Ολοένα και πιο συχνά οι κεντρικοί τραπεζίτες – μέλη της ΕΚΤ, αλλά και μέλη του Εποπτικού της Συμβουλίου, μηδέ εξαιρουμένης της Κριστίν Λαγκάρντ, αναφέρονται στα σημερινά υψηλά επιτόκια και την προοπτική του πότε θα μειωθούν.

Φυσικά, πέραν των διακριτικά εκραζόμενων διαφορετικών απόψεων, όλοι θέτουν ως στόχο την πτώση του πληθωρισμού κάτω από το 3%, αλλά σε σταθερή βάση.

Βέβαια, κανείς μέχρι τώρα δεν τολμά να πει πόσο κάτω από το 3%, οπωσδήποτε στο 2% που αποτελεί τον διακαή και επιθυμητό στόχο ή κάπου ενδιάμεσα και που μεταξύ αυτών των δύο ποσοστών.

Λογικό μεν από μία πλευρά, αλλά όχι και τόσο, αν αναλογιστεί κάποιος τη ζημία που έχει προκαλέσει μέχρι τώρα η εκτίναξη των επιτοκίων από την ΕΚΤ και τις αγωνιώδεις προσδοκίες της αγοράς για ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής και επάνοδο των χορηγήσεων δανείων με συμφέροντα επιτόκια και όχι καταστροφικά, όπως τα σημερινά. Ποια είναι τα δεδομένα μέχρι στιγμής;

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αν δε δει τον πληθωρισμό να σταθεροποιείται κάτω από το 3% έως τα μέσα της επόμενης χρονιάς, δεν πρόκειται να ρισκάρει και να προχωρήσει σε μείωση του κόστους δανεισμού από τα επίπεδα ρεκόρ στα οποία βρίσκεται σήμερα. Θυμίζω ότι η ΕΚΤ κράτησε αμετάβλητα τα επιτόκια την περασμένη εβδομάδα και είπε ότι αναμένει ο πληθωρισμός να κινηθεί στο 2,8% αυτό το τελευταίο τρίμηνο του 2023, στο 2,9% το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους και στο 2,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2024.

Οι αγορές, πάντως, κατά μέσο όρο προβλέπουν αυτή τη στιγμή μείωση επιτοκίων κατά 150 μονάδες βάσης το 2024, σε τρεις διαδοχικές κινήσεις, όχι όμως απαραίτητα συνεχόμενες.

Το θέμα, όμως, είναι ότι σχεδόν από κανέναν δεν αναφέρεται, παρά μόνο ως μία μικρή συνισταμένη, ο σπουδαιότερος ίσως παράγοντας, που θα επηρεάσει τις αποφάσεις της ΕΚΤ, αν λάβουμε ως δεδομένη την μείωση του πληθωρισμού κάτω του 3% και σε οποιαδήποτε διακύμανση μέχρι το 2%.

Και αυτός δεν είναι άλλος από την πραγματική κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθώς δεκάδες επιχειρήσεις έχουν βάλει λουκέτο, άλλες βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης, πολλοί παραδοσιακοί επιχειρηματικοί τομείς διέρχονται σοβαρότατη κρίση, οι επενδύσεις ολοένα και λιγοστεύουν, οι βιομηχανίες φεύγουν είτε για τις ΗΠΑ, αξιοποιώντας τα όντως ιδιαίτερα συμφέροντα μέτρα ενίσχυσης που προσφέρει το περίφημο πακέτο Μπάιντεν, είτε ακόμα και για την Τουρκία, αναζητώντας φθηνότερο εργατικό κόστος, όπως π.χ. η Volkswagen.

Η φράση του κ. Στουρνάρα, στη συνέντευξή του στο Reuters ότι «Πρέπει επίσης να αξιολογήσουμε τη συνολική κατάσταση της οικονομίας», κρύβει ουσιαστικά τους φόβους των κεντρικών τραπεζιτών, για την κατάσταση ύφεσης που σταδιακά πλέον εκλαμβάνεται ως δεδομένη.

Ή, αν θέλετε αποκαλύπτει ότι το 2024 θα είναι μία χρονιά που οι προϋπολογισμοί όλων των χωρών της ευρωζώνης θα δοκιμαστούν ακριβώς από τα εντεινόμενα φαινόμενα ύφεσης και φυσικά με την προσθήκη της ακρίβειας και της ενεργειακής αβεβαιότητας.

Διαβάστε ακόμη: