Στην τελική ευθεία προς τις κάλπες, η κυβέρνηση ευλόγως θέλει να “ποντάρει” πολιτικά στα μέτρα στήριξης των εισοδημάτων των πολιτών, που πλήττονται από την μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού. Για αυτό και παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει νέο πακέτο δημοσιονομικής στήριξης μέσα στο επόμενο διάστημα. Λογική κίνηση αυτή πολιτικά, καθώς με βάση τις δημοσκοπήσεις μέχρι στιγμής, η οικονομία και η ακρίβεια θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των εκλογών.
Αυτό βέβαια θα εξαρτηθεί από τον δημοσιονομικό χώρο που θα προκύψει, αφενός από την καλύτερη πορεία της οικονομίας και των εσόδων, αλλά και από την πτώση των τιμών σε φυσικό αέριο και ρεύμα, κάτω από τα επίπεδα με βάση τα οποία έχει συνταχθεί ο προϋπολογισμός. Σε κάθε περίπτωση, στόχος της οικονομικής πολιτικής παραμένει η στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η αύξηση του κατώτατου μισθού, με τις σχετικές διαδικασίες διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων έχουν ήδη ξεκινήσει. Με τροπολογία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων επισπεύθηκε η εκκίνηση και η διεξαγωγή της διαδικασίας για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού για το 2023, προκειμένου ο νέος αυξημένος κατώτατος μισθός να αρχίσει να ισχύει από την 1η Απριλίου 2023.
Οι πληροφορίες θέλουν τον νέο κατώτατο μισθό να διαμορφώνεται στην περιοχή των 751 ευρώ, ενώ δεν αποκλείεται να ανέλθει και στα 780 ευρώ καλύπτοντας το σύνολο του πληθωρισμού, στα επίπεδα που διαμορφώθηκε το 2022. Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για σημαντική αύξηση, που στο συντηρητικό σενάριο φτάνει το επίπεδο της αύξησης των συντάξεων (7,75%).
Η σημασία του καθορισμού του κατώτατου μισθού
Από πολιτική άποψη λοιπόν, η κυβέρνηση έχοντας μπροστά της τις εκλογές, θα επιδιώξει προφανώς την μέγιστη δυνατή αύξηση του κατώτατου μισθού. Το ζήτημα είναι ωστόσο, ότι η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού δεν είναι μόνο πολιτική επιλογή, αλλά αντικειμενικά συνδέεται με τις πραγματικές αντοχές της ελληνικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας αναμόρφωσης του κατώτατου μισθού το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) κλήθηκε να συνεισφέρει συντάσσοντας Έκθεση για την αξιολόγηση του ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, με εκτιμήσεις για την προσαρμογή τους στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες.
Σύμφωνα με την έκθεση λοιπόν, ο κατώτατος μισθός μετά το πάγωμά του από το 2019, κυρίως λόγω της πανδημίας και των ιδιαίτερων συνθηκών που αυτή προκάλεσε, αυξήθηκε μέσα στο 2022 δύο φορές.
Αρχικά την 1η Ιανουαρίου έλαβε αύξηση κατά 2% και διαμορφώθηκε στα εξακόσια εξήντα τρία ευρώ (663,00 €) για τους υπαλλήλους και στα είκοσι εννέα ευρώ και εξήντα δύο λεπτά (29,62 €) τους τους εργατοτεχνίτες αντίστοιχα.
Στη συνέχεια λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2022 καθώς και υπό την πίεση των αυξήσεων του πληθωρισμού, που ενέσκηψαν κυρίως από την εισαγόμενη ενεργειακή κρίση και είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των χαμηλόμισθων, ο κατώτατος μισθός έλαβε και δεύτερη αξιόλογη αύξηση.
Ειδικότερα την 1η Μαΐου του 2022, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 38866/21.4.2022 Υ.Α. (Β’2030), ο κατώτατος μισθός για τους υπαλλήλους ορίστηκε στα επτακόσια δεκατρία ευρώ (713,00 €) και το κατώτατο ημερομίσθιο για τους εργατοτεχνίτες στα τριανταένα ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτά (31,85 €).
Το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι, η σημερινή συγκυρία βρίσκει τη χώρα να διατηρεί την αναπτυξιακή της δυναμική, παρόλο που οι πληθωριστικές πιέσεις φαίνεται να επιβραδύνουν το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε σημαντικά το 2022, κυρίως λόγω των αυξήσεων των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, εξανεμίζοντας τις όποιες μισθολογικές αυξήσεις δόθηκαν. Αν και οι πληθωριστικές πιέσεις υποχώρησαν τους τελευταίους τρεις μήνες του 2022, οι προοπτικές για το 2023 εκτιμούν πληθωρισμό άνω το 5%.
Υπό αυτό το πρίσμα η Κυβέρνηση με σειρά από στοχευμένα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης επιχειρεί να στηρίξει τους οικονομικά ασθενέστερους. Μέσα σε αυτά τα μέτρα περιλαμβάνεται και η αύξηση του κατώτατου μισθού. Ως εκ τούτου η διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού επισπεύσθηκε, ενώ και τα χρονικά όριά της συμπτύχθηκαν ασφυκτικά.
Δεδομένου ότι όλες οι προβλέψεις για το 2023 εκτιμούν χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από το 2022 και, συγχρόνως, πληθωρισμό άνω του 5%, η πρόκληση για την οικονομική πολιτική είναι η αύξηση των μισθών, προκειμένου να αποκατασταθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η αγοραστική δύναμη των μισθωτών, χωρίς όμως περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού (κόστους) και επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας λόγω αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας.
Ως εκ τούτου είναι χρήσιμη η εκ των προτέρων γνώση των επιδράσεων από μια μεταβολή του κατώτατου μισθού λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε τρέχουσες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας.
Σε ποιο σημείο βρίσκεται η ελληνική οικονομία
Το ΚΕΠΕ προχωρεί και σε μια ανάλυση των τρεχουσών οικονομικών δεδομένων, επισημαίνοντας στην έκθεσή του ότι, η ελληνική οικονομία συνέχισε την ανοδική της πορεία και το 2022, παρόλο που η πίεση από τον αυξημένο πληθωρισμό και την ευρύτερη αβεβαιότητα λόγω της εισβολής στην Ουκρανία φαίνεται να μείωσε το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Η αξιόλογη αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών υπηρεσιών, ενώ στον αντίποδα η αύξηση των εισαγωγών, κυρίως λόγω αύξησης της παραγωγής, της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, είχε αρνητική επίδραση.
Η σημαντικότερη όμως μακροοικονομική εξέλιξη και αυτή με τις μεγαλύτερες επιδράσεις είναι η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού σε ιστορικά υψηλά ποσοστά. Παρόλο που ο πληθωρισμός τους τρεις τελευταίους μήνες του 2022 αποκλιμακώνεται, συνεχίζει να είναι ιδιαίτερα υψηλός διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών και ιδιαίτερα όσων έχουν σταθερά εισοδήματα, όπως οι μισθωτοί.
Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι παρόλο που το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε, μιας και οι μισθοί αυξήθηκαν περισσότερο σε σχέση με το προϊόν, αυτό δεν φαίνεται να επιδεινώνει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας, κυρίως λόγω της παράλληλης χειροτέρευσης της ανταγωνιστικότητας των ανταγωνιστών μας.
Αναφορικά με την αγορά εργασίας, η απασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται και το ποσοστό ανεργίας συνεχίζει να μειώνεται, ενώ φαίνεται να έχουν υπερκαλυφθεί οι απώλειες απασχόλησης λόγω της πανδημίας. Ενθαρρυντικό είναι και το γεγονός ότι το απόθεμα των ανέργων μειώνεται είτε αν αυτό μετρηθεί με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είτε με τα στοιχεία της ΔΥΠΑ. Παρόλα αυτά, καταγράφεται σημαντική μείωση στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας το 2022, περίπου 73χιλ. έναντι 133χιλ. το 2021.
Παράλληλα, ο υψηλός πληθωρισμός φαίνεται ότι εξαφάνισε τελείως τις όποιες μισθολογικές αυξήσεις δόθηκαν, αφού οι μέσοι μισθοί σε πραγματικούς όρους είναι μειωμένοι κατά 7,7%. Οι καλές οικονομικές επιδόσεις του 2022 σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές πιέσεις συνετέλεσαν στο να αυξηθεί για δεύτερη φορά ο κατώτατος μισθός μέσα στο 2022 και έτσι από 1η Μαΐου αυτός διαμορφώθηκε στα 713€ και το κατώτατο ημερομίσθιο στα 31,85€.
και αγορά εργασίας
Τα στοιχεία του ΕΦΚΑ που παραθέτει στην έκθεση το ΚΕΠΕ, δείχνουν ότι ιδιαίτερα μεγάλη μερίδα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα αμείβεται πλέον με τον κατώτατο μισθό ή με μισθό εξαιρετικά κοντά στον κατώτατο. Ο κατώτατος μισθός είναι ήδη το 67% του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, καταδεικνύοντας πόσο κοντά είναι οι δύο και επιβεβαιώνοντας τη σχέση τους.
Προκύπτει ότι οι μικρές επιχειρήσεις, με έως 10 εργαζόμενους, κατά μέσο όρο έχουν χαμηλότερους μισθούς σε σχέση με τις πιο μεγάλες (>10), που προσφέρουν κατά κανόνα υψηλότερες αμοιβές, ενώ καταγράφονται και συστηματικές κλαδικές μισθολογικές διαφορές. Ως εκ τούτου, η επίδραση του κατώτατου μισθού δεν είναι ομοιογενής, καθώς, κατά κανόνα, επηρεάζει περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις και συγκεκριμένους κλάδους.
Οι οικονομετρικές εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν τα παραπάνω, αφού η ελαστικότητα των μέσων μισθών ως προς τον κατώτατο μισθό είναι θετική και στατιστικά σημαντική της τάξεως του 0,47. Ωστόσο οι μέσοι μισθοί στις μεγάλες επιχειρήσεις και σε όσους εργάζονται με πλήρη απασχόληση προκύπτουν λιγότερο ευαίσθητοι σε μεταβολές του κατώτατου μισθού.
Σε κλαδικό επίπεδο, συγκεκριμένοι πολυπληθείς κλάδοι όπως αυτοί που σχετίζονται με τον τουρισμό, το εμπόριο και τη μεταποίηση χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ευαισθησία σε μεταβολές του κατώτατου μισθού.
Η σχέση μεταξύ απασχολούμενων μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και του ύψους του κατώτατου μισθού προκύπτει αρνητική, ενώ φαίνεται να είναι πιο έντονη για τις μικρές επιχειρήσεις και διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου. Αναμένουμε ότι αυξήσεις του κατώτατου μισθού θα έχουν πιο δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση των μικρών επιχειρήσεων, όπου οι μέσοι μισθοί είναι πολύ κοντά στον κατώτατο μισθό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις αυξήσεις του 2022, οι μισθοί αυξήθηκαν στις μικρές επιχειρήσεις κατά 10,3%, σχεδόν όσο η αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ στις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες όμως ήδη κατέβαλαν υψηλότερους μισθούς, κατά 5,1%. Αυτά υπονοούν ότι υπήρξε επίδραση και στην απασχόληση, αφού στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες λόγω των αυξήσεων του κατώτατου μισθού και λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής πιέζονται περισσότερο, η απασχόληση το 2022 αυξήθηκε κατά μόλις 0,36%, ενώ στις μεγάλες κατά 5,02%.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον εύρημα είναι πώς η επίδραση του κατώτατου μισθού διαφοροποιείται ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου. Σε περιόδους έντονης ύφεσης η αρνητική επίδραση του κατώτατου μισθού υπολογίζεται εξόχως δυσμενής, ενώ περιορίζεται και εξαφανίζεται όσο μεγαλώνει ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας.
Αν και για το σύνολο του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας η αρνητική σχέση της απασχόλησης με τον κατώτατο μισθό αποδυναμώνεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης του ΑΕΠ, περίπου 0,5%, όσον αφορά στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι πιο ευαίσθητες σε μεταβολές του κατώτατου μισθού, η αντίστοιχη αρνητική σχέση καθίσταται αμελητέα σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης, της τάξεως του 5%.
Η επίπτωση από τον καθορισμό του κατώτατου μισθού
Συνεπώς, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, οι όποιες αποφάσεις αναφορικά με τη μεταβολή του κατώτατου μισθού εκτός από το ότι θα πρέπει να είναι συμβατές με τις εξελίξεις της παραγωγικότητας, προκειμένου το όποιο αρνητικό τους αποτέλεσμα στην απασχόληση να είναι χαμηλής έντασης, θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη και το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον και να αποφεύγονται σε περιόδους ύφεσης.
Μία αύξηση του κατώτατου μισθού δεν αναμένεται να προκαλέσει άμεση δημοσιονομική επιβάρυνση, καθώς εκτιμάται ότι θα αυξήσει τα έσοδα από φορολογία εισοδήματος, ασφαλιστικές εισφορές και ΦΠΑ σε μεγαλύτερο βαθμό από την επιπλέον επιβάρυνση που θα υπάρξει λόγω αύξησης των επιδομάτων ανεργίας και λοιπών επιδομάτων που καθορίζονται ως ποσοστό του κατώτατου μισθού (Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, επίδομα παιδιού, κτλ.).
Εντούτοις, ο κατώτατος μισθός σε δωδεκάμηνη βάση (831,83€) έχει πλέον ξεπεράσει τον «κατώτατο» μισθό του Δημοσίου (ΜΚ1 για ΥΕ 780€) και εύλογα μπορεί να εγείρει αξιώσεις για αλυσιδωτές μισθολογικές αυξήσεις στο Δημόσιο τομέα επιβαρύνοντας τα δημόσια οικονομικά.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στον πληθωρισμό, που έχουν οδηγήσει σε συρρίκνωση του κατώτατου μισθού σε όρους αγοραστικής δύναμης και δεδομένου ότι ο πληθωρισμός των πλέον οικονομικά ασθενέστερων είναι υψηλότερος από το γενικό πληθωρισμό συνηγορούν στο να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός.
Επίσης, οι υψηλές προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί για την αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να έχουν σε κάποιο βαθμό ήδη οδηγήσει σε προσαρμογές τις επιχειρήσεις, οπότε και η επίδραση στον πληθωρισμό αναμένουμε να είναι περιορισμένη.
Δεδομένου ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 εκτιμάται ότι θα κυμανθεί περίπου στο 2%, οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού πάνω από 3 με 4% θα αυξήσει το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Εντούτοις, επειδή και οι υπόλοιπες χώρες με τις οποίες ανταγωνιζόμαστε αναμένεται να αυξήσουν αξιόλογα τις κατώτατες αμοιβές τους, μια μάλλον όχι υπέρμετρα υψηλή αύξηση δεν θα δημιουργήσει αξιόλογο έλλειμα ανταγωνιστικότητας.
Ως εκ τούτου υπάρχει η δυνατότητα αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία όμως δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά μεγάλη, καθώς θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις σε συγκεκριμένους κλάδους. Αξίζει να επισημανθεί ότι με το ισχύον φορολογικό καθεστώς μισθωτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και έχουν από δύο παιδιά και πάνω δεν υπόκεινται σε φορολογία εισοδήματος.
Οποιαδήποτε αύξηση άνω του 0,5% θα συνεπάγεται υπέρβαση του αφορολόγητου και μετάβαση σε ανώτερο φορολογικό κλιμάκιο και άρα επιπρόσθετη φορολογική επιβάρυνση.
Μισθοί και ανταγωνιστικότητα
Από την πλευρά της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στη δική της έκθεση επισημαίνει ότι ανάμεσα στα οικονομικά κριτήρια που θα πρέπει να εξεταστούν για να καθοριστεί το άριστο ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού από 1ης Απριλίου 2023, θα πρέπει να είναι η διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, η οποία είναι θεμελιώδης για τη διατηρήσιμη αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος.
Ο στόχος αυτός συνεπάγεται αύξηση του ελάχιστου μισθού τέτοια ώστε να οδηγήσει σε αύξηση του συνολικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και του γενικού πληθωρισμού, με βάση τον ΕνΔΤΚ, μικρότερη ή ίση της αναμενόμενης αύξησης των αντίστοιχων μεγεθών στους κύριους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδος.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, αν και ο διαθέσιμος χώρος ανταγωνιστικότητας για την Ελλάδα έχει αυξηθεί τη διετία 2021-2022, η αναμενόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, το αυξημένο ενεργειακό κόστος και η διατήρηση της αβεβαιότητας σε υψηλά επίπεδα καθιστούν απαραίτητη την προσεκτική μελέτη των δεδομένων που αφορούν τις εξεταζόμενες μισθολογικές αυξήσεις.
Οι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ , αν και δεν έχουν όλοι σημαντικό μερίδιο στο εξωτερικό μας εμπόριο, ως σύνολο αποτελούν μια εξαιρετική προσέγγιση του συνόλου των εμπορικών εταίρων της Ελλάδος, εντός και εκτός ΕΕ-27. Συνεπώς ο διαφορικός πληθωρισμός στον ΕνΔΤΚ και στο δείκτη κόστους εργασίας μεταξύ ζώνης του ευρώ και Ελλάδος αποτελεί μια καλή προσέγγιση της προσδοκώμενης μεταβολής της ανταγωνιστικότητας.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μπορεί να αυξηθεί στην Ελλάδα έως και 5% το 2023 χωρίς να επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα έναντι της ευρωζώνης.
Επειδή, σύμφωνα με το υπάρχον βασικό σενάριο, χωρίς αύξηση του κατώτατου μισθού, το ελληνικό κόστος εργασίας αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 3,3% το 2023, και υποθέτοντας ότι η παραγωγικότητα θα αυξηθεί με τον ίδιο χαμηλό ρυθμό στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη, συμπεραίνεται ότι οι μέσες αμοιβές της μισθωτής απασχόλησης μπορούν να αυξηθούν κατά 1,7% το 2023 χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά η ανταγωνιστικότητα (5,0 (ευρωζώνη) – 3,3 (Ελλάδα) = 1,7%).
Διαβάστε ακόμη:
- Ποιοι παρέσυραν τον κ. Μητσοτάκη, σε συνέντευξη το βράδυ της Τσικνοπέμπτης;
- Ο κίνδυνος αδιεξόδου για Attica Bank – ΜΙG και η μακαριότητα της Επ. Κεφαλαιαγοράς
- Το φλουρί της Λαζαράκου, ο βαψομαλλιάς Γκότσης, το άδειασμα Σταϊκούρα και σύγκρουση με τη Στάμου
- Admiral: Το νέο superyacht δια χειρός Αρμάνι