Τη φήμη που έχει ως ο πλέον «αυστηρός» διεθνής οίκος αξιολόγησης επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά η Moody’s, αποφασίζοντας να κρατήσει στάση αναμονής και να στερήσει από το ελληνικό αξιόχρεο το μοναδικό… τίτλο επενδυτικής βαθμίδας που του λείπει.
Συγκεκριμένα, ο οίκος διατήρησε τη βαθμολογία του ελληνικού αξιόχρεου σε Βa1 με σταθερό outlook, ανανεώνοντας ωστόσο το επόμενο ραντεβού του με τη χώρα μας για τις 13 Σεπτεμβρίου.
Θυμίζουμε, πάντως, ότι ο οίκος είχε προχωρήσει τον περασμένο Σεπτέμβριο σε σημαντικό άλμα με διπλή αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου από το Ba3 στο Ba1.
Αν και το… τρόπαιο της Moody’s θα συνεχίσει, για λίγο ακόμη, να λείπει από την ελληνική συλλογή, αναλυτές σχολιάζουν πως οι αγορές έχουν ήδη αλλάξει στάση απέναντι στα ελληνικά assets, λαμβάνοντας υπόψη τις αξιολογήσεις των υπόλοιπων διεθνών οίκων που μας έχουν δώσει το investment grade.
Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και κυρίως του spread (ήτοι της διαφοράς της απόδοσης τους έναντι των γερμανικών). Tο κόστος δανεισμού για τη 10ετία κυμαίνεται στο 3,2%, με το spread να βρίσκεται κάτω από το 1%.
Τι αναφέρει η περιοδική αξιολόγηση
Ο οίκος επισημάινει πως η αξιολόγηση στηρίζεται σε μια σταθερή πορεία μεταρρυθμίσεων, που έχει οδηγήσει σε ορατές βελτιώσεις στους θεσμούς και τη διακυβέρνηση της χώρας, ενισχύοντας τις επενδύσεις και βελτίωνοντας την υγεία του τραπεζικού συστήματος. Ωστόσο, παρά τη σημαντική μείωση του χρέους, ο λόγος χρέος προς ΑΕΠ παραμένει υψηλός.
Η ελληνική οικονομία απώθησε την ενεργειακή κρίση καλά, ενώ τα επιπλέον κοινοτικά κονδύλια σε συνδυασμό με τις ιδιωτικές επενδύσεις θα συνεχίσουν να στηρίζουν την ανάπτυξη της χώρας τα επόμενα χρόνια. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις θα αναβαθμίσει τις αναπτυξιακές προοπτικές και θα αντισταθμίσει ως ένα βαθμό την αρνητική επίδραση από την επιδείνωση των δημογραφικών στοιχείων.
Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας επιβραδύνθηκε στο 2% το 2023 από 5,6% το 2022, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και η νομισματική σύσφιξη επηρέασαν τα επίπεδα κατανάλωσης και τον ρυθμό ανάπτυξης των επενδύσεων. Τα έσοδα από τον τουρισμό, ωστόσο, έφτασαν σε νέο ρεκόρ.
Ο οίκος από την πλευρά του προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,4% το 2024 και 2,3% το 2025, υποστηριζόμενη από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές. Αντιστοίχως αναμένει μείωση του πληθωρισμού κοντά στο 2%.
Η πτώση των τιμών της ενέργειας και οι ισχυρότερες εξαγωγές υπηρεσιών συνέβαλαν την ίδια ώρα στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 6,4% του ΑΕΠ το 2023, από έλλειμμα ύψους 10,3% το 2022. Το δημοσιονομικό έλλειμμα βελτιώθηκε απότομα σε λιγότερο από 1% του ΑΕΠ το 2023 από 2,4% το 2022, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Moody’s. Ο οίκος αναμένει ότι τα ελλείμματα θα σταθεροποιηθούν στο 0,9% του ΑΕΠ το 2024-2025 και τα πρωτογενή πλεονάσματα θα κυμανθούν περίπου στο 2% του ΑΕΠ.
Ο δείκτης χρέους της Ελλάδας εκτιμάται ότι έχει μειωθεί στο 161% επί το ΑΕΠ στα τέλη του 2023 από 172,6% το 2022 και η Moody’s προβλέπει περαιτέρω μείωση στο 148% μέχρι το τέλος του 2025.
Οι προοπτικές
Η έκθεση επισημαίνει πως το σταθερό outlook εξισορροπεί βαθιές διαρθρωτικές βελτιώσεις που θα μπορούσαν να προσφέρουν ισχυρότερες πιστωτικές μετρήσεις από αυτές που αναμένει επί του παρόντος η Moody’s έναντι των διαρθρωτικών προκλήσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να επιβαρύνουν το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας περισσότερο από ό,τι αναμενόταν.
Ανοδική πίεση στις αξιολογήσεις θα μπορούσε να προκύψει σε ένα σενάριο συνέχισης των οικονομικών πολιτικών και της δέσμευσης για δημοσιονομική εξυγίανση, σε συνδυασμό με επιτυχή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που εκκρεμούν ακόμη, κυρίως στο δικαστικό σύστημα, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στα εξωτερικά σοκ, ταχύτερη από την αναμενόμενη βελτίωση της δημοσιονομικής ισχύος. Επιπλέον, μια ταχύτερη αλλαγή στην οικονομική δομή της Ελλάδας που συμβάλλει στη βελτίωση της οικονομικής ανθεκτικότητας θα ήταν πιστωτικά θετική. Περαιτέρω βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα, μειώνοντας τη μεταβλητότητα της κερδοφορίας και φέρνοντας τους δείκτες ποιότητας και κεφαλαιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων πιο κοντά στον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, θα ήταν επίσης πιστωτικά θετικοί παράγοντες.
Στον αντίποδα πττωτικές πιέσεις στις αξιολογήσεις θα μπορούσαν να προκύψουν σε περίπτωση αντιστροφής της πολιτικής που έχει υιοθετηθεί τα τελευταία χρόνια ή ενδείξεις ότι οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις δεν δίνουν την ώθηση στην ανάπτυξη και τα δημοσιονομικά δεδομένα που αναμένονται, επιβαρύνοντας το επιχειρηματικό κλίμα και τις επενδύσεις. Ειδικότερα, οι ενδείξεις ότι μια διαρκής, ουσιώδης επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης της κυβέρνησης, πιθανώς σε συνδυασμό με μια απότομη επιδείνωση της υγείας του τραπεζικού τομέα, θα πυροδοτούσαν μια αρνητική αξιολόγηση. Στο σενάριο αυτό εντάσσεται και μια πιθανή κλιμάκωση της έντασης στη γεωπολιτική κατάσταση στην Ευρώπη, με την εμπλοκή και του ΝΑΤΟ.