Με αφορμή τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία και την παραίτηση του Πρωθυπουργού, Μάριο Ντράγκι, σε μία περίοδο πληθωριστικών πιέσεων, γεωπολιτικών εντάσεων και αβεβαιότητας, η τράπεζα Eurobank παρουσίασε μία συγκριτική ανάλυση της πορείας του πραγματικού ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, την Ιταλία και την Ελλάδα από το 1995 έως το 2021.

Βάσει των στοιχείων του έτους 2021, η οικονομία της Ιταλίας είναι η 3η μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη μετά τη Γερμανία και τη Γαλλία με ονομαστικό ΑΕΠ στα €1.775,4 δισεκ. (14,5% επί του συνόλου της Ευρωζώνης), η 3η μεγαλύτερη σε πληθυσμό (59,8 εκατ.) μετά τη Γερμανία και τη Γαλλία, έχει το 2ο υψηλότερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (150,8%) μετά την Ελλάδα, το 3ο μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας (9,5% του εργατικού δυναμικού) μετά την Ισπανία και την Ελλάδα και τέλος το πιο σημαντικό, είναι μία οικονομία κατά μέσο όρο στάσιμη τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Στην ανάλυση η Eurobank παρουσιάζει το ετήσιο πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης, της Ιταλίας και της Ελλάδας από το 1995 μέχρι το 2021 σε όρους δείκτη με βάση το έτος 1995. Χωρίζει, μάλιστα, το σύνολο της περιόδου σε 5 υποπεριόδους, 4 εξαετίες και 1 διετία βάσει των σημείων καμπής των κυκλικών διακυμάνσεων (επέκταση, κορυφή, κάμψη, πυθμένας…) των προαναφερθεισών οικονομιών:

Η πρώτη καλύπτει την εξαετία 1995 – 2001, δηλαδή την περίοδο μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ μέχρι και την είσοδο της Ελλάδας στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ).

Η δεύτερη την εξαετία 2001 – 2007, δηλαδή την περίοδο προτού ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με τον μέσο ετήσιο πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης στην Ιταλία να κατεβάζει ταχύτητα και την οικονομία να εισέρχεται στην πρώτη φάση της μακροχρόνιας στασιμότητας που βιώνει τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Η τρίτη την εξαετία 2007 – 2013, δηλαδή την περίοδο της μεγάλης ύφεσης για την Ελλάδα, της σχετικά πιο ήπιας ύφεσης για την Ιταλία και της μόνιμης απόκλισης της Ευρωζώνης από το μονοπάτι μεγέθυνσης που ακολουθούσε κατά μέσο όρο τη δωδεκαετία 1995 – 2007.

Η τέταρτη την εξαετία 2013 – 2019, δηλαδή την περίοδο της στασιμότητας και της ισχνής ανάκαμψης για την Ελλάδα και την Ιταλία.

Η πέμπτη τη διετία 2019 – 2021, δηλαδή την περίοδο της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού. Κάποιες βασικές παρατηρήσεις έχουν ως ακολούθως:

  1. Η οικονομία της Ιταλίας βρίσκεται σε μια παγίδα στασιμότητας για δύο δεκαετίες. Η εν λόγω επίδοση αντανακλά αδυναμίες στον τομέα της προσφοράς και έχει επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών και εν γένει στην κοινωνική ευημερία.

Αναλυτικά, από το τέλος του 1995 μέχρι το τέλος του 2021, ο μέσος ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 0,5%, ο χαμηλότερος ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης.

Ο δεύτερος χαμηλότερος ήταν στην Ελλάδα με 0,8%, λόγω του ότι η μεγάλη ύφεση της περιόδου 2007 – 2013 αντιστάθμισε εν μέρει την ισχυρή επέκταση της περιόδου 1995-2007.

Τέλος, στην Ευρωζώνη, ο αντίστοιχος μέσος ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 1,6%. Οι προαναφερθείσες επιδόσεις είχαν ως αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ στην Ιταλία το 2021 να είναι αυξημένο μόλις κατά 11,9% σε σύγκριση με το 1995 (περίοδος 26 ετών!), στην Ελλάδα κατά 19,2% και στην Ευρωζώνη κατά 48,3%. Αν η σύγκριση γίνει με το 2001 (περίοδος 20 ετών!), το πραγματικό ΑΕΠ στην Ιταλία και την Ελλάδα το 2021 ήταν μειωμένο κατά 0,9% και 4,3% αντίστοιχα, ενώ στην Ευρωζώνη αυξημένο κατά 24,1%.

  1. Η ισχνή μακροχρόνια επίδοση της ιταλικής οικονομίας πηγάζει κυρίως από τη μείωση της παραγωγικότητας από το 2001 και έπειτα (2001 – 2021 μέσος όρος -0,2% ΥοΥ), δηλαδή από τη χειροτέρευση της αποτελεσματικότητας στη χρήση των συντελεστών της παραγωγής.

Επιπρόσθετα, οι ώρες εργασίας είναι μειωμένες σε σχέση με το 2007 (2007 – 2021 μέσος όρος -0,6% ΥοΥ) και το πάγιο κεφάλαιο παρουσιάζει ελαφρά πτώση από τις αρχές του 2010.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας (BANCA D’ITALIA) Ignazio Visco, σε παρουσίαση του το Φθινόπωρο 2020 (ΕuroScience Open Forum 2020) τόνισε την ανάγκη για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί το μακροχρόνιο αναπτυξιακό πρόβλημα της ιταλικής οικονομίας.

Πρότεινε χαρακτηριστικά, τη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών του δημοσίου, την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, τη βελτίωση των υπηρεσιών δικαιοσύνης, τη μείωση των διοικητικών και γραφειοκρατικών εμποδίων για τις ιδιωτικές επενδύσεις, τη μείωση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς.

Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι οι κύριοι παράγοντες για την αναιμική ανάπτυξη της Ιταλίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είναι οι χαμηλές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D), ο χαμηλός βαθμός αποτελεσματικότητας των επενδύσεων στην παιδεία (συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου) και τα δομικά χαρακτηριστικά του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας (οι μικρές επιχειρήσεις παράγουν το ½ της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, εξαιρουμένων των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών).

Αξίζει να σημειώσουμε ότι παρόμοιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν προταθεί από τους θεσμούς για την ελληνική οικονομία (κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής και της ενισχυμένης εποπτείας) έτσι ώστε να ανεβάσει ταχύτητα σε όρους βιώσιμης μεγέθυνσης.

  1. Οι αναπτυξιακές προκλήσεις, όχι μόνο για την Ελλάδα και την Ιταλία, αλλά για το σύνολο της Ευρωζώνης είναι σημαντικές.

Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους, διαταραχές που φαίνεται να είχαν μόνιμα αποτελέσματα στην αναπτυξιακή δυναμική της Ευρωζώνης (η οικονομία δεν επέστρεψε στο μονοπάτι μεγέθυνσης 1995 – 2007), η πανδημία, η ενεργειακή κρίση αλλά και οι δημογραφικές τάσεις δημιουργούν νέα εμπόδια. Η αποτελεσματική χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δύναται να οδηγήσει σε βελτίωση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων.