Ο αγωγός φυσικού αερίου που θα συνδέει τα συστήματα της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας ενισχύει τον γεωπολιτικό ρόλο της χώρας μας ως κόμβου για τον εφοδιασμό της περιοχής με φυσικό αέριο, αυξάνει την ασφάλεια εφοδιασμού της γειτονικής χώρας διαφοροποιώντας τις πηγές προμήθειας και βοηθά την απανθρακοποίηση της οικονομίας της.
Αυτό επεσήμανε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας μετά την υπογραφή διακυβερνητικής συμφωνίας με τον υπουργό Οικονομίας της Βόρειας Μακεδονίας, Kreshnik Bekteshi, για την κατασκευή του διασυνδετήριου αγωγού φυσικού αερίου Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας.
Υπογραφές
Όπως ανέφερε, ο κ.Σκρέκας, ο αγωγός θα έχει συνολικό μήκος 123 χιλιόμετρα και θα συνδέει το ελληνικό σύστημα στη Ν. Μεσημβρία με το σύστημα της Β. Μακεδονίας στο Νεγκότινο. Θα έχει μεταφορική ικανότητα 1,5 δισ. κυβικών μέτρων το χρόνο με δυνατότητα διπλασιασμού ενώ το ύψος της επένδυσης αναμένεται να φθάσει σε 110 εκατ. ευρώ. Η τελική επενδυτική απόφαση αναμένεται να ληφθεί ως το τέλος του έτους ή στις αρχές του 2022.
Ο κ. Bekteshi έκανε λόγο για ιστορική στιγμή μετά από πολυετείς προσπάθειες της κυβέρνησης της γειτονικής χώρας ενώ τόνισε ότι η συμφωνία είναι σημαντική για τη διαφοροποίηση των πηγών, την ασφάλεια και τη σταθερότητα εφοδιασμού της ευρύτερης περιοχής.
Η διακυβερνητική συμφωνία υπεγράφη στο περιθώριο του συνεδρίου του Εκόνομιστ που πραγματοποιείται στην Αθήνα. Κατά την ομιλία του στο συνέδριο ο κ. Σκρέκας αναφέρθηκε στους στόχους της ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής και στις επενδύσεις ύψος 44 δισ. ευρώ που αναμένονται στον τομέα ως το 2030 ενώ ανέφερε ότι με τα κίνητρα που δόθηκαν πλέον ένα στα δέκα νέα οχήματα που πωλούνται είναι ηλεκτρικά ή plug in υβριδικά.
Ο διευθύνων σύμβουλος του αγωγού IGI Poseidon Pierre Vergerio σημείωσε ότι τα αποθέματα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο επαρκούν για την κάλυψη της τοπικής ζήτησης αλλά και για τη διοχέτευση ποσότητας 25 δισ. κυβικών μέτρων προς την Ευρώπη μέσω του αγωγού EastMed ή σε υγροποιημένη μορφή. Ανέφερε δε ότι «είμαστε έτοιμοι να λάβουμε την τελική επενδυτική απόφαση» καθώς το έργο του EastMed είναι τεχνικά εφικτό και οικονομικά ανταγωνιστικό