Με τα μάτια στραμμένα στις τέσσερις προσεχείς συνεδριάσεις, βρίσκεται η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Όσο και αν φαίνεται παράδοξη αυτή η επισήμανση, ισχύει απόλυτα.
Την Παρασκευή 7η Απριλίου καθώς και τη Δευτέρα 10η Απριλίου οι ξένες αγορές θα είναι κλειστές λόγω του Πάσχα των Καθολικών ενώ ορισμένες εξ αυτών θα υπολειτουργήσουν και με περιορισμένο ωράριο και Μεγάλη Πέμπτη 6η Απριλίου και την Τρίτη 11η Απριλίου.
Επομένως αυτό που θα «γράψουν» οι δείκτες του χρηματιστηρίου θα αφορά αποκλειστικά τη δυναμική της ελληνικής αγοράς και τις εκτιμήσεις των παραγόντων της για το μέλλον.
Προς το παρόν η θετική τάση δεν ανακόπτεται, αντιθέτως θα λέγαμε καταγράφεται μια προϊούσα βελτίωση , έστω και αν οι περιορισμένοι όγκοι συναλλαγών λόγω των ημερών, δεν μπορούν να παγιώσουν ασφαλή συμπεράσματα.
Πάντως και εν μέσω όξυνσης της προεκλογικής αντιπαράθεσης, που σε ορισμένα σημεία της λαμβάνει χαρακτήρα ακραίας πόλωσης, η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά δείχνει πλησίστια προς τις 1.100 μονάδες.
Πολλοί είναι οι παράγοντες από τους οποίους θα καθοριστεί αν αυτό θα επιτευχθεί προεκλογικά ή μετεκλογικά.
Κύρια ζητούμενα της αγοράς προβάλλουν εύλογα τόσο η περίφημη επενδυτική βαθμίδα, όσο και το ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας.
Στα δύο ζητήματα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις , αφού είναι ευνόητο ότι υπάρχουν πολλές ανεξάρτητες μεταβλητές οι οποίες καθορίζουν την επιμέρους εξέλιξη.
Χθες για παράδειγμα η JP Morgan πρόβλεψε ότι η S&P πρόκειται να τηρήσει στάση αναμονής και δεν θα αναβαθμίσει τη πιστοληπτική ικανότητα της χώρας την 21η Απριλίου.
Ο αντίλογος στην εκτίμηση αυτή είναι ότι η επίσημη αναβάθμιση μόνο ψυχολογικό ρόλο παίζει εφόσον η χώρα ήδη μπορεί να δανείζεται με όρους ώριμης οικονομίας.
Εφόσον λοιπόν τα επιτόκια των ελληνικών τίτλων αντιστοιχούνται με αυτά των ώριμων αγορών, καθυστέρηση της επενδυτικής βαθμίδας μερικών μηνών δεν σημαίνει κάτι ουσιαστικό.
Αλλά και στην προσέγγιση των ελληνικών πολιτικών εξελίξεων οι αναλυτές των διεθνών οίκων εμφανίζουν – για να το πούμε κομψά – μια δυσκολία κατανόησης.
Αν Επικαλούμαστε και πάλι την έκθεση της JP Morgan που βλέπει δεύτερες κάλπες και θεωρεί επικρατέστερο σενάριο το να σχηματίσει η Νέα Δημοκρατία είτε κυβέρνηση πλειοψηφίας είτε κυβέρνηση συνεργασίας μετά από αυτές.
Ο αμερικανικός οίκος εξηγεί ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής.
«Αυτές θα είναι οι πρώτες εκλογές μετά από δυο δεκαετίες στις οποίες δεν θα εκχωρηθεί μπόνους εδρών (50 έδρες) για το κόμμα που θα κερδίσει την πλειονότητα των ψήφων.
Ένας τροποποιημένος νόμος για τα μπόνους 50 εδρών θεσπίστηκε από το σημερινό κοινοβούλιο, αλλά θα τεθεί σε ισχύ μόνο στις επόμενες κάλπες, δηλαδή μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023» αναφέρει.
Προσθέτει ακόμη ότι οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις «δείχνουν μείωση της δημοτικότητας του κυβερνώνοντος κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, ειδικά μετά το πρόσφατο σιδηροδρομικό δυστύχημα, με τον ΣΥΡΙΖΑ να επωφελείται από αυτό.
Δεδομένων των πρόσφατων δημοσκοπήσεων και επίσης της έλλειψης του μπόνους 50 εδρών, η εκτίμηση είναι ότι οι εκλογές του Μαΐου 2023 δεν θα φέρουν βιώσιμη πλειοψηφία.
Επομένως ένας δεύτερος γύρος εκλογών, με άλλο εκλογικό σύστημα το οποίο περιέχει μπόνους εδρών, παραμένει το πιο πιθανό σενάριο».
Όλα καλά ως εδώ , αλλά το συμπέρασμα μάλλον περιέχει ολίγη …κινδυνολογία: «Βλέπουμε κινδύνους αυξημένης αστάθειας στις αγορές όσο θα πηγαίνουμε προς τις εκλογές του Μαΐου 2023, ειδικά εάν η ψαλίδα ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει να κλείνει στις δημοσκοπήσεις» τονίζουν οι αναλυτές της JPMorgan Chase.
Είναι έτσι, τα πράγματα; Φαίνεται ότι οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου αμφιβάλλουν αρκετά για την αποστροφή αυτή.
Για το λόγο αυτό στη συνέχεια αναφέρουν, σχετικά με τα ελληνικά ομόλογα: «Μετά την έκδοση του νέου 5ετούς ομολόγου η Ελλάδα έχει καλύψει το 85% των εφετινών αναγκών δανεισμού από την αγορά. Αυτό περιορίζει την ανάγκη να χρειαστεί να βγει εκ νέου στην αγορά κρατικού χρέους έως ότου σχηματιστεί νέα κυβέρνηση».
Οι αναλυτές της JP Morgan σημειώνουν για όσους επενδυτές θέλουν να τηρήσουν overweight στάση στην Ελλάδα πως βρίσκει ελκυστικά τα ομόλογα διάρκειας 7-10 ετών καθώς διαπραγματεύονται με τα υψηλότερα περιθώρια ανάκαμψης σε σχέση με άλλα ομόλογα της περιφέρειας.