Πριν από κάποιες μέρες, η Ελλάδα βραβεύτηκε από το Ινστιτούτο Bruno Leoni, σε αναγνώριση των προσπαθειών που κατέβαλε για να ξεπεράσει την κρίση χρέους. Σύμφωνα με την επίσημη αιτιολόγηση του ινστιτούτου, φέτος επελέγη η Ελλάδα για το βραβείο, «λόγω του ότι είχε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να ακολουθήσει, παρά το άμεσο κοινωνικό κόστος, τον δύσκολο δρόμο της οικονομικής εξυγίανσης και της ανάπτυξης». Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που το Ινστιτούτο Bruno Leoni απονέμει βραβείο σε κράτος και όχι σε πρόσωπο.
Το βραβείο παρέλαβε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος στην ομιλία του αναφέρθηκε στο πώς έφθασε η Ελλάδα στην κρίση χρέους, πώς βγήκε από αυτήν, παρά τα δυσοίωνα προγνωστικά και τις προβλέψεις για έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη, στα κυριότερα διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από αυτή την εμπειρία, αλλά και στη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Λίγες ημέρες μετά ένας άλλος Έλληνας διεκδίκησε και κέρδισε την προεδρία του Eurogroup, και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες. Είναι μια πρόταση που μέχρι πριν από μερικά χρόνια θα ήταν αδιανόητη, ίσως και φάρσα, όμως πλέον αποτελεί γεγονός και αναγνώριση της πορείας που έχει διανύσει από την εποχή της δημοσιονομικής κρίσης.
Η εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη είναι και μια προσωπική επιτυχία του ίδιου, καθώς μέσα σε μόλις λίγους μήνες ως υπουργός Οικονομικών της χώρας, κατάφερε να κερδίσει την εκτίμηση των ομολόγων του στην ΕΕ και θεωρήθηκε κατάλληλος για τη διαδοχή του Πασκάλ Ντόναχιου.
Η ελληνική κρίση χρέους το 2010 ήρθε να αναδείξει, μεταξύ άλλων, και τις «αρρυθμίες» της Ευρωζώνης. Όπως επεσήμανε και το ΙΟΒΕ, σε σχετική ανάλυση που περιλαμβάνεται στην τελευταία τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, η κρίση χρέους με τη συνεπακόλουθη οικονομική ύφεση αποτελεί μάθημα της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας, αναδεικνύοντας τη σημασία της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.
Ειδικότερα, την πρώτη δεκαετία του ευρώ, σε αντίθεση με χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης που επέδειξαν δημοσιονομική πειθαρχία, οι μικρές οικονομίες της περιφέρειας κατέγραφαν συστηματικά υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία οδήγησαν στην κρίση. Έπειτα από την εφαρμογή προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, τα τελευταία τρίμηνα καταγράφεται αντίστροφη εικόνα, με τις χώρες της περιφέρειας να εμφανίζουν υψηλότερες δημοσιονομικές επιδόσεις, ενώ ορισμένες χώρες του πυρήνα αντιμετωπίζουν υψηλά ελλείμματα.
Οι «μικροί» της Ευρωζώνης «βάζουν τα γυαλιά» στους «μεγάλους»
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το μάθημα της κρίσης χρέους θα πρέπει να αφυπνίσει τους ασκούντες πολιτικής στις μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρωζώνης, ώστε να αναγνωριστεί η δημοσιονομική ισορροπία ως απαραίτητη προϋπόθεση για σταθερή και μακροχρόνια ανάπτυξη. Στη σχετική ανάλυση παρατίθενται στοιχεία από τις πρόσφατες δημοσιονομικές εξελίξεις σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ελλάδα.
Αναλυτικότερα, Κύπρος, Ιρλανδία, Ελλάδα και Πορτογαλία εμφανίζουν τα υψηλότερα δημοσιονομικά πλεονάσματα στις αρχές του 2025, ενώ Γαλλία, Αυστρία, Σλοβακία και Βέλγιο καταγράφουν τα υψηλότερα ελλείμματα. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 110,9% το 2008 σε 209,9% το 2020, ωστόσο από το 2021 έχει σημειώσει αποκλιμάκωση 55,1 ποσοστιαίων μονάδων, φτάνοντας στο 154,8% το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν καθοριστικά η αύξηση του ΑΕΠ, ο πληθωρισμός και οι ευνοϊκοί όροι αναδιάρθρωσης του χρέους στο πλαίσιο του PSI και των προγραμμάτων στήριξης, όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ. Οι παρεμβάσεις περιλάμβαναν επιμήκυνση αποπληρωμής, μείωση επιτοκίων και μεταφορά χρέους σε επίσημους φορείς, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα και τη σταθερότητα του χρέους.
Ενδεικτικά, βάσει στοιχείων του ΟΔΔΗΧ, ο σταθμισμένος μέσος χρόνος ωρίμανσης ανέρχεται στα 18,7 έτη, υπερδιπλάσιος από πολλές άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες. Παράλληλα, περίπου το 74% του ελληνικού δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια επίσημων φορέων, με ευνοϊκούς όρους, μειώνοντας το μέσο κόστος εξυπηρέτησης.
Το κόστος του χρέους
Το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, παρότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει υψηλό, το κόστος εξυπηρέτησής του είναι χαμηλότερο, χάρη στην ευνοϊκή αναδιάρθρωση. Συγκεκριμένα, το κόστος μειώθηκε από 7,7% το 2011 σε 2,8% το 2023, επίπεδο χαμηλότερο από χώρες όπως η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε οικονομίες όπως η Γαλλία και οι ΗΠΑ, το δημόσιο χρέος ακολουθεί ανοδική πορεία. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, έως το 2030 το ελληνικό χρέος αναμένεται να υποχωρήσει σε επίπεδα χαμηλότερα από της Ιταλίας και των ΗΠΑ, και οριακά υψηλότερα από της Γαλλίας.
Σε μεγάλο βαθμό, αυτό αποδίδεται στη δημοσιονομική επίδοση και στην υπόθεση ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ έως το 2030. Αντίθετα, χώρες όπως η Γαλλία και οι ΗΠΑ αναμένεται να συνεχίσουν να εμφανίζουν υψηλά ελλείμματα, ενώ Ιταλία, Ελλάδα και Πορτογαλία καταγράφουν βελτίωση στο ισοζύγιο, αμβλύνοντας τις μακροχρόνιες προκλήσεις βιωσιμότητας του χρέους.
Πως έφτασε η Ελλάδα στην κρίση
Επιστρέφοντας όμως στην ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα στο Ινστιτούτο Bruno Leoni, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι στα τέλη της δεκαετίας του 2000 η δημοσιονομική πολιτική έγινε υπερβολικά επεκτατική, υπό την επίδραση του εκλογικού κύκλου, ενώ η αύξηση των πραγματικών μισθών υπερέβαινε κατά πολύ την άνοδο της παραγωγικότητας.
Η επακόλουθη ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, σε συνδυασμό με την ταχεία οικονομική ανάπτυξη, οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2008 και το 2009 εκτινάχθηκε σε 10% και 15% του ΑΕΠ αντίστοιχα, από 6% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2007. Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ σημείωσε αλματώδη άνοδο και διαμορφώθηκε σε 128% του ΑΕΠ το 2009, από 104% το 2007.
Συνεπώς, η ελληνική κρίση δεν ξεκίνησε ως τραπεζική κρίση, όπως σε άλλα κράτη-μέλη, αλλά ως δημοσιονομική κρίση που οδήγησε σε κρίση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, σε κρίση δημόσιου χρέους και, τελικά, σε τραπεζική κρίση μέσω των ζημιών που υπέστησαν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκια ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, των αναλήψεων καταθέσεων και της εκρηκτικής ανόδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Το σημαντικότερο λάθος ήταν ότι η Ελλάδα δεν αξιοποίησε την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία της προ της κρίσης περιόδου για να αντιμετωπίσει τις επίμονες αδυναμίες. Η δημόσια διοίκηση εξακολούθησε να είναι αναποτελεσματική, η φοροδιαφυγή ήταν εκτεταμένη, το ασφαλιστικό σύστημα παρέμεινε μη βιώσιμο και ο λόγος δημόσιου χρέους διατηρήθηκε σταθερός αλλά υψηλός, γύρω στο 105% του ΑΕΠ, έως ότου το 2008 και το 2009 εκτινάχθηκε σε μη διατηρήσιμα επίπεδα.
Όταν ξέσπασε η κρίση δημόσιου χρέους το 2010, η Ελλάδα έχασε γρήγορα την πρόσβασή της στις αγορές. Η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και των τραπεζών υποβαθμίστηκε, οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν κατακόρυφα και τόσο το Ελληνικό Δημόσιο όσο και ο τραπεζικός τομέας αποκλείστηκαν από τη διεθνή χρηματοδότηση. Οι καταθέτες πραγματοποιούσαν μαζικές αναλήψεις, οι αξίες των εμπράγματων εξασφαλίσεων κατέρρευσαν και οι συνθήκες ρευστότητας επιδεινώθηκαν δραματικά.
Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής
Σύμφωνα με τον Διοικητή της ΤτΕ, για την αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιου χρέους, η Ελλάδα εφάρμοσε τρία διαδοχικά προγράμματα οικονομικής προσαρμογής από το 2010 και εξής, με την υποστήριξη των τριών «θεσμών» και των Ευρωπαίων εταίρων της. Τα προγράμματα αυτά αποσκοπούσαν στη δημοσιονομική εξυγίανση, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, προκειμένου να αποκατασταθεί η μακροοικονομική ισορροπία και να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών.
Τα προγράμματα πέτυχαν τους κύριους στόχους τους όσον αφορά τη σταθεροποίηση: το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 10,1% του ΑΕΠ το 2009 μετατράπηκε σε πρωτογενές πλεόνασμα που υπερέβαινε το 4% του ΑΕΠ το 2018, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά περίπου 12 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2009 και 2018.
Επίσης, υλοποιήθηκαν εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο σύστημα συντάξεων, στο σύστημα υγείας, στην αγορά εργασίας, καθώς και στο φοροεισπρακτικό μηχανισμό και τη δημόσια διοίκηση, οι οποίες βελτίωσαν τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε η αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου της Ελλάδος με στροφή προς τις εξαγωγές και τις εμπορεύσιμες δραστηριότητες.
Το κόστος της προσαρμογής
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Γιάννης Στουρνάρας, η προσαρμογή είχε σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Η διαδικασία βασίστηκε περισσότερο σε αυξήσεις φόρων παρά σε μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των δαπανών ή σε πολιτικές φιλικές προς τις επενδύσεις, ενώ οι στόχοι των αποκρατικοποιήσεων σε μεγάλο βαθμό δεν επιτεύχθηκαν.
Οι τρεις “θεσμοί” επέμεναν σε μια υπερβολική και ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή, παραβλέποντας τις επιπτώσεις που θα είχε στην ανάπτυξη, την απασχόληση, την κοινωνική συνοχή, τα φορολογικά έσοδα και τη διαφορά μεταξύ ονομαστικού έμμεσου επιτοκίου του δημόσιου χρέους και ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης (snowball effect) – που είναι σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας της δυναμικής του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ.
Μεταξύ 2008 και 2016 η Ελλάδα έχασε πάνω από το 1/4 του ΑΕΠ της, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε ραγδαία κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες, οι δείκτες ανισότητας και φτώχειας εκτοξεύθηκαν, οι επενδύσεις κατέρρευσαν και σημειώθηκε εκτεταμένη φυγή υψηλά καταρτισμένων ατόμων στο εξωτερικό (brain drain). Ενώ λοιπόν η προσπάθεια για μακροοικονομική σταθεροποίηση και εξυγίανση του τραπεζικού τομέα απέβη επιτυχής, το κόστος ήταν τεράστιο σε όρους απώλειας προϊόντος, κοινωνικής συνοχής και ανθρώπινου και υλικού κεφαλαίου μακροπρόθεσμα.
Ειδικότερα, η Ελλάδα επιχείρησε να αντιμετωπίσει τις μεγάλες δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες με το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της μέσω ταχείας δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, ελλείψει της δυνατότητας υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η δημοσιονομική εξυγίανση βασίστηκε περισσότερο σε αυξήσεις φόρων παρά σε περικοπές δαπανών και σε αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις.
Σήμερα εκ των υστέρων μπορεί να υποστηριχθεί ότι η χρονική ακολουθία των μεταρρυθμίσεων ήταν μάλλον ατυχής, υπό την πίεση των τριών “θεσμών” (ΔΝΤ, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΕΚΤ), καθώς δόθηκε προτεραιότητα στην αγορά εργασίας και μετά στις αγορές προϊόντων. Ως εκ τούτου, οι ονομαστικοί μισθοί μειώθηκαν ταχύτερα από ό,τι οι τιμές, με αποτέλεσμα την πτώση των πραγματικών μισθών και την κατάρρευση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, γεγονός που επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την ύφεση.
Τα διδάγματα από την ελληνική κρίση
Η ελληνική κρίση, σύμφωνα με το Διοικητή της ΤτΕ, προσφέρει μια σειρά από σημαντικά διδάγματα για την οικονομική πολιτική, τη διακυβέρνηση μιας νομισματικής ένωσης και τη διαχείριση κρίσεων.Μεταξύ αυτών:
-
Η πολιτική στήριξη και η αξιοπιστία έχουν κρίσιμη σημασία. Ο λαϊκισμός, η πολιτική πόλωση και τα κεκτημένα συμφέροντα μπορούν να παρεμποδίσουν τις μεταρρυθμίσεις και να υπονομεύσουν την οικονομική ανάκαμψη. Η πολιτική πυγμή, η προσήλωση στους θεσμούς και η διαφάνεια των πλαισίων πολιτικής ενισχύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, των νοικοκυριών και των διεθνών εταίρων.
-
Οι δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες πρέπει να αντιμετωπίζονται προτού φθάσουν σε μη διατηρήσιμα επίπεδα. Μια προσέγγιση που βασίζεται αποκλειστικά σε κριτήρια ονομαστικής σύγκλισης, χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μπορεί να συγκαλύψει τις ευπάθειες και να καθυστερήσει τις αναγκαίες προσαρμογές. Οι χώρες που εντάσσονται σε μια νομισματική ένωση είναι απαραίτητο να ενισχύσουν τους θεσμούς, τη διακυβέρνηση και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητά τους παράλληλα με τη δημοσιονομική σύγκλιση. Η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
-
Η χρονική ακολουθία και ο σχεδιασμός των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι ζωτικής σημασίας. Μεταρρυθμίσεις που συμπιέζουν υπερβολικά τους μισθούς ή επικεντρώνονται σε ένα και μόνο τομέα είναι δυνατόν να οξύνουν την ύφεση. Χρειάζεται μια ισορροπημένη προσέγγιση η οποία να συνδυάζει τη δημοσιονομική προσαρμογή με διαρθρωτικά μέτρα που ενισχύουν την ανάπτυξη καθώς και με δημόσιες επενδύσεις. Η επαρκής νομοθετική και διοικητική ικανότητα είναι επίσης αναγκαία για την αποτελεσματική και αποδοτική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
-
Η αρχιτεκτονική της εκάστοτε νομισματικής ένωσης έχει σημασία για την επίλυση κρίσεων. Η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών επιμερισμού των κινδύνων και η έλλειψη εργαλείων διαχείρισης κρίσεων και συντονισμένης εποπτείας στο πλαίσιο της ΟΝΕ επέτειναν τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η Ελλάδα. Η έγκαιρη παρέμβαση της ΕΚΤ, η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδος και οι ευνοϊκοί όροι αναχρηματοδότησής του είχαν καίρια συμβολή στην αποτροπή μιας άτακτης χρεοκοπίας και στη σταθεροποίηση του συστήματος.
-
Τέλος, η διαχείριση κρίσεων απαιτεί τόσο δημοσιονομική πειθαρχία όσο και στήριξη της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Η εμπειρία της Ελλάδος αποδεικνύει ότι τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής μπορούν να αποκαταστήσουν τη μακροοικονομική ισορροπία και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα, αλλά με υψηλό κοινωνικό κόστος.Η ελληνική κρίση χρέους υπογραμμίζει την ανάγκη για ισχυρούς θεσμούς, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ΕΕ, αποτελεσματική διακυβέρνηση, συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και συνολικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Διαβάστε ακόμη:
- Bally’s Intralot 2026: Επιθετική ανάπτυξη μέσω εξαγορών – Περνά σε φάση επιτάχυνσης
- Τι λένε επενδυτικές τράπεζες και αναλυτές για το deal Allwyn – ΟΠΑΠ
- Γενικός Δείκτης: Γιατί είναι σημαντική η επίτευξη νέων υψηλών 15ετίας στο ΧΑ
- Αγορές ιδίων μετοχών στο Χρηματιστήριο: Σήμα εμπιστοσύνης από τις διοικήσεις