που αποτυπώθηκε στην επιτάχυνση του πυρήνα του πληθωρισμού (6,2% το 2023 από 5,7% το 2022), και έτσι συγκράτησαν την περαιτέρω υποχώρηση του γενικού πληθωρισμού.

Πιο συγκεκριμένα, η συμβολή της ενέργειας στο γενικό πληθωρισμό ήταν -1,69 ποσοστιαίες μονάδες. Τα είδη διατροφής συνολικά κατέγραψαν μέση ετήσια αύξηση 9,9% το 2023 (τα επεξεργασμένα είδη 9,3% και τα μη επεξεργασμένα είδη 11,1%) και συνέβαλαν κατά 2,61 ποσ. μον. στο γενικό πληθωρισμό (η συμβολή των επεξεργασμένων τροφίμων ήταν 1,71 ποσ. μον. ενώ η συμβολή των μη επεξεργασμένων τροφίμων ήταν 0,90 ποσ. Μον.).

Ο πληθωρισμός των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών ανήλθε στο 6,4% το 2023 και των υπηρεσιών στο 4,5%, με συμβολές 1,22 και 2,01 ποσ. μον. αντίστοιχα στο γενικό πληθωρισμό. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών το 2023 (6,4%) υπερέβη τον αντίστοιχο μέσο ετήσιο ρυθμό του 2022 (5,0%). Ο πληθωρισμός των υπηρεσιών παρέμεινε στο επίπεδο του 2022 (4,5%).

Η ενδυνάμωση του πληθωρισμού των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών το 2023 οδήγησε τον πυρήνα του πληθωρισμού στην καταγραφή μέσου ετήσιου ρυθμού 6,2% (από 5,7% το 2022). Ο πυρήνας διατηρήθηκε υψηλότερος από το γενικό πληθωρισμό καθ’ όλο το 2023, συνεχίζοντας μια τάση που ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2022.

Η σταδιακή αποκλιμάκωση, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023, των τριών συνιστωσών του πυρήνα του πληθωρισμού (μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών, υπηρεσιών και επεξεργασμένων ειδών διατροφής) οδήγησε εκ νέου σε σύγκλιση του γενικού πληθωρισμού και του πυρήνα του.

Τα μεγάλα στοιχήματα για την οικονομία το 2023

Γιατί ο πληθωρισμός επιμένει

Το πρόβλημα τώρα είναι ότι οι τιμές σε μια σειρά βασικών αγαθών και υπηρεσιών, δεν δείχνουν σημάδια αποκλιμάκωσης. Όπως σημειώνει σε σχετική ανάλυση η Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ), η επιμονή του πληθωρισμού αντανακλά την επίδραση πρόσθετων παραγόντων, δεδομένου ότι οι δυνάμεις που συνέτειναν στην πληθωριστική ανάφλεξη την περίοδο 2022-23 (εκτόξευση διεθνών τιμών πρώτων υλών, ενεργειακή κρίση, σημαντικές δυσλειτουργίες στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα) δε διαδραματίζουν πλέον σημαντικό ρόλο. Πιο συγκεκριμένα:

Η ενέργεια έχει πλέον περιορισμένη επίδραση αλλά παραμένει εστία αβεβαιότητας.Διαπιστώνεται ότι η σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας, που επιτάχυνε τη μείωση του πληθωρισμού το προηγούμενο έτος, ασκεί πλέον πολύ μικρή αυξητική επίδραση καθώς η σύγκριση γίνεται με τις ήδη μειωμένες ενεργειακές τιμές της αντίστοιχης περιόδου του 2023. Ωστόσο, οι ενεργές εστίες γεωπολιτικής έντασης, η διατήρηση των περικοπών στην παραγωγή από τον OPEC+ αλλά και η ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας, αρχίζουν να δημιουργούν ήπιες ανοδικές πιέσεις στις τιμές του αργού πετρελαίου.

Ως εκ τούτου, οι τιμές καυσίμων είχαν οριακά θετική συνεισφορά στον πληθωρισμό τον Απρίλιο, προσθέτοντας +0,2 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) ετησίως, σε σύγκριση με -1,3 π.μ. το 2023 και +3,1 π.μ. το 2022. Η μέση συνεισφορά των καυσίμων στην ετήσια μεταβολή του ΔΤΚ αναμένεται να παραμείνει ελαφρώς θετική και να κυμανθεί σε +0,2 π.μ. ανά μήνα, έως το τέλος του έτους. Επίσης, ο πληθωρισμός στις περισσότερες κατηγορίες αγαθών (πλην τροφίμων) έχει αποκλιμακωθεί αισθητά σε αντιστοιχία με τις τάσεις που παρατηρούνται διεθνώς.

Σύμφωνα με την ΕΤΕ, οι αυξήσεις στις τιμές των αγαθών, εκτός καυσίμων και τροφίμων, υποχώρησαν σημαντικά, στο +1,7% ετησίως τον Απρίλιο έναντι ανατιμήσεων +5,1% ετησίως το 2022 και +7,0% το 2023.

Ο πληθωρισμός στη συγκεκριμένη κατηγορία αγαθών κορυφώθηκε το 2023 εξαιτίας της έντονης αύξησης στο κόστος παραγωγής -από το συνδυασμό της μεταπανδημικής έκρηξης της ζήτησης με τις αναταράξεις στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες- και τη ραγδαία αύξηση των τιμών ενέργειας και άλλων πρώτων υλών και παραγωγικών εισροών, που επέφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Παρά την διεθνή αστάθεια διατηρεί δυνάμεις η ελληνική οικονομία

Οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα

Από την άλλη, ο πληθωρισμός τροφίμων επιβραδύνεται αλλά παραμένει υψηλός κυρίως λόγω της μεγαλύτερης βαρύτητας του ελαιολάδου αλλά και δυσμενών κλιματικών επιδράσεων. Όπως σημειώνει η ΕΤΕ, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, υποχώρησε στο ακόμη υψηλό 5,4% ετησίως τον Απρίλιο, με ορισμένες κατηγορίες να σημειώνουν μικρή μείωση στο επίπεδο τιμών τους, τόσο σε μηνιαία όσο και σε ετήσια βάση (δημητριακά, ψωμί, αυγά, γαλακτοκομικά και ορισμένα επεξεργασμένα τρόφιμα).

Όμως, η ζημιά σε τμήμα της παραγωγής, που προξένησε η καταστροφική πλημμύρα από την καταιγίδα Daniel, σε συνδυασμό με την ανελαστική ζήτηση και τα ανθεκτικά περιθώρια κέρδους των παραγωγών, και ακόμη περισσότερο του λιανεμπορίου, απέτρεψαν την ταχύτερη επιβράδυνση του πληθωρισμού τροφίμων. Ταυτόχρονα, μεγάλη πληθωριστική επίδραση άσκησε και το ελαιόλαδο, το οποίο παραδοσιακά σταθμίζεται με πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στον ελληνικό ΕνΔΤΚ (0,9% έναντι 0,2% στην Ευρωζώνη, το 2024).

Η μέση τιμή του ελαιολάδου αυξήθηκε κατά +29,4% ετησίως το 2023 και κατά +63,7% ετησίως τον Απρίλιο του 2024, προσθέτοντας 0,5 π.μ. στην ετήσια μεταβολή του ΔΤΚ (από περίπου +0,2 π.μ. το 2023) και επεξηγώντας σχεδόν το 50% της αύξησης του συνολικού πληθωρισμού τροφίμων, κατά την ίδια περίοδο.

Συγκεκριμένα, εάν αφαιρεθούν οι επιδράσεις του ελαιολάδου, η ετήσια μεταβολή του ΔΤΚ τροφίμων & μη αλκοολούχων ποτών για την Ελλάδα τον Απρίλιο του 2024 εκτιμάται ότι θα ήταν 2,6% ετησίως (από 5,4% ετησίως για το συνολικό δείκτη), προσεγγίζοντας την αντίστοιχη της Ευρωζώνης (+2,2% ετησίως τον Απρίλιο).

Κομισιόν: Περιμένει ανάπτυξη 2,3% το 2024 και το 2025 στην Ελλάδα

Η επίδραση των υπηρεσιών

Σε ότι αφορά τις υπηρεσίες, η ΕΤΕ εκτιμά ότι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά το 2023 διοχετεύθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις υπηρεσίες, καθώς ο όγκος λιανικών πωλήσεων -που προσεγγίζει τις τάσεις στην κατανάλωση αγαθών- υποχώρησε κατά 3,3% ετησίως (μετά από ισχυρότατη μεταπανδημική άνοδο κατά +10,0% ετησίως το 2021 και +3,3% το 2022).

Η εγχώρια τελική κατανάλωση υπηρεσιών αυξήθηκε κατά +14,9% ετησίως, σε σταθερές τιμές, το 2022 και κατά +9,1% το 2023. Παρόμοιες τάσεις εκτιμούμε ότι διατηρούνται και το 1ο τρίμηνο του 2024.

Έτσι, ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες (εξαιρουμένου του ηλεκτρισμού) κυμάνθηκε στο 3,7% ετησίως τον Απρίλιο και στο 3,6% το 1ο τρίμηνο του έτους, από 3,8% το 2023 και 2,4% το 2022. Η δυναμική αυτή είναι ισχυρότερη σε τομείς που σχετίζονται με τον τουρισμό (εστίαση, διαμονή, μεταφορές) ή απευθύνονται σε νοικοκυριά υψηλότερης αγοραστικής δύναμης (ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, υπηρεσίες αναψυχής και άλλες πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες).

Η ετήσια μεταβολή στις τιμές εστίασης επιταχύνθηκε στο +5,2% ετησίως τον Απρίλιο, στα ξενοδοχεία στο +7,3% και στις αεροπορικές μεταφορές στο +15,1%, με τις τρεις αυτές κατηγορίες να προσθέτουν 0,8 π.μ. στην ετήσια αύξηση του ΔΤΚ τον ίδιο μήνα. Ως εκ τούτου, οι ανατιμήσεις στις υπηρεσίες ερμηνεύουν πλέον τα ¾ της αύξησης του δομικού πληθωρισμού στην Ελλάδα, ο οποίος ανήλθε στο +3,0% ετησίως το 4μηνο του 2024. Σημειώνεται, δε, ότι οι υπηρεσίες σταθμίζονται με 40% στο καλάθι του καταναλωτή, έναντι 60% των αγαθών.

ΕΚΤ: Τα προγράμματα στήριξης – διάσωσης των ελληνικών τραπεζών δεν ήταν αποτελεσματικά
Τα κέρδη και ο ανταγωνισμός στις αγορές

Άλλο στοιχείο προβληματισμού είναι το γεγονός ότι η μείωση του πληθωρισμού στα αγαθά θα ήταν ακόμα ταχύτερη εάν τα περιθώρια κέρδους των εταιριών (ειδικά στη λιανική αγορά καταναλωτικών αγαθών και ειδικότερα των τροφίμων) προσαρμόζονταν στην υποχώρηση των τιμών αρκετών πρώτων υλών, καθώς και άλλων εισαγόμενων παραγωγικών εισροών, κατά το 2023 και τους πρώτους μήνες του 2024.

Σύμφωνα με την ΕΤΕ, αυτό όμως δε συνέβη στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, λόγω ισχυρής ζήτησης καθώς και χρόνιων διαρθρωτικών αγκυλώσεων της ελληνικής αγοράς αλλά και των πρακτικών τιμολόγησης των διεθνών αλυσίδων διάθεσης μεταποιημένων προϊόντων και πρώτων υλών.

Στο ιδιο συμπέρασμα έχει καταλήξει και η ΤτΕ, σύμφωνα με την οποία, το αυξημένο κόστος εισροών παραγωγής κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών συνέβαλε σε σημαντική αύξηση των περιθωρίων κέρδους, παρά την υποχώρηση που παρατηρήθηκε το 2023. Ειδικότερα, την περίοδο 2021-22 οι σχετικοί δείκτες ξεπέρασαν τα ιστορικά υψηλά τους, ιδιαίτερα στους τομείς της βιομηχανίας, των κατασκευών και των υπηρεσιών.

Η αύξηση των περιθωρίων κέρδους τη συγκεκριμένη περίοδο οφειλόταν τόσο στις υψηλές τιμές που καθόρισαν οι επιχειρήσεις με σκοπό να καλύψουν το αυξημένο κόστος παραγωγής τους όσο και στην υπερβάλλουσα ζήτηση που παρατηρήθηκε μετά το τέλος της πανδημίας και την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Το σχετικά μικρό μέγεθος της εγχώριας αγοράς προϊόντων και η υστέρηση της εφαρμογής επαρκών διαθρωτικών αλλαγών στην εν λόγω αγορά είναι παράγοντες που δημιουργούν έλλειψη ανταγωνισμού και ευνοούν τη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους όταν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν.

Πιο συγκεκριμένα, οι ρυθμοί μεταβολής του δείκτη περιθωρίων κέρδους για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας τα έτη 2021 και 2022 ξεπέρασαν τα ιστορικώς υψηλά τους επίπεδα (αύξηση 4,0% και 9,0% αντίστοιχα).

Στο βιομηχανικό τομέα ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους διαμορφώθηκε σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα, φθάνοντας στο 17,8% το 2022.Στον τομέα των υπηρεσιών ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους ήταν επίσης αξιοσημείωτος (7,4%). Στην περίπτωση της Ελλάδας, σύμφωνα και με τα στοιχεία της Κομισιόν, σε αντίθεση με την Ευρωζώνη οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες των εγχώριων τιμών είναι πρώτα τα κέρδη και μετά οι εισαγωγές.

Με βάση τον αποπληθωριστή ΑΕΠ και τις βασικές συνιστώσες κόστους σε Ελλάδα και Ευρωζώνη, μετά την υποχώρηση της συμμετοχής των εισαγωγών το α΄ εξάμηνο του 2023, το γ΄ τρίμηνο του 2023 ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας των εγχώριων τιμών στην Ελλάδα είναι το μοναδιαίο κέρδος (0,4 σε σύνολο 1,14 που ήταν ο αποπληθωριστής ΑΕΠ). Το ύψος αυτό ήταν 15% υψηλότερο από το αντίστοιχο του α΄ τριμήνου του 2021.

Η συμβολή των εισαγωγών περιορίστηκε στο 0,38 από 0,41 το β΄ εξάμηνο του 2022, αλλά παραμένει 28% υψηλότερα από το α΄τρίμηνο του 2021. Αντιθέτως, η συμβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας έμεινε σταθερή σε σχέση με το 2021.

Διαβάστε ακόμη: