Με τις τραπεζικές μετοχές να μην μπορούν να «σηκώσουν κεφάλι» εδώ και μέρες -ο κλαδικός δείκτης βρίσκεται σε να χαμηλά 9 μηνών- οι διοικήσεις των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους και προχωράνε σε ουσιαστικές κινήσεις αντιστροφής του κλίματος.
Την Τετάρτη το απόγευμα συναντήθηκαν με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα για να συμφωνήσουν στο σχέδιο ταχύτερης απόσβεσης του αναβαλλόμενου φόρου που θα ανοίξει το δρόμο για την διανομή υψηλότερων μερισμάτων στους μετόχους ενώ με αφορμή την δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων για το εννεάμηνο που ξεκίνησε χθες θα ενημερώσουν αναλυτικά την διεθνή επενδυτική κοινότητα για όλα τα ζητήματα που προκαλούν σημεία προβληματισμού.
Την περασμένη Πέμπτη το μεσημέρι πέρασαν το κατώφλι της ΤτΕ οι κ.κ Φ. Καραβίας, Χρ. Μεγάλου, Β. Ψάλτης και Π. Μυλωνάς για παρουσιάσουν στον Διοικητή Γ. Στουρνάρα το σχέδιο τους για την ταχύτερη απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου το οποίο αυτή την περίοδο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τον SSM.
Υψηλόβαθμες τραπεζικές πηγές τονίζουν στην «Αxianews» ότι το σχέδιο –τουλάχιστον στις βασικές του παραμέτρους– έχει «κλειδώσει» με τον SSM και μια πρώτη γεύση αυτών των σχεδίων οι τραπεζίτες θα δώσουν με τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων τους που ξεκίνησαν χθες και θα ολοκληρωθούν την επόμενη εβδομάδα.
Τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα έχουν αποφασίσει να υιοθετήσουν μια στρατηγική για επιθετικότερη μερισματική πολιτική τα επόμενα χρόνια και για αυτό συμφώνησαν με τον εποπτικό βραχίονα της ΕΚΤ σε συγκεκριμένο σχεδιασμό ταχύτερης μείωσης του DTC.
Τι είναι ο αναβαλλόμενος φόρος
Σημειώνεται ότι ο αναβαλλόμενος φόρος είναι ένα μέτρο φορολογικής βοήθειας που δόθηκε στις τράπεζες προκειμένου να αντισταθμίσει τις απώλειες που αυτές είχαν από πλευράς κεφαλαίων λόγω του κουρέματος των ομολόγων του ενεργητικού τους κατά το PSI.
Ο φόρος αυτός προέκυψε ως μηχανισμός στήριξης των τραπεζών, o οποίος επέτρεψε τη μεταφορά ζημιών από το παρελθόν προκειμένου αυτές να συμψηφιστούν με μελλοντικά κέρδη, απαλλάσσοντας τις τράπεζες ουσιαστικά από την καταβολή φόρων κατά τις κερδοφόρες χρήσεις.
Ωστόσο, το υψηλό μερίδιο του αναβαλλόμενου φόρου (DTC) στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών αποτέλεσε ένα σοβαρό ζήτημα για την ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Οι τράπεζες δηλαδή, απέκτησαν μέσω του DTC τη δυνατότητα να συμψηφίσουν κάποιες από τις απώλειες του κουρέματος του ενεργητικού τους με φόρο που θα έπρεπε να καταβάλουν στο μέλλον.
Οι τράπεζες προσμέτρησαν το ποσό του αναβαλλόμενου φόρου στα κεφάλαιά τους αποκτώντας έτσι τους απαιτούμενους δείκτες για τη λειτουργία τους.
Η ρύθμιση του DTC έλαβε χώρα το 2015 και το ποσό διαμορφώθηκε αρχικώς σε 15 δισ. ευρώ.Ο αναβαλλόμενος φόρος έχει κατέλθει πλέον στα 12,5 δισ. ευρώ και ενώ η εκτίμηση ήταν να αποσβεστεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2040, η ημερομηνία αυτή έρχεται νωρίτερα, στις αρχές της δεκαετίας του 2030.
Η ελληνική πρόταση
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν παρουσιάσει πρόταση στον SSM, με την οποία θα αυξήσουν τις ετήσιες διαγραφές αναβαλλόμενου φόρου από τα εποπτικά τους κεφάλαια, επισπεύδοντας την τελική ημερομηνία απόσβεσης του συνολικού ποσού από το 2041 στο 2034.
Η πρόταση των τραπεζών, με ισχύ από το ερχόμενο έτος, ζητά από τον επόπτη το πράσινο φως για τη διανομή του 50% των κερδών ως ανταμοιβή στους μετόχους (με μέρισμα ή και επαναγορά μετοχών) και από το υπόλοιπο 50% των κερδών ποσοστό 29% να κατευθυνθεί για την πρόωρη απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου, αντί τα εναπομείναντα κέρδη να μεταφερθούν αυτούσια στα ίδια κεφάλαια.
Με τον τρόπο αυτό, τα 200 εκατ. ευρώ περίπου που καταβάλλει ετησίως η καθεμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες για την απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου, θα αυξηθούν στα 350 – 400 εκατ. ευρώ.
Οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών έκριναν ως μονόδρομο την ταχύτερη απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου προκειμένου να μπορέσουν να αυξήσουν το ποσοστό διανομής μερισμάτων στα επίπεδα των άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, χωρίς ωστόσο να κινδυνεύουν με απαγορευτικό από τον επόπτη με το σκεπτικό της χαμηλής ποιότητας των κεφαλαίων τους.
Όπως έχει γράψει η «Α» η συζήτηση των τραπεζών με τον επόπτη για τις μελλοντικές διανομές μερισμάτων είχε ανοίξει ενόψει της άφιξης στελεχών του SSM στην Αθήνα στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Ο Επόπτης ζήτησε από τις ελληνικές τράπεζες business plans για την προβλεπόμενη κερδοφορία τους φέτος και για τις προθέσεις τους αναφορικά με το προς διανομή μέρισμα.
Στις συζητήσεις αυτές, ο πήχυς από τις τράπεζες για τα διανεμόμενα κέρδη είχε τεθεί συντηρητικά στο 40%. Υπενθυμίζεται ότι το pay out ratio για την ανταμοιβή των μετόχων από τα κέρδη του 2023 κινήθηκε στο 30% για την Εθνική και τη Eurobank, στο 20% για την Alpha Bank και στο 10% για την Τράπεζα Πειραιώς.
Οι στόχοι για τα μερίσματα
Την ίδια στιγμή ο SSM συνδέει πλήρως τις διανομές μερισμάτων των τραπεζών με τις αποφάσεις που θα ληφθούν σε ό,τι αφορά τον αναβαλλόμενο φόρο.
Η λογική του επόπτη είναι να αποδέχεται τις υψηλές διανομές, αρκεί να μην επηρεάζεται ούτε η επάρκεια ούτε και η ποιότητα κεφαλαίων.
Και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Καθώς λοιπόν η Ευρώπη προχωράει σε σημαντικές διανομές στους μετόχους, η Ελλάδα προτίθεται να ακολουθήσει.
Οι τέσσερεις συστημικές τράπεζες προχωρούν σε επιθετική αύξηση διανομής μερισμάτων και buyback για το 2024 δημιουργώντας συνθήκες για διανομές ύψους 1,5 δισ. ευρώ από 800 εκατ. ευρώ που διένειμαν το 2023.
Για το 2024 τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προγραμματίσει διανομές που για την ΕΤΕ διαμορφώνεται σε 40% των κερδών της, για την Alpha 35%, για τη Eurobank 40%, ενώ για την Πειραιώς σε 30%, χωρίς να αποκλείεται αναπροσαρμογή προς τα πάνω των ποσοστών αυτών.
Το 2025 οι διανομές θα φθάσουν και θα ξεπεράσουν το 50% για κάθε μία από τις συστημικές τράπεζες.