Το θέμα των ξένων επενδύσεων στη χώρα μας συνήθως περικλείεται είτε από διθυράμβους είτε από αρνητική προσέγγιση, αφήνοντας ουσιαστικά εκτός συζήτησης την πλέον ουσιαστική πλευρά, που δεν είναι άλλη από το τι επενδύσεις έχουν γίνει μέχρι σήμερα, τι έχουν αποδώσει και αν αυτές αφορούν πράγματι τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας και σε ποιο βαθμό και εύρος.

Είναι φανερό για όποιον έχει συνολική εικόνα των ξένων επενδύσεων τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια, ότι οι πραγματικά παραγωγικές ξένες επενδύσεις είναι ελάχιστες, γεγονός που δεν προοιωνίζεται για καμία οικονομία θετικό αποτύπωμα σε μεσοβραχυχρόνια έστω βάση.

Αντιθέτως, όπως έχει παρατηρηθεί διεθνώς, οι επενδύσεις κεφαλαίου σε κεφάλαιο, ήτοι σε μετοχές και ποσοστά επιχειρήσεων – δημόσιων κυρίως, αλλά και ιδιωτικών – έχουν συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα.

Και ταυτόχρονα οι επενδύσεις αυτές ουσιαστικά αποτελούν μία στρέβλωση της αναπτυξιακής προσπάθειας κάθε χώρας, καθώς δημιουργούν ένα σχετικά πρόσκαιρο κλίμα εφορίας, που πυροδοτεί και τους ανοδικούς κύκλους στα χρηματιστήρια, αλλά αφήνει εκτός τον κορμό των επιχειρήσεων που προσφέρουν τα περισσότερα στο ΑΕΠ

Άκρως διαφωτιστική είναι η έκθεση του ΟΗΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα και αναφέρεται στις ξένες επενδύσεις στη χώρα μας, στην οποία διαπιστώνεται ότι οι επενδύσεις σε νέες παραγωγικές μονάδες, αυτές δηλαδή που δημιουργούν νέα αξία και θέσεις εργασίας συνέχισαν να συρρικνώνονται στη χώρα μας το 2022 κατά 8,9%, μετά τη μείωση κατά 19,5% το 2021.

Με απλά λόγια, το ρεκόρ επενδύσεων αποτελεί ρεκόρ συγχωνεύσεων και εξαγορών ελληνικών επιχειρήσεων.

Οι οποίες αποτελούν το 75% (!) των συνολικών άμεσων ξένων επενδύσεων, αντιπροσωπεύοντας ποσό 5,6 δισ. δολαρίων, σε σύνολο 7,6 δισ. δολ. και διπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2021. Η έκθεση, σε σχέση με το μέλλον, εκτιμά ότι ναι μεν θα έχουμε διπλασιασμό
των εξαγορών και συγχωνεύσεων, αλλά συνεχή μείωση των νέων παραγωγικών επενδύσεων.

Η Ελλάδα, σαφώς είναι και θα παραμείνει ελκυστικός προορισμός ξένων επενδύσεων, αλλά το ερώτημα είναι αν αυτές οι επενδύσεις θα στραφούν από εδώ και στο εξής και στην παραγωγή, με τη δημιουργία νέων βιομηχανικών μονάδων είτε αυτόνομα από ξένους είτε μέσω συνεργασιών με εγχώριες εταιρείες.

Γιατί, η εξαγορά έτοιμων και κερδοφόρων επιχειρήσεων, εν συνόλω ή μέσω μεγάλων ποσοστών τους, από μόνη της δεν υπηρετεί ακριβώς τους επιθυμητούς αναπτυξιακούς σκοπούς, αν δεν υπάρξει ίδρυση νέων παραγωγικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων.

Και επιπλέον αφήνει ουσιαστικά εκτός χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες μάλιστα με τα επιτόκια στα σημερινά απλησίαστα επίπεδα, αδυνατούν να ανασάνουν και να προχωρήσουν ακόμα και στη μικρότερου δυνατού κόστους επένδυση.

Τούτων δοθέντων προβάλλει ως αδήριτη αναγκαιότητα το γεγονός ότι θα πρέπει η νέα κυβέρνηση και τα κατεξοχήν παραγωγικά υπουργεία, να καταστρώσουν έναν πλήρη οδικό χάρτη, στον οποίο θα καταγράφονται οι κύριες στοχεύσεις των νέων επενδύσεων, αλλά και οι τομείς στους οποίους θα πρέπει να δοθεί το κύριο βάρος κατά τα επόμενα χρόνια.

Μόνο με αγορές πακέτων μετοχών, δεν έρχεται η μακράς διάρκειας ανάπτυξη, όσο και αν πρόσκαιρα τέτοιες επιλογές ξένων επενδυτών παίζουν το ρόλο τους, έστω και του κράχτη.

Διαβάστε περισσότερα