Τα ευρήματα που λέγεται ότι έχει ανακαλύψει η ExxonMobil στη Κρήτη, ήταν απ’ ότι φαίνεται ο «μαγνήτης» που έβαλε στο παιχνίδι των ελληνικών υδρογονανθράκων τη Chevron, κίνηση που προφανώς αναβαθμίζει το όλο εγχείρημα.

Τόσο γιατί αποκτούν παρουσία στη χώρα οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες στο κλάδο των υδρογονανθράκων παγκοσμίως, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό και τις πιθανότητες επιτυχίας, όσο και γιατί κοιτάζοντας κανείς πλέον το χάρτη των ερευνών δημιουργείται ένα νέο και συνεχόμενο πεδίο, έκτασης όση η Πελοπόννησος, η Στερεά και η Εύβοια, μαζί.

Αθροιστικά και τα τρία εφαπτόμενα μπλοκς, Δυτικά και ΝΔ της Κρήτης και αυτό της «Νότιας Πελοποννήσου», εκτείνονται σε πάνω από 50.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αποτελούν κομμάτια της ίδιας γεωλογικής λεκάνης, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τα σχέδια των τωρινών και αυριανών παραχωρησιούχων, όπου ο αμερικανικός παράγοντας φαίνεται ότι θα είναι κυρίαρχος.

Σε πολιτικό επίπεδο δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι η ανακοίνωση για την επικείμενη έλευση της Chevron στην ελληνική αγορά επελέγη να συμπέσει με την ορκωμοσία του νέου πλανητάρχη Ντ. Τραμπ, ο οποίος επανέλαβε χθες τη ρητορική υπέρ των εξορύξεων. Σε μια φάση γενικότερης ρευστότητας και αναζήτησης νέων ισορροπιών στην Αν.Μεσόγειο, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να στείλει το δικό της μήνυμα για τη στρατηγική σχέση Ελλάδας- ΗΠΑ, με ακόμη πιο αναβαθμισμένο, όπως όλα δείχνουν, το ρόλο των ορυκτών καυσίμων.

Σε ό,τι αφορά αυτό καθ’ εαυτό το ενδιαφέρον της Chevron για το «South Peloponnese», όπως ονομάζεται το οικόπεδο, το νήμα που τη συνδέει με την Exxon, είναι όπως λένε αρμόδιες πηγές, ότι εφάπτεται με τα δύο κρητικά μπλοκς του νότου. Σ’ αυτά, η συμπατριώτισσα της Exxon Mobil λέγεται ότι έχει εντοπίσει, σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν το θέμα, αξιοποιήσημα κοιτάσματα.

Τι δείχνει η προεργασία και η έτοιμη ΣΜΠΕ

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι Αμερικανοί που έχουν αγοράσει από τη νορβηγική PGS όλα τα διαθέσιμα δεδομένα για τον ελλαδικό χώρο (των ετών 2011, 2012, το reprocessing που εγινε το 2017), είχαν μεταφέρει καιρό τώρα το ενδιαφέρον τους για τη συγκεκριμένη περιοχή στην ελληνική πλευρά. Ετσι εξηγείται και το γεγονός ότι παρ’ ότι το οικόπεδο βγαίνει για πρώτη φορά σε διαγωνισμό, έχει γίνει η σχετική προεργασία.

Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ) έχει ήδη ετοιμάσει και πρόκειται ίσως και σήμερα να καταθέσει στη ΔΙΠΑ τη σχετική Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, προκειμένου αμέσως να αναρτηθεί για διαβούλευση, κάτι που υπό διαφορετικές συνθήκες θα απαιτούσε μήνες.

Το γεγονός ότι τμήμα της περιοχής έχει ήδη ΣΜΠΕ και συνορεύει με δύο μπλοκς, στα βόρεια με το «10» και στα νότια με τα δύο κρητικά, που έχουν εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους από παλαιά, επίσης διευκολύνει την όλη διαδικασία.

Αλλωστε το μπλοκ της Πελοποννήσου είναι γνωστό από τη δεκαετία του 2010. Δεν είχε συμπεριληφθεί στη λίστα των παλαιότερων παραχωρήσεων, καθώς η τότε κυβέρνηση είχε θεωρήσει ότι δεν θα προσελκύσει επενδυτικό ενδιαφέρον δεδομένου ότι πρόκειται για πάρα πολύ βαθιά νερά. Εκεί βρίσκεται η Πύλος, το πιο βαθύ σημείο της Μεσογείου: Το φρέαρ ή Πηγαδι των Οινουσών με βάθη μέχρι 5.269 μέτρα. Η τεχνολογία ωστόσο έκτοτε έχει προχωρήσει, οι έρευνες σε πολύ βαθιά νερά είναι εφικτές και η Chevron με τη κίνησή της δείχνει ότι όλα αυτά δεν τη προσβληματίζουν.

Το roadmap, ο διαγωνισμός και η σύντμηση των χρόνων

Στα του οδικού χάρτη, το πρώτο από εδώ και πέρα βήμα θα είναι να ολοκληρωθούν μέχρι τις αρχές Φλεβάρη όλα εκείνα τα βήματα, ώστε να προκηρυχθεί τον επόμενο μήνα ο διεθνής διαγωνισμός. Εντός 90 ημερών από τη δημοσίευση του, δηλαδή κάπου τον Μάιο, θα κληθούν οι ενδιαφερόμενοι, μεταξύ των οποίων και η Chevron, να υποβάλουν προσφορές. Στο σενάριο που επικρατήσει η αμερικανική εταιρεία, εγκριθεί ο διαγωνισμός από τη Βουλή και τα άλλα θεσμικά όργανα, τότε κάπου προς τα τέλη του έτους θα έχει ανακηρυχθεί παραχωρησιούχος.

Στο ερώτημα με ποιο τρόπο θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες, αρμόδιες πηγές απαντούν ότι η ΕΔΕΥΕΠ θα επιχειρήσει να συμπεριλάβει στο κείμενο του διαγωνισμού, σε συννενόηση με τον ένα ή περισσότερους ενδιαφερόμενους επενδυτές, τέτοιους όρους που να οδηγούν σε σύμπτυξη των χρόνων. Ενας τέτοιος π.χ. θα μπορούσε να αφορά τη μείωση της προβλεπόμενης διάρκειας της πρώτης και δεύτερης φάσης των ερευνών που κανονικά κρατούν συνολικά 7 χρόνια. Ετσι ώστε, καλώς εχόντων των πραγμάτων να φτάσουμε σε ερευνητική γεώτρηση γύρω στο 2030.

Το παράδειγμα της Exxon

Ταυτόχρονα, για να επιταχυνθούν τα πράγματα, θα επιχειρηθεί να επαναληφθει το παράδειγμα της Exxon. Σύμφωνα με όσα θυμίζουν αρμόδιες πηγές, η αμερικανική εταιρεία ανέλαβε τη διαχείριση των κρητικών μπλοκς από τη γαλλική Τotal τον Ιούλιο του 2022 και εντός μερικών μηνών, το Νοέμβρη του ίδιου έτους, έβγαλε πλοίο για σεισμικές έρευνες 2D, ενώ την επόμενη χρονιά προχώρησε σε έρευνες 3D και περιβαλλοντική μελέτη.

Στη περίπτωση της Exxon, αν πάρει απόφαση για ερευνητική γεωτρήση μέσα στο επόμενο 3μηνο, τότε αυτή υπολογίζεται να λάβει χώρα το 2026. Τέσσερα δηλαδή χρόνια από τότε που ανέλαβε και στη πράξη παραχωρησιούχος, κάτι που θα αποτελέσει ρεκόρ στην ιστορία των ελληνικών υδρογονανθράκων, εφόσον φυσικά το στοίχημα κερδηθεί.

Ο κίνδυνος των προσφυγών

Τίποτα φυσικά από τα παραπάνω δεν θα έχει σημασία αν οι έρευνες για υδρογονάνθρακες συνεχίσουν να παραμένουν απροστάτευτες απέναντι στις προσφυγές, κάποιες εκ των οποίων θεωρούνται δικαιολογημένες και άλλες σκόπιμες και προσχηματικές με μοναδικό στόχο την καθυστέρηση σημαντικών επενδύσεων.

Στο τραπέζι έχουν κατά καιρούς πέσει διάφορες προτάσεις με βάση τη διεθνή εμπειρία, όπως αυτή για τη δημιουργία ενός ειδικού δικαστικού σώματος, πλαισιωμένο από τεχνοκράτες, εξοικειωμένους με περιβαλλοντικές μελέτες, το οποίο θα έχει ως αρμοδιότητα την έκδοση αποφάσεων εντός σύντομου διαστήματος από την υποβολή της προσφυγής, και όχι μετά από πολλούς μήνες ή χρόνια, όπως συμβαίνει συχνά.

Η περίπτωση των Ιωαννίνων είναι απολύτως ενδεικτική. Στα Ιωάννινα, ο χρόνος της ερευνητικής από το νόμο περιόδου, μαζί και με τις παρατάσεις, αναλώθηκε σε γραφειοκρατικές διαδικασίες και δικαστικές εμπλοκές, με αποτέλεσμα ο επενδυτής τελικά να αποχωρήσει. Η ερευνητική περίοδος ήταν συνολικής διάρκειας 7 ετών, ωστόσο οι ατέρμονες διαδικασίες και οι ενστάσεις είχαν ως αποτέλεσμα να περάσουν 11 χρόνια από τότε που υπεγράφη η σύμβαση (2013), χωρίς να καταστεί εφικτό στο μεταξύ να γίνει το παραμικρό ερευνητικό έργο.