Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) καταδεικνύουν ότι, παρά τη βελτίωση στο πρώτο εξάμηνο του 2025, τα εξωτερικά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα. Γεγονός που σημαίνει ότι, υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη, μέχρι να αντιμετωπιστούν πλήρως οι διαχρονικές δομικές αδυναμίες της οικονομίας, όπως είναι τα μεγάλα “ανοίγματα” στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 2025, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε έλλειμμα ύψους 1,2 δισεκ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος τον αντίστοιχο μήνα του 2024. Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε, λόγω της μείωσης των εξαγωγών και της αύξησης των εισαγωγών.

Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 7,7% (‑2,1% σε σταθερές τιμές), ενώ οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 5,5% (8,4% σε σταθερές τιμές). Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 2,6% (5,8% σε σταθερές τιμές) και οι αντίστοιχες εισαγωγές κατά 9,5% (8,8% σε σταθερές τιμές).

Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών κατέγραψε άνοδο, πρωτίστως χάρη στη βελτίωση του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών και, σε μικρότερο βαθμό, του ισοζυγίου λοιπών υπηρεσιών, ενώ το ισοζύγιο μεταφορών επιδεινώθηκε. Σε σχέση με τον Ιούνιο του 2024, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών μειώθηκαν κατά 1,7%, ενώ οι σχετικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 8,8%.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων διευρύνθηκε σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση των καθαρών εισπράξεων από λοιπά πρωτογενή εισοδήματα και, σε μικρότερο βαθμό, την αύξηση των καθαρών πληρωμών για τόκους, μερίσματα και κέρδη.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με τον Ιούνιο του 2024, ως αποτέλεσμα της αύξησης των καθαρών πληρωμών στον τομέα της γενικής κυβέρνησης.

Το πρώτο εξάμηνο του 2025, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 692,7 εκατ. ευρώ έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2024 και διαμορφώθηκε σε 7,6 δισ. ευρώ. Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών μειώθηκε, καθώς η μείωση των εισαγωγών υπερέβη αυτή των εξαγωγών σε απόλυτους όρους.

Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 4,8% (+0,3% σε σταθερές τιμές) και οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 3,8% (-2,3% σε σταθερές τιμές). Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 4,3% και οι αντίστοιχες εισαγωγές κατά 3,7% (6,6% και 2,8% σε σταθερές τιμές αντίστοιχα).

Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών κατέγραψε μικρή άνοδο, κυρίως λόγω της βελτίωσης του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών και, σε μικρότερο βαθμό, του ισοζυγίου λοιπών υπηρεσιών, η οποία αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την επιδείνωση του ισοζυγίου μεταφορών.

Σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν ελαφρώς κατά 0,6% και οι σχετικές εισπράξεις κατά 11,0%.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων κατέγραψε μείωση σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024, αντανακλώντας κυρίως την αύξηση των καθαρών εισπράξεων από λοιπά πρωτογενή εισοδήματα.

Το πλεόνασμα του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων αυξήθηκε έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2024, λόγω της μείωσης των καθαρών πληρωμών στον τομέα της γενικής κυβέρνησης, η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από τη μείωση των καθαρών εισπράξεων στους λοιπούς, εκτός της γενικής κυβέρνησης, τομείς της οικονομίας.

ARD: Το «μάθημα» που μπορεί να πάρει η Γερμανία από την Ελλάδα

Η εικόνα την περσινή χρονιά

Η εικόνα αυτή το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους έρχεται ως συνέχεια των εξελίξεων μέσα στο 2024. Σύμφωνα και με τα στοιχεία της ΤτΕ, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε σε 15,3 δισ. ευρώ (6,4% του ΑΕΠ), από 13,9 δισ. ευρώ (6,2% του ΑΕΠ) το 2023, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην επιδείνωση του ισοζυγίου λοιπών αγαθών (εξαιρουμένων των καυσίμων), αφού η αύξηση των σχετικών εισαγωγών ήταν υψηλότερη από εκείνη των εξαγωγών.

Αυξημένα ελλείμματα κατέγραψαν επίσης το ισοζύγιο καυσίμων και το ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων. Οι εξελίξεις αυτές αντισταθμίστηκαν σε κάποιο βαθμό από τη διεύρυνση του πλεονάσματος των ισοζυγίων υπηρεσιών – κυρίως λόγω αυξημένων εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες – και δευτερογενών εισοδημάτων.

Κατά τη διάρκεια του 2024, οι συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατέγραψαν οριακή αύξηση κατά 1,0% σε σχέση με το 2023 . Η εξέλιξη αυτή προήλθε από τη σημαντική ενίσχυση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 3,8%, η οποία αντανακλά τη συνεχιζόμενη θετική πορεία του τουριστικού τομέα και των λοιπών υπηρεσιών. Αντίθετα, οι εξαγωγές αγαθών υποχώρησαν κατά 1,9%, ασκώντας επιβραδυντική επίδραση στον συνολικό ρυθμό αύξησης των εξαγωγών.

Παράλληλα, όμως, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 5,5%, με άνοδο 5,1% στα αγαθά και 5,5% στις υπηρεσίες, εξέλιξη που αντανακλά την αυξημένη εγχώρια κατανάλωση αλλά και τη μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά για την κάλυψη παραγωγικών αναγκών. Η ταχύτερη αύξηση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου, παρά τη θετική συμβολή των υπηρεσιών.

Όσον αφορά τη Διεθνή Επενδυτική Θέση (ΔΕΘ), στο τέλος του 2024 οι καθαρές υποχρεώσεις της Ελλάδος προς το εξωτερικό μειώθηκαν κατά 2,2 δισ. ευρώ και διαμορφώθηκαν σε 312,6 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της μείωσης των καθαρών υποχρεώσεων της γενικής κυβέρνησης και δευτερευόντως λόγω της αύξησης των καθαρών απαιτήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Η εξέλιξη αυτή αντισταθμίστηκε σε κάποιο βαθμό από την αύξηση των υποχρεώσεων των λοιπών τομέων της οικονομίας. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (ΚΔΕΘ) βελτιώθηκε από -139,8% το 2023 σε -131,6% το 2024, αν και παραμένει η υψηλότερη στην ΕΕ, και η Ελλάδα συνεχίζει να υπερβαίνει το όριο (-35% του ΑΕΠ) που προβλέπεται στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών.

Διαγωνισμοί ΣΔΙΤ: Στη 2η θεση παγκοσμίως η Ελλάδα – Η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας

Διαχρονικά ελλείμματα

Όπως σημειώνει σε σχετική ανάλυση στην τελευταία του έκθεση και το ΙΟΒΕ, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) παραμένει μια βασική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας, παρά τη σχετική βελτίωση αρκετών δεικτών ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα μετά την περίοδο 2009- 2010 και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.

Το συστηματικά υψηλό έλλειμμα του ΙΤΣ την περίοδο 2002- 2008, όπου έφτασε το 15,3% του ΑΕΠ, λόγω απώλειας ανταγωνιστικότητας, διορθώθηκε σταδιακά κατά την περίοδο 2009-2019.

Ωστόσο, η πανδημία το 2020 σε πρώτη φάση και κατόπιν η ενεργειακή κρίση μετά το 2022 επανάφεραν τα υψηλά ελλείμματα στο ΙΤΣ κοντά στο 6,4% του ΑΕΠ το 2024. Λαμβάνοντας τους μέσους όρους, το έλλειμμα στο ΙΤΣ προσέγγισε τα 22,3 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2002-2008 ή το 11,1% του ΑΕΠ, αποτυπώνοντας και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.

Την τελευταία τριετία 2022-2024, το έλλειμμα έφτασε τα 16,8 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση, αντιστοιχώντας στο 7,5% του ΑΕΠ, κάτω από το όριο που τίθεται από τη Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών που θέτει όρια μεταξύ -4% και +6% ως ποσοστό του ΑΕΠ για το ΙΤΣ.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, τα υψηλά ελλείμματα λόγω απώλειας ανταγωνιστικότητας συνοδεύονται από εισροές κεφαλαίων στο Ισοζύγιο Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών για την κάλυψη της διαφοράς εγχώριας κατανάλωσης και εισοδήματος.

Η κάλυψη του ελλείμματος μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από τα τρία βασικά ισοζύγια, των Άμεσων επενδύσεων, των επενδύσεων Χαρτοφυλακίου και των Λοιπών επενδύσεων ή εναλλακτικά μέσω της μείωσης των συναλλαγματικών διαθεσίμων.

Οι Άμεσες επενδύσεις θεωρούνται σταθερός τρόπος χρηματοδότησης των ελλειμμάτων, καθώς αφορούν επενδύσεις μακροπρόθεσμης προοπτικής για μια οικονομία οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να τονώσουν τις εγχώριες επενδύσεις, την απασχόληση, την τεχνολογία και την παραγωγικότητα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι και οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου δεν συμβάλλουν στα παραπάνω, ωστόσο θεωρούνται «θερμό» χρήμα, με την έννοια ότι παρουσιάζουν έντονη μεταβλητότητα.Οι υποχρεώσεις προς μη κατοίκους που δημιουργούνται στα τρία ισοζύγια, αφορούν την εισροή κεφαλαίων και αφορούν έως ένα βαθμό την κάλυψη των ελλειμμάτων στο ΙΤΣ.

