Η πανδημία του κορωνοϊού που εκδηλώθηκε στα τέλη του 2019 και επηρέασε τη χώρα μας από τις αρχές του 2020 είχε σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, οι οποίες περιγράφονται συνοπτικά από την εξέλιξη του ΑΕΠ και των συνιστωσών της ζήτησης, καθώς και από τον αντίκτυπο της πανδημίας στην απασχόληση.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις τράπεζες – Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Σε σχετική ανάλυση, το ΚΕΠΕ εξετάζει τις μέχρι τώρα επιπτώσεις της πανδημίας σε έναν άλλο ευαίσθητο τομέα της οικονομίας, τον τραπεζικό κλάδο. Η σημασία των τραπεζών για τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, ιδίως σε περιόδους κρίσης και συμπίεσης των εισοδημάτων, όπως συνέβη τόσο λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της ελληνικής κρίσης χρέους όσο και λόγω της υγειονομικής κρίσης των τελευταίων δύο ετών, είναι κομβική για μια οικονομία.
Οι τράπεζες, αν και οργανισμοί που λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια αποτελεσματικότητας, παρέχουν ένα δημόσιο αγαθό που ονομάζεται ρευστότητα. Με αυτή την έννοια, η χρηματοοικονομική υγεία των ελληνικών τραπεζών αποτελεί κλειδί για την υπέρβαση των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης, εν προκειμένω, αλλά και την ολοκλήρωση του νέου υποδείγματος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που αναδείχθηκε ως απαίτηση από την ελληνική κρίση χρέους.
Άλλωστε, ανακάμψεις της οικονομίας χωρίς επαρκή πιστοδότηση των επιχειρήσεων είναι σπάνιες, ενώ οι θετικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ αργούν περισσότερο να εκδηλωθούν και είναι πιο αδύναμες.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η επίπτωση της πανδημίας της Covid-19 σε βασικές παραμέτρους της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ελληνικών τραπεζών μπορεί να χωριστεί σε δύο υποπεριόδους:
Στην πρώτη υπο περίοδο που καλύπτει το διάστημα από το πρώτο τρίμηνο του 2020 έως το πρώτο τρίμηνο του 2021 παρατηρείται μία διακύμανση των περισσότερων μεταβλητών χωρίς σημαντικές αποκλίσεις από τις μέσες τιμές της περιόδου.
Αντίθετα, στη δεύτερη υπο περίοδο και ιδιαίτερα στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, ρευστότητας και κερδοφορίας δείχνουν σημάδια χειροτέρευσης, αν και διορθώνονται ελαφρά στο τρίτο τρίμηνο του ίδιου έτους.
Οι δείκτες κερδοφορίας διατηρούν γενικά τα αρνητικά τους πρόσημα και την υψηλή μεταβλητότητά τους σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Ο μόνος δείκτης ο οποίος δείχνει συνεχή βελτίωση είναι ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων ο οποίος βαίνει μειούμενος σε όλη την περίοδο. Επιπλέον, η βελτίωση της καταθετικής βάσης των τραπεζών, που παρατηρείται πιστοδοτήσεων, καθώς ο όγκος των τραπεζικών πιστώσεων μειώνεται κατά την ίδια περίοδο.
Οι παρατηρήσεις αυτές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να βρίσκονται σε μια μεταβατική φάση μεταβολής του επιχειρηματικού τους υποδείγματος. Παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν επιτύχει με τη μείωση των ΜΕΔ, η επίδοση αυτή δεν έχει ακόμη εκφραστεί σε όρους κερδοφορίας. Επομένως, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, οι ελληνικές τράπεζες:
1) Οφείλουν να συνεχίσουν να δίνουν προτεραιότητα στην κεφαλαιακή τους επάρκεια και ρευστότητα δεδομένης της παρούσας οικονομικής αβεβαιότητας σε διεθνές επίπεδο και των επιπτώσεών της στην ελληνική οικονομία.
2) Επιπλέον όμως, οφείλουν να κάνουν περισσότερα όσον αφορά τη χορήγηση πιστώσεων στην ιδιωτική οικονομία, καθώς η μείωση των ΜΕΔ δεν φαίνεται να έχει υποκατασταθεί επαρκώς από νέες χρηματοδοτήσεις.
3) Οι παρεμβάσεις σε επίπεδο λειτουργικού κόστους δεν επαρκούν για την αποκατάσταση της κερδοφορίας, αν οι τράπεζες δεν θέλουν να παραμείνουν παθητικοί δέκτες των εξελίξεων.
Ο συνδυασμός πιστωτικής επέκτασης, με παράλληλη διατήρηση ικανοποιητικών επιπέδων κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, μπορούν να βελτιώσουν μακροπρόθεσμα την κερδοφορία αυξάνοντας τα έσοδα και μειώνοντας τον κίνδυνο και τα έξοδα χρηματοδότησης που συνδέονται με αυτόν.
Τα παραπάνω ισχύουν με μεγαλύτερη ένταση σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, στον βαθμό που συμβάλλουν στη συγκράτηση του χρηματοδοτικού κόστος των τραπεζών.
Δάνεια και καταθέσεις την περίοδο της πανδημίας
Πιο συγκεκριμένα, η δανειοδότηση προς επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα παρέμεινε σχετικά σταθερή με μικρές διακυμάνσεις από το πρώτο τρίμηνο του 2020 έως το πρώτο τρίμηνο του 2021, με μέσο υπόλοιπο δανείων προ προβλέψεων στο επίπεδο των 77.004 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, στο δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 2021,τα υπόλοιπα δανείων του τραπεζικού τομέα προς τις επιχειρήσεις μειώθηκαν αισθητά φθάνοντας κατά μέσο όρο τα 65.091 εκατ. Ευρώ.
Το εύρημα αυτό., κατά το ΚΕΠΕ, δείχνει τόσο τη μη ανανέωση της δανειοδότησης κάποιων επιχειρήσεων όσο και τη συγκράτηση των τραπεζών στη χορήγηση νέων δανείων ή τη μείωση της ζήτησης στην αγορά δανείων, κατά τα δύο τελευταία υπό εξέταση τρίμηνα. Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη του δείκτη καταθέσεων προς το σύνολο των δανείων (πλην των διατραπεζικών).
Ο δείκτης αυτός διατηρείται σχετικά σταθερός με μέση τιμή 90,9% έως το πρώτο τρίμηνο του 2021, ενώ αυξάνεται στα δύο επόμενα τρίμηνα με μέση τιμή 102,1%, υποδεικνύοντας την υπερκάλυψη των μη διατραπεζικών δανείων από την καταθετική βάση των τραπεζών.
Ο παραπάνω διαπιστωθείς περιορισμός των τραπεζικών πιστώσεων πιθανόν όμως να συνδέεται και με την εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), τα οποία συνέχισαν την καθοδική τους πορεία σε όλο το διάστημα της πανδημίας.
Πράγματι, ο λόγος ΜΕΔ προς υπόλοιπα δανείων κινήθηκε από το μέγιστο για την περίοδο 35,3% στο πρώτο τρίμηνο του 2020, στο ελάχιστο 12,8% στο τρίτο τρίμηνο του 2021, με μέση τιμή 30% έως το πρώτο τρίμηνο του 2021 και 15% στα δύο επόμενα τρίμηνα.
Ωστόσο, η τόσο σημαντική μείωση του κλάσματος των ΜΕΔ δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στη μείωση του όγκου των ΜΕΔ αλλά και στη μικρότερη αναλογικά μείωση του συνολικού όγκου των υπολοίπων δανείων (του παρονομαστή του κλάσματος), υποδεικνύοντας ότι πράγματι τμήμα των ΜΕΔ στους ισολογισμούς των τραπεζών αντικαταστάθηκε από νέα δάνεια.
Είναι ένα ερώτημα όμως αν αυτό συνέβη ανάλογα με τις δυνατότητες των τραπεζών, όπως αυτές τουλάχιστον εκφράζονται στην καταθετική τους βάση.