Σαν “τη μύγα μες στο γάλα” έχει αρχίσει να ξεχωρίζει η ελληνική οικονομία, η οποία μοιάζει να μην επηρεάζεται, προς το παρόν τουλάχιστον, από την έντονη αβεβαιότητα που επικρατεί, εξαιτίας των δραστικών μεταβολών στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Δείχνει να ακολουθεί την δική της, αυτόνομη πορεία, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη αντοχή στους κραδασμούς που προκαλούν οι γεωπολιτικές εντάσεις, και η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού.

Για αυτό, όπως επεσήμανε σε σχετικό σημείωμα το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ο ένας μετά τον άλλον, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης ανεβάζουν επενδυτικά σκαλοπάτια την Ελλάδα, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια. Αυτή τη φορά ήταν σειρά του οίκου Fitch, να αναβαθμίσει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από σταθερές, επιβεβαιώνοντας την αξιολόγησή της στη βαθμίδα ΒΒΒ-.

Στην ανακοίνωσή του, ο οίκος ανέφερε ως βασικούς μοχλούς για την αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας το υψηλό δημοσιονομικό πλεόνασμα και την απότομη μείωση του δημόσιου χρέους. Ως μεσαίας σημασίας μοχλούς αναφέρει το συνετό και αξιόπιστο δημοσιονομικό πλαίσιο, τους περιορισμένους κινδύνους δαπανών και χρηματοδοτικούς κινδύνους και ως χαμηλότερης σημασίας μοχλό την ανθεκτικότητα της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Ειδικότερα, και σύμφωνα σύμφωνα με την έκθεση του οίκου αξιολόγησης:

  • Το συνολικό πλεόνασμα του 1,3% και το πρωτογενές 4,8% για το 2024, ξεπερνούν τις εκτιμήσεις του οίκου, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει. Δεδομένης της ισχυρής αυτής θέσης, η Fitch προβλέπει συνολικό πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 2025 και 2026 κοντά στο 1%.
  • Διαπιστώνεται κατακόρυφη πτώση του δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη πτώση χρέους μετά την πανδημία ανάμεσα στις χώρες που αξιολογεί η Fitch. Επίσης, επισημαίνεται ότι τα υψηλά ταμειακά αποθέματα των 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ) επαρκούν για να καλύψουν όλες τις ωριμάνσεις χρέους, εν προκειμένω λήξεις ομολόγων, την επόμενη τριετία. Ο οίκος προβλέπει ότι η ταχεία μείωση χρέους θα συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα, με το ποσοστό χρέους προς το ΑΕΠ να προσεγγίζει σε ένα βασικό σενάριο το 120% ως το 2030.
  • Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο συνετό και αξιόπιστο δημοσιονομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο κινείται η χώρα. Υπογραμμίζει την ισχυρή δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση και τονίζει ότι η τελευταία επίσημη δημοσιονομική πρόβλεψη, δηλαδή η ενημέρωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδίου του Μαΐου 2025, ευθυγραμμίζεται πλήρως με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ.

Οι θετικές εκτιμήσεις της Κομισιόν

Την ίδια ώρα, έρχεται και η σειρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιβεβαιώσει στις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της, ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρήσει την ισχυρή της δυναμική σταθερά πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και της Ε.Ε. Βεβαίως πρέπει να σημειωθεί ότι, η Επιτροπή αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. το 2025 και το 2026, σε σχέση με τις Φθινοπωρινές Προβλέψεις.

Συγκεκριμένα, η εκτίμηση της Κομισιόν για την αύξηση του ΑΕΠ το 2024 στην ευρωζώνη είναι 0,9% και 1.0% στην Ε.Ε. Για το 2025 το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 0,9% στην ευρωζώνη και 1,1% στην Ε.Ε. και το 2026 κατά 1,4% και 1,5% αντιστοίχως. (Το φθινόπωρο οι προβλέψεις της Επιτροπής για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη το 2025 ήταν 1,3% στην ευρωζώνη και 1,5% στην Ε.Ε. και για το 2026 ήταν 1,6% στην ευρωζώνη και 1,8% στην Ε.Ε.)

Παρά την αναθεώρηση επι τα χείρω των προβλέψεων για την ανάπτυξη της ευρωπϊκής οικονομίας, η Κομισιόν αναθεωρεί προς τα πάνω την εκτίμησή της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2024. Από 2,1% που ήταν η πρόβλεψη το περασμένο φθινόπωρο η ανάπτυξη του ΑΕΠ το 2024 διαμορφώθηκε στο 2,3%. ε ό,τι αφορά το 2025 και το 2026, η πρόβλεψη της Επιτροπής παραμένει σταθερή σε σχέση με τις φθινοπωρινές της προβλέψεις. Η αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,3% το 2025 και στο 2,2% το 2026.

Αναλυτικότερα, η Κομισιόν σημειώνει ότι, η ελληνική οικονομία διατηρεί τη δυναμική της παρά τις αντιξοότητες.Το 2024, η οικονομία της Ελλάδας αναπτύχθηκε κατά 2,3%. Αυτό, σύμφωνα με την Επιτροπή, τροφοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τη συσσώρευση αποθεμάτων.

Παρά τη συσταλτική δημοσιονομική πολιτική, η αύξηση της εγχώριας ζήτησης ήταν ισχυρή και συνεπαγόταν σημαντική αύξηση των εισαγωγών, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό. Ως εκ τούτου, οι καθαρές εξαγωγές επηρέασαν την οικονομική δραστηριότητα.

Με την πρόοδο του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε. αναμένεται να είναι σημαντικές το 2025 και το 2026. Μαζί με τη διατηρήσιμη ισχυρή κατανάλωση, υποστηριζόμενη από τη σταθερή αύξηση του εισοδήματος, αναμένεται να αποτελέσουν τους κύριους μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης.

Η ζήτηση εισαγωγών αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, δεδομένου του υψηλού περιεχομένου των επενδύσεων σε εισαγωγές. Συνολικά, η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να συνεχίσει να υπερβαίνει το μακροπρόθεσμο δυναμικό της, με ρυθμούς 2,3% το 2025 και 2,2% το 2026.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, η ελληνική οικονομία αναμένεται να επηρεαστεί μόνο ελαφρά από τους δασμούς των ΗΠΑ, λόγω των σχετικά ασθενών άμεσων και έμμεσων εμπορικών δεσμών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης αυξήθηκαν και κλίνουν προς τα κάτω, καθώς η επίμονη αύξηση του εμπορίου και η γεωπολιτική αβεβαιότητα, μαζί με την επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών προοπτικών, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές, ιδίως τον τουρισμό.

Η αγορά εργασίας και ο πληθωρισμός

Σύμφωνα με την Κομισιόν, η αγορά εργασίας βελτιώθηκε τα τελευταία χρόνια και η ευνοϊκή δυναμική συνεχίστηκε στις αρχές του 2025, εκτιμά η Επιτροπή. Μετά από μια κορύφωση το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας έχουν αρχίσει να μειώνονται, αλλά εξακολουθούν να υποδηλώνουν μια στενή αγορά εργασίας, ιδιαίτερα σε τομείς που σχετίζονται με τον τουρισμό και σε εκείνους που απαιτούν υψηλές δεξιότητες.

Η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να επεκτείνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό, καθώς τα κενά δεξιοτήτων και η χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως μεταξύ των γυναικών, περιορίζουν την προσφορά εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πραγματικοί μισθοί ανά εργαζόμενο αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, κατά μέσο όρο κατά 1,3% ετησίως κατά τον προβλεπόμενο ορίζοντα. Αυτό υποστηρίζεται επίσης από τις πρόσφατες αυξήσεις των κατώτατων μισθών και τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.

Από την άλλη, ο γενικός πληθωρισμός ήταν κατά μέσο όρο 3% το 2024, 0,6 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού έχει περιοριστεί από την επιτάχυνση των τιμών των υπηρεσιών και την άνοδο των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Κοιτώντας μελλοντικά, οι μισθοί αναμένεται να συνεχίσουν να ασκούν ανοδική πίεση στις τιμές.

Ως εκ τούτου, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών αναμένεται να επιβραδυνθεί μόνο σταδιακά κατά τον χρονικό ορίζοντα των προβλέψεων. Συνολικά, ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,8% το 2025 και στο 2,3% το 2026. Ο πληθωρισμός εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων προβλέπεται να παραμείνει υψηλότερος, στο 3,5% και 2,6% το 2025 και το 2026, αντίστοιχα.

Οι δημοσιονομικές προοπτικές

Συν τοις άλλοις, η Επιτροπη σημειώνει ότι, το 2024, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης ξεπέρασε σημαντικά τις προσδοκίες και κατέγραψε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το προβλεπόμενο έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, η βελτίωση αυτή οφείλεται στην υποτονική αύξηση των τρεχουσών δαπανών, στα υψηλότερα από τα αναμενόμενα έσοδα από άμεσους φόρους και στις ισχυρές εισπράξεις από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που συνδέονται όχι μόνο με την ισχυρή αύξηση της απασχόλησης αλλά και με μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, όπως η ψηφιακή κάρτα εργασίας και οι αυστηρότερες απαιτήσεις υποβολής δηλώσεων για τις δηλώσεις ΦΠΑ.

Το 2025, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί, φτάνοντας το 0,7% του ΑΕΠ.

Από την πλευρά των εσόδων, η πρόβλεψη αντικατοπτρίζει το υψηλότερο βασικό επίπεδο λόγω της ισχυρότερης από την αναμενόμενη απόδοσης εσόδων το 2024 και λαμβάνει υπόψη την αύξηση του φόρου διανυκτέρευσης στα ξενοδοχεία, τα διαρθρωτικά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την επέκταση της ψηφιακής κάρτας εργασίας στους τομείς των τροφίμων και του τουρισμού, με στόχο τη μείωση της αδήλωτης εργασίας και την αύξηση των τελών της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Αυτά τα μέτρα αναμένεται να αντισταθμίσουν τον αντίκτυπο της προγραμματισμένης μείωσης κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ποσοστού εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της αύξησης των μισθών του δημόσιου τομέα.

Από την πλευρά των δαπανών, οι προβλέψεις ενσωματώνουν μια νέα δέσμη μέτρων, αξίας 0,5% του ΑΕΠ, που ανακοινώθηκε μετά τη δημοσίευση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων του 2024, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής ενός μηνιαίου ενοικίου με κριτήρια εισοδήματος, ενός μόνιμου κοινωνικού επιδόματος 250 ευρώ σε συνταξιούχους χαμηλού εισοδήματος, ανασφάλιστους ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρίες, και μιας ετήσιας αύξησης 500 εκατομμυρίων ευρώ στον εθνικό προϋπολογισμό επενδύσεων.

Το 2026 το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να αυξηθεί στο 1,4% του ΑΕΠ με την υπόθεση αμετάβλητης πολιτικής. Αυτή η βελτίωση αναμένεται να υποστηριχθεί από τη συνεχιζόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες αναμένεται να αντισταθμίσουν τις αυξανόμενες δαπάνες για συντάξεις και μισθούς του δημόσιου τομέα.

Η δημοσιονομική πολιτική προβλέπεται να είναι επεκτατική, υποστηριζόμενη από τη χρηματοδότηση της Ε.Ε., τόσο το 2025 όσο και το 2026. Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται στο 146,6% το 2025 και στο 140,6% το 2026. Η μείωση οφείλεται στην αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ καθώς και στα πλεονάσματα του προϋπολογισμού.

Οι προοπτικές και οι μεταρρυθμίσεις

Στις δικές της παρατηρήσεις, τώρα, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) επισημαίνει ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι θετικές, αλλά οι ευρύτερες ευρωπαϊκές και διεθνείς αβεβαιότητες, ιδιαίτερα με το ενδεχόμενο ενίσχυσης πολιτικών εμπορικού προστατευτισμού, καθιστούν επιτακτικά αναγκαία τη διατήρηση ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης βασισμένων σε ένα βιώσιμο παραγωγικό υπόδειγμα. Προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στα εξής:

  • (α) στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς κρίσιμους για την ελκυστικότητα της οικονομίας ως επενδυτικού προορισμού, όπως η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και ο ανταγωνισμός στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών,
  • (β) στην περαιτέρω αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU), καθώς και των εγχώριων δημοσιονομικών πόρων, προκειμένου να ενισχυθούν, μεταξύ άλλων, οι υποδομές που συνδέονται με την κλιματική κρίση και τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια,
  • (γ) στην ενίσχυση της έρευνας, της καινοτομίας και του ανθρώπινου κεφαλαίου προκειμένου να αντιστραφεί η μακροχρόνια τάση υποχώρησης της παραγωγικότητας της εργασίας και
  • (δ) στην ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, κυρίως μέσα από την αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών αγαθών ως προς το ΑΕΠ, ώστε να αντιμετωπιστούν οι μεσοπρόθεσμες αδυναμίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί και συνδέονται με:

  • (α) την έκταση των συνεπειών από την εφαρμογή ισχυρών πολιτικών προστατευτισμού και τη συνακόλουθη αυξημένη αβεβαιότητα στο διεθνές εμπόριο,
  • (β) επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον,
  • (γ) χαμηλότερο του αναμενομένου ρυθμό απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF),
  • (δ) ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές, κυρίως λόγω της κλιματικής κρίσης, και
  • (ε) εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες μισθολογικές πιέσεις.

Διαβάστε ακόμη: