Η αξιολόγηση της Moody’s αργά το βράδυ της περασμένης Παρασκευής δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες καθώς διατηρώντας αμετάβλητη τη βαθμολόγηση της ελληνικής οικονομίας δεν απέδωσε την προσδοκώμενη επενδυτική βαθμίδα.
Διαφοροποιήθηκε επομένως σε σχέση με τους άλλους επενδυτικούς οίκους, την S & P, την Fitch, τη DBRS και την Scope Rating που το έχουν ήδη κάνει από το 2023.
Αν και ο οίκος χαρακτηρίζεται από το σχετικά με τους άλλους οίκους αυξημένο συντηρητισμό, η στάση του δεν είναι αδικαιολόγητη και θα μπορούσε να θεωρηθεί σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα της χαμηλής επίδοσης που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ στο 4ο τρίμηνο 2023, που ήταν μόλις 2% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2022 έναντι 5,6% στο τέλος του 2022.
Ήταν το αποτέλεσμα της υστέρησης των επενδύσεων που μειώθηκαν κατά 5,7% στο 4ο τρίμηνο ενώ αυξήθηκαν μόνο κατά 4% το 2023 και συμμετείχαν μόνο κατά 13,9% στο ΑΕΠ.
Με αυτό το δεδομένο, ευλόγως η Moody’s εστιάζει στο υψηλό δείκτη χρέους, στο 161% το 2023 καθώς η ευνοϊκή δομή του σκιάζεται από την υποχώρηση της ανάπτυξης.
Την ίδια ώρα, το ρεκόρ των ταξιδιωτικών εισπράξεων στα €20,5 δις. συνυπάρχει στο ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με το συντηρούμενο σε ψηλά επίπεδα εμπορικό έλλειμμα και τις εισαγωγές να είναι κατά 65,8% μεγαλύτερες των εξαγωγών για το 2023 (στα €81,9 δις. οι εισαγωγές, στα €49,4 δις. οι εξαγωγές).
Η τουριστική μονοκαλλιέργεια μπορεί εύκολα να απειληθεί από εξωτερικούς κραδασμούς εφόσον η παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να παραμένει ατροφική.
Ενόψει των παραπάνω, η μεταρρυθμιστική επανεκκίνηση παραμένει ζητούμενο για τον επενδυτικό οίκο, ώστε να ξεπεραστούν οι παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, να δουλέψει ταχύτερα η δικαιοσύνη και να επανέλθει η κουλτούρα που επικεντρώνει στην πιστωτική επέκταση στις τράπεζες ώστε τελικά να τρέξουν γρηγορότερα οι επενδύσεις.
Αλλιώς, η απορρόφηση των 36 δις. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που έχουν σαν ορόσημο το τέλος το 2026 δύσκολα θα εκπληρωθεί.
Η ετυμηγορία της Moody’s είναι ίσως θετική είδηση, αφού όλοι γνωρίζαμε τα παραπάνω και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις αφύπνισης ώστε το μεταρρυθμιστικό restart να γίνει και πράξη.
Με το χρηματιστήριο να χρειάζεται εύλογο χρόνο για να αποτιμήσει τα δεδομένα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η τρέχουσα αποτίμησή του δεν είναι λογική καθώς η αναμενόμενη κερδοφορία των τραπεζών διαμορφώνει Ρ/Ε στο 6,2 για τον κλάδο για το 2024 και 10,14 για το σύνολο της αγοράς, με σημαντικό discount δηλαδή έναντι των ευρωπαϊκών αγορών.
Την ίδια ώρα, οι αναγγελθείσες χρηματικές διανομές 21 εισηγμένων εταιρειών για το 2023 διαμορφώνουν μερίσματα €2 δις., χωρίς ακόμη να περιλαμβάνονται οι τράπεζες, η ΔΕΗ και πλειάδα άλλων εταιρειών, διαμορφώνοντας την αισιοδοξία ότι θα ξεπεράσουν τελικά τα €4 δις.
Με τα παραπάνω δεδομένα, η κίνηση του Γ.Δ. πάνω από τις 1430 μονάδες πιθανότατα ετεροχρονίζεται, με το ενδεχόμενο της επιβεβαίωσης της στήριξης της περιοχής των 1370-79 μονάδων να είναι ενδεχόμενο.
Την ίδια ώρα, οι Κεντρικοί Τραπεζίτες καλούνται να αναγγείλουν τον χρόνο που θα επιλέξουν για να ξεκινήσει ο κύκλος μείωσης των επιτοκίων, με τη Federal να παίρνει πρώτη τη σκυτάλη έχοντας υπόψη την διατήρηση του πληθωρισμού πάνω από το 3% (στο 3,2% το Φεβρουάριο).
Την ίδια ώρα, ο Γιάννης Στουρνάρας υπεραμύνεται της ανάγκης να δρομολογηθεί από τον Ιούνιο η υποχώρηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων καθώς η αναιμική ευρωπαϊκή ανάπτυξη απομακρύνει τον πληθωριστικό κίνδυνο.
Με τους δείκτες των διεθνών αγορών να διατηρούνται στα υψηλά τους προσπερνώντας τους υφιστάμενους γεωπολιτικούς κινδύνους και την ανάγκη για αυξημένες ευρωπαϊκές δαπάνες για την αμυντική της θωράκιση…