DBRS: Στο 2% αναβαθμίζει την εκτίμηση για την ανάπτυξη της Ελλάδας

Η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων

Όπως σημειώνεται στην ανάλυση του ΙΟΒΕ, Την περίοδο 2002- 2008, από το σύνολο των υποχρεώσεων, το 5% μόνο αφορούσε τις Άμεσες επενδύσεις, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα ήταν οι επενδύσεις Χαρτοφυλακίου, με 56% του συνόλου των υποχρεώσεων και ακολουθούσαν οι Λοιπές επενδύσεις με μερίδιο 39%.

Το προφίλ κάλυψης του ελλείμματος την περίοδο 2002-2008 ήταν κυρίως με «θερμό» χρήμα, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τη φυγή μεγάλου μέρους των ιδιωτικών κεφαλαίων κατά την κρίση χρέους.

Παρατηρώντας το μερίδιο των υποχρεώσεων την περίοδο 2022-2024, σημειώνεται ότι παρά τα υψηλά ελλείμματα του ΙΤΣ, το προφίλ κάλυψης αυτών των ελλειμμάτων έχει αλλάξει. Οι υποχρεώσεις αφορούν κατά το 1/3 κάθε ισοζύγιο, με σημαντική αύξηση στο μερίδιο των Άμεσων επενδύσεων, από το 5% του συνόλου την περίοδο 2002-2008 στο 32% την τελευταία 3ετία.

Η αλλαγή αυτή είναι σημαντική, καθώς σημαίνει ότι ο δανεισμός των ελλειμμάτων στηρίζεται σε κεφάλαια με περισσότερο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ενδεικτικά, την περίοδο 2022-2024 έχουν εισρεύσει ετησίως κατά μέσο όρο ξένα κεφάλαια ύψους 6,0 δισ. ευρώ σε άμεσες ξένες επενδύσεις και 6,3 δισ. ευρώ ξένα κεφάλαια ετησίως σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου.

Η αύξηση του μεριδίου των άμεσων επενδύσεων συνοδεύτηκε και από αλλαγή της σύνθεσης των επενδύσεων αυτών σε κλαδικό επίπεδο. Την περίοδο 2002-2008, ένα μεγάλο μέρος των καθαρών ροών άμεσων επενδύσεων προήλθε από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, αποτελώντας το 40,7% των συνολικών καθαρών ροών προς τη χώρα, ενώ ακολούθησε ο κλάδος Ενημέρωσης και Επικοινωνίας με ποσοστό 25,9%.

Κατά το ΙΟΒΕ, στο μικρό ποσοστό συμμετοχής των άμεσων επενδύσεων στη συνολική χρηματοδότηση του ελλείμματος ΙΤΣ την περίοδο αυτή, μεγάλο μερίδιο είχαν αυτοί οι δύο κλάδοι. Την περίοδο 2022-2024 η συμμετοχή των άμεσων επενδύσεων στη χρηματοδότηση αυξήθηκε και ταυτόχρονα άλλαξε και η διάρθρωση των άμεσων επενδύσεων.

Συγκεκριμένα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας παραμένει πρώτος στα σχετικά μερίδια, με μειωμένο όμως ποσοστό, παρά την αύξηση σε απόλυτα μεγέθη, καθώς σημειώνεται αύξηση και σε άλλους κλάδους.

Στον κλάδο διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας το μερίδιο προσέγγισε το 22,2%, ενώ ακολουθούν οι επενδύσεις σε ακίνητα με μερίδιο 13,9%. Εκτός από τους κλάδους που σχετίζονται με τα ακίνητα, σημαντική αύξηση καταγράφεται και στη μεταποίηση, με το σχετικό μερίδιο να φτάνει το 13,8%, έναντι 5,9% στην προηγούμενη περίοδο ανάλυσης, ενδεικτικό ότι οι άμεσες επενδύσεις αφορούν και παραγωγικές επενδύσεις, καταγράφοντας αύξηση σε όλους σχεδόν τους επιμέρους κλάδους της μεταποίησης.

Ανοδική η πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου στο Χρηματιστήριο Αθηνών - Οι εκλογές δεν… φοβίζουν, όμως προβληματίζουν – Σημαντική μείωση του τζίρου κατά 34% - Σημάδια ανασφάλειας σε όλη τη μικρομεσαία κεφαλαιοποίηση λόγω του νέου κανονισμού!

Οι εξωτερικές υποχρεώσεις

Από την άλλη, η διεθνής επενδυτική θέση (ΔΕΘ), όπως εξηγεί το ΙΟΒΕ, είναι μια στατιστική που δείχνει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή την αξία και τη σύνθεση δύο συνιστωσών:

1) των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων των κατοίκων μιας οικονομίας που αποτελούν απαιτήσεις έναντι μη κατοίκων καθώς και των ράβδων χρυσού που κατέχονται ως αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία, και

2) των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων των κατοίκων μιας οικονομίας έναντι μη κατοίκων.

Η διαφορά μεταξύ των εξωτερικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων μιας οικονομίας είναι η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (ΚΔΕΘ) της οικονομίας, η οποία μπορεί να είναι θετική ή αρνητική.

Επομένως, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση παρέχει μια συνολική εικόνα της καθαρής χρηματοοικονομικής θέσης (περιουσιακά στοιχεία μείον υποχρεώσεις) μιας χώρας έναντι του υπόλοιπου κόσμου και επιτρέπει μια ανάλυση αποθεμάτων-ροών της εξωτερικής θέσης της χώρας.

Ο δείκτης εκφράζεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ περιλαμβάνεται στη Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θέτει κατώτατο όριο παρακολούθησης το -35% του ΑΕΠ.

Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο σε όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Η διαφορά ήταν ελαφρά αυξανόμενη από το 2005 (το έτος με τα παλιότερα διαθέσιμα δεδομένα) έως τα μέσα του 2007, ενώ στη συνέχεια καταγράφηκε βελτίωση μέχρι και το τελευταίο τρίμηνο του 2008.

Από το πρώτο τρίμηνο του 2009 (το έτος έναρξης της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας) και έπειτα, σημειώνεται αύξηση της απόκλισης της Ελλάδας από τον Ευρωπαϊκό μέσο με ταυτόχρονη ανοδική πορεία για την ΕΕ-27 και καθοδική πορεία για την Ελλάδα. Βελτίωση στην τάση της ΚΔΕΘ της Ελλάδας καταγράφεται από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και έπειτα, με τη διαφορά από την Ευρώπη να παραμένει, ωστόσο, σημαντική.

Σε ότι αφορά τη συσχέτιση της ΚΔΕΘ (ως ποσοστό του ΑΕΠ) με το δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ), για την Ελλάδα και τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, σύμφωνα με τα στοιχεία, που αφορούν την περίοδο 2004-2024 για την Ελλάδα και την περίοδο 2005-2025 για την ΕΕ-27, η συσχέτιση είναι αρνητική στην περίπτωση της Ελλάδας, ενώ στην ΕΕ-27 δεν υπάρχει τάση, υποδηλώνοντας έλλειψη συσχέτισης.

Η ΚΔΕΘ κατέγραφε επιδείνωση όταν το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυξανόταν, που σημαίνει ότι μεγάλο μέρος του δημοσίου χρέους οφείλεται στο εξωτερικό. Αντιθέτως, στην περίπτωση του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, δεν υπάρχει έντονη σχέση μεταξύ του δημοσίου χρέους και της ΚΔΕΘ.

Συμπερασματικά, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην Ευρώπη όσον αφορά την καθαρή διεθνή επενδυτική θέση, αναλογικά με το ΑΕΠ, που σημαίνει ότι έχει σημαντικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις στο εξωτερικό. Η διαφορά σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο ήταν ήδη μεγάλη πριν την έναρξη της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας αλλά διογκώθηκε σημαντικά στη διάρκεια της κρίσης.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η απόκλιση από την Ευρώπη δείχνει σημάδια μείωσης από το 2021 και έπειτα, αλλά παραμένει σημαντική. Η αρνητική συσχέτιση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας με την ΚΔΕΘ συνάδει με το ότι μεγάλο μέρος του δημοσίου χρέους της χώρας οφείλεται σε κατοίκους του εξωτερικού, με αποτέλεσμα αύξηση του δημοσίου χρέους να συνεπάγεται επιδείνωση της ΚΔΕΘ και αντίστροφα.

Ευρύτερα, το σωρευτικό έλλειμμα στο ΙΤΣ της Ελλάδας αποτελεί τη βασική πηγή επιδείνωση της ΚΔΕΘ διαχρονικά. Στο πλαίσιο αυτό, πηγές χρηματοδότησης του ελλείμματος όπως οι ξένες άμεσες επενδύσεις επιδεινώνουν την ΚΔΕΘ, ωστόσο παράλληλα ενδέχεται να έχουν θετική επίδραση τόσο βραχυχρόνια, π.χ. στην ταχύτερη κάλυψη του επενδυτικού κενού, όσο και μακροχρόνια, εάν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους τονώνουν την εγχώρια παραγωγικότητα.

Διαβάστε ακόμη: