Η αγορά για την αξιολόγηση της απόδοσης των εταιρειών ως προς τα ESG κριτήρια (που ασχολούνται με τα Περιβαλλοντικά, Κοινωνικά και Διακυβέρνησης ζητήματα) έχει αναπτυχθεί καθώς οι επενδυτές ρίχνουν χρήματα σε προϊόντα που διατίθενται στην αγορά ως βιώσιμα. Ωστόσο, μαζί με την έντονη κινητικότητα που παρατηρείται σε μικρούς και μεγάλους οίκους αξιολόγησης, αυξάνονται και τα περιστατικά Greenwashing ή παραπλανητικών στοιχείων τα οποία ωθούν κεφάλαια σε επενδύσεις που είναι τελικά αμφισβητήσιμες. Η αμφιβολία που πλανάται τα τελευταία χρόνια στην αγορά και η οποία ενισχύεται από το γεγονός ότι οι αξιολογήσεις δεν είναι ούτε συγκρίσιμες ούτε συχνά απόλυτα διαφανείς έχει ρίξει μια βαριά σκιά στις επενδύσεις ESG διχάζοντας τους επενδυτές.

Οι αξιολογήσεις ESG συνήθως μετρούν την έκθεση μιας εταιρείας και τη διαχείριση των οικονομικά σημαντικών παραγόντων ESG όπως είναι οι εκπομπές άνθρακα ή η ποικιλομορφία του διοικητικού συμβουλίου. Το βασικό πρόβλημα ωστόσο των αξιολογήσεων, από όταν ξεκίνησαν να υφίστανται, είναι ότι κάθε πάροχος σταθμίζει αυτούς τους παράγοντες διαφορετικά ενώ λίγοι θα μετρήσουν τον αντίκτυπο μιας εταιρείας στο περιβάλλον και στον έξω κόσμο.

Όλα αυτά οδηγούν σε σύγχυση την επενδυτική κοινότητα η οποία δραστηριοποιείται σε μια αγορά όπου ένα ταμείο ESG μπορεί να κατέχει μετοχές πετρελαίου ή εξόρυξης ενώ ένας κατασκευαστής ηλεκτρικών αυτοκινήτων μπορεί ταυτόχρονα να αξιολογηθεί με χαμηλότερη βαθμολογία σε σχέση με έναν ανταγωνιστή που βασίζεται σε κινητήρες εσωτερικής καύσης.

Ωστόσο, η στρέβλωση αυτή στην αγορά επιχειρείται να αρθεί με τη νέα συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα κράτη της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με το πρώτο σύνολο κανόνων του μπλοκ για τη ρύθμιση των αξιολογήσεων ESG των διαπιστευτηρίων βιωσιμότητας των εταιρειών, η οποία θα τεθεί σε ισχύ το 2025.

Οι αλλαγές στις αξιολογήσεις ESG

Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, οι πάροχοι αξιολογήσεων ESG στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένοι και εποπτευόμενοι από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών. Οι βαθμολογητές που εδρεύουν εκτός του μπλοκ θα πρέπει να εγκρίνονται από έναν αξιολογητή που ελέγχεται στην ΕΕ ενώ οι αξιολογητές θα πρέπει να αποκαλύπτουν ρητά εάν οι αξιολογήσεις τους καλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο οι δραστηριότητες μιας εταιρείας επηρεάζουν το περιβάλλον ή κοινωνικούς παράγοντες όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, και όχι μόνο τον αντίκτυπο του ESG στα αποτελέσματα μιας εταιρείας.

Στόχος είναι να διευρυνθεί η γκάμα των αξιολογήσεων και να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών μέσω διαφανών και ρυθμιζόμενων αξιολογήσεων ESG. Στο πλαίσιο αυτό, οι αξιολογητές θα πρέπει να διαχωρίσουν τις αξιολογήσεις για περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και διακυβέρνησης παράγοντες ενώ εάν παρέχεται μία μόνο βαθμολογία ESG, η στάθμιση των E, S και G θα πρέπει να είναι σαφής. Παράλληλα, μια αξιολόγηση για το περιβάλλον θα πρέπει να αναφέρει εάν λαμβάνει υπόψη την ευθυγράμμιση με τη Συμφωνία του Παρισιού για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα.

Υπό τις νέες συνθήκες που θα διαμορφωθούν στην αγορά, ορισμένες εταιρείες ίσως θα πρέπει να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση και να σταματήσουν να παρέχουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, συμβουλευτικές υπηρεσίες και την ανάπτυξη σημείων αναφοράς, μεταξύ άλλων, για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων.

Οι μικρότεροι αξιολογητές ESG που εδρεύουν στην ΕΕ θα πρέπει να συμμορφωθούν μόνο με μια λιγότερο απαιτητική εκδοχή των κανόνων τα πρώτα τρία χρόνια για να τους βοηθήσουν να αναπτυχθούν σε έναν τομέα που κυριαρχείται από λίγους μεγάλους παίκτες όπως είναι η MSCI, η S&P Global, η London Stock Exchange Group, η Moody’s και Morningstar’s Sustainalytics.

Επιφυλάξεις για τη νέα συμφωνία – Το διαχρονικό πρόβλημα στις αξιολογήσεις ESG

Οι νέοι κανόνες για την αγορά αξιολόγησης ESG προσδοκάται ότι θα φέρουν τον κλάδο μεγαλύτερη διαφάνεια, αλλά, όπως εκτιμούν κάποιοι παράγοντες της διεθνούς αγοράς δεν θα επιφέρει τα απαιτούμενα επίπεδα τυποποίησης ώστε οι ετερόκλητες βαθμολογίες να σταματήσουν να μπερδεύουν τους επενδυτές. Μάλιστα, σημειώνουν ότι η ΕΕ επιλέγει την διαφάνεια έναντι της τυποποίησης, κάτι που αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο σχέδιο, το οποίο ωστόσο πρέπει να ολοκληρωθεί και οι πάροχοι αξιολογήσεων να αποκαλύπτουν τα δεδομένα και τις πληροφορίες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των βαθμολογιών προκειμένου οι επενδυτές και οι εταιρείες να αντιλαμβάνονται πλήρως τι βρίσκεται πίσω από κάθε αξιολόγηση.

Σε έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πριν από ενάμισι χρόνο, οκτώ στους δέκα δήλωσαν ότι το σύστημα δεν λειτουργούσε καλά καθώς συχνά σημειώνονται αποκλίνουσες βαθμολογίες για την ίδια εταιρεία και μικρή διαφάνεια σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι πάροχοι καθορίζουν τις αξιολογήσεις τους.

Ποσοστό μεγαλύτερο του 90% των ερωτηθέντων έκρινε ότι απαιτείται παρέμβαση κάτι που επιτυγχάνεται εν μέρει με τους νέους κανόνες για τον σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτο κλάδο, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης από τους παρόχους να δημοσιεύουν τις μεθοδολογίες τους.

Διαβάστε ακόμη